Γεώργιος Κρεοπώλης | Συνταγές Κηπουρικής

– Καλέ, πώς τα έχει αφήσει αυτός έτσι τα καημένα τα φυτά; – Σταμάτα βρε Λία, τα παντζούρια του είναι κλειστά εδώ και πολύ καιρό, πάει μίσος χρόνος τώρα που περνάω και τα βλέπω όλα παρατημένα. Ο άνθρωπος λείπει. – Κρίμα κρίμα, τόσο ωραίο μπαλκονάκι με τόσα φυτά. Ψόφια είναι όλα τώρα. Κρίμα. – Ναι. […]

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος | Η Παναγιά τñς Ηδονής

Η χαράδρα, άμα τη δεις από ψηλά, είναι σα μια μαχαιριά μέσα στη γη· σαν πληγή που τρέχει μαύρο αίμα. Εκεί που στενεύει πολύ και τρέχει ο καταρράκτης, λίγο πριν τις Πόρτες, είναι άγνωστα μέρη, άγρια· ρουμάνι όπου κανείς δεν περπατάει πια. Κι εκείνος τι σόι ρασοφόρος ήταν κι όλοι εκεί γύρω τον είχανε περί […]

Μίνα Μοίρου | Κλαμπ «Μύηση» 

   Η δεσποινίς Μ. ζούσε με την μητέρα της στο περίφρακτο σπιτικό τους, κάπου στα προάστια. Ο λιγομίλητος πατέρας της, υπόδειγμα οργάνωσης και νηφαλιότητας, είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία λίγο μετά την γέννηση της κόρης, παρασυρμένος από μια νεαρά ελευθέρων ηθών.     Η μητέρα, τής έλεγε πως μέσα της κρύβεται όλη η καλοσύνη του […]

Δημήτρης- Ζώης Σπύρου | Θερινός μονόλογος με τον χρόνο

Ήταν Ιούλιος και ο ήλιος ήδη έκαιγε τα πεζοδρόμια και τις τσιμεντένιες πολυκατοικίες μιας πολυπληθούς πλέον και άλλοτε προσφυγικής συνοικίας των νοτίων προαστίων. Οι πλάκες των ηλιακών, λαμπύριζαν σαν χρυσά καπέλα πάνω στις καραφλές και γκρίζες ταράτσες των κατοικιών. Εδώ κι εκεί, μπορεί κάποιος να έβλεπε καμιά σκεπή με τα κεραμμύδια της ξαπλωμένα αλλά το […]

Βασίλης Ρούβαλης | Η στιγμή

Το στροβίλισμα είναι του ανέμου αφορμή.  Κοιτάζω τριγύρω. Το μεσημβρινό σκίασμα του τόπου δεν αλλάζει ποτέ. Οι κορμοί των ελιών μαυρίζουν κάνοντας αντιθέσεις –όμοιες με παιχνιδίσματα της εφηβείας– με το χρυσαφί ανατρίχιασμα των αγριόχορτων. Θυμάμαι πάντοτε το μαύρο βλέμμα της Ιστορίας, επιβλητικό και άτεγκτο, εδώ σ’ αυτή την απόκρημνη άκρη της στεριάς. Θυμάμαι κι εσένα, […]

Απόστολος Λύγδας | Για ένα παιδί

Πλαστικά κορμιά και άδεια μάτια. Όλη η κάλπικη φωτεινότητα, τεμαχισμένη σε μικρά σακουλάκια ζωής, τώρα, να που φαίνεται. Μια μικρή σπίθα. Μια μικρή σπίθα που έγινε φωτίτσα δώδεκα χρόνων, είναι πλέον ικανή να κάψει. Τα πάντα. Και με μαθηματική ακρίβεια να καεί. Φούσκες. Φούσκες ύπαρξης πάλλονται στον αέρα. Αποξηραμένα γονίδια μιας άλλης εποχής, μπλέκονται μέσα […]

Βασίλης Ρούβαλης | Καιόμενο

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΦΛΟΓΑ με τις γλώσσες της, αδηφάγες λέαινες στα μάτια μου, εισέρχεται μέσα από το νερό στα χνάρια του πευκοδάσους. Το κόκκινο σημάδι στο σκοτάδι του πελάγου μεγαλώνει, μεγαλώνει ώσπου να με τρομάξει – σύμβολο επιβολής το χρώμα και στόμφος του η ζεστασιά στο πρόσωπο… Η μυρωδιά από το ρετσίνι μαρτυρά την αλήθεια του […]

Μαριαλένα Ηλία | Ο Ξένος

  Ο Ξένος μένει στην πιο κάτω γειτονιά. Είναι μεσήλικας, γύρω στα εξήντα, αλλά φαίνεται πιο νέος. Κάθε πρωί στις οκτώ, με ένα καφέ στο χέρι, κατεβαίνει τα μεγάλα σκαλιά της πόρτας της πολυκατοικίας του. Δεν με βλέπει. Δεν βλέπει ποτέ κανέναν. Έχει το κεφάλι σκυφτό και περπατά με γρήγορα βήματα, πολύ απορροφημένος με τον […]

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος | Ο κήπος

Πονούσα φριχτά όταν σκίστηκα στα δυο κι ήταν η ώρα να γεννηθώ. Υγρά. Κάτω από σάπια χόρτα και φύλλα νεκρά. Οι νύχτες μίκραιναν, ξυπνούσε το χώμα, το κρύο μαλάκωνε κάπως. Λυώναν τα χιόνια, κελάρυζαν, έσταζαν όλα. Τα δέντρα τανύζονταν κι άλλα λογής-λογής φυντάνια ετοιμάζονταν να βγουν στον κήπο γύρω μου: Εκεί με τόξεψε το πρώτο […]

Θέκλα Γεωργίου | Το Σιγείον

Υγρασία. Σύνηθες φαινόμενο για την εποχή. Απαραίτητη για την ανάπτυξη. Ο μήνας της συνειδησιακής σποράς. Τα σοκάκια του Σιγείου αναδύουν ένα άρωμα νωπότητας, αφήνοντας στα ρουθούνια την αγκύλωση ενός θειαφισμένου οράματος. Οι πολίτες πορεύονται ησύχως στη μακρόσυρτη λεωφόρο. Το πιγούνι τους είναι ακουμπισμένο στο στήθος, να πνίγει τις ανάσες. Τα νύχια χωμένα στις χούφτες ξορκίζουν […]