
έργο με άγριο τέλος
[…στην αποβάθρα με περιμένει ένας σταυρός, δεν είναι δικός μου, δεν είναι δικός σου, μόνο είναι του φίλου που έφυγε για τον απάνω κόσμο…]
Μάνος Χατζιδάκις
Έργο
[…Παραλία σε πολυσύχναστο νησί. Όμορφο καλοκαιράκι, ειδυλλιακές παραλίες, νέες και νέοι στην αυγή του πρώτου έρωτα, μουσικές, αθλητές του μπιτς βόλει και φυσικά τενίστες. Ένα ετερόκλητο πλήθος, οι άνθρωποι της παραλίας που απλώνονται σε όλο το βάθος της σκηνής. Ομπρέλες, σεζλόνγκ, κουβαδάκια όλων των χρωμάτων και των μεγεθών, μια πανδαισία σε όλη την έκταση της σκηνογραφίας. Ξαφνικά στη σκηνή εμφανίζεται ένα τσούρμο, κάτι σαν τους αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, μα ρακένδυτοι και τσακισμένοι, δίχως καμιά απολύτως προοπτική, χωρίς την παραμικρή χαραμάδα ελπίδας ή κάτι τ’αστείο. Στο έργο πρωταγωνιστεί ο Τζενάρο, ένας νέος όμορφος πολύ και μαυρισμένος, η Κλαούντια, ένα ξανθό κορίτσι, ο κύριος Ντεπρί με την κυρία του που απαντούν πάντα ομοφώνως, ο Γκασπάρο, φίλος περιστασιακός του Τζενάρο και προδότης. Περιλαμβάνεται στη διανομή και ένα τσούρμο από εξαγριωμένους που συμβολίζουν το μίσος του καιρού μας. Το καραβάνι των ξένων εκπροσωπεί ένας νέος δίχως όνομα…]
Τζενάρο: (έκπληκτος, τινάζεται από την ξαπλώστρα του. Είναι όμορφος και το ξέρει για αυτό προτού μιλήσει χαμογελά σε κάποια από την διπλανή παρέα και εκείνη του το ανταποδίδει. Αμέσως συνέρχεται) Από πού έρχεστε όλοι εσείς;
Νέος δίχως όνομα: (κάπως φοβισμένα) Μας άφησαν οι βάρκες στ’ανοιχτά. Έπρεπε να κολυμπήσουμε. Θα περάσουμε απλά και θα χαθούμε.
Κλαούντια: Όχι, δεν πρέπει να προχωρήσετε. Υπάρχει κίνδυνος για σας. Έχετε μαζί σας παιδιά;
Νέος δίχως όνομα: Είναι πιο πίσω, κάποια τρόμαξαν πολύ και τα νανουρίζουν πέρα στα βράχια.
Κλαούντια: Θεέ μου! Πρέπει να πάω! (η Κλαούντια φεύγει για τα βράχια, τι όμορφα που κολυμπάει. Μπορούμε κιόλας να το φανταστούμε κοιτάζοντας συνεπαρμένο τον Τζενάρο από την τόση γοητεία της)
Κύριος και κυρία Ντεπρί: (με μια φωνή και ενδυμασία παραλίας) Μα τι συμβαίνει, τι γίνηκε;
Τζενάρο: Τίποτε αγαπητέ μου. Τίποτε απολύτως. Μερικοί πρόσφυγες είναι, οι καημένοι μόλις φτάσανε. Να δείτε. Θέλετε ένα πόρτο ακόμη; Κερνάω εγώ.
Κύριος και κυρία Ντεπρί: (κοιτάζουν το καραβάνι που προχωρεί προς το μέρος τους) Τι τραγωδία όλοι αυτοί οι αλλοεθνείς. Μα δεν φοβούνται; Ο πνιγμός, τα κήτη, τα ναυάγια, τόσοι κίνδυνοι. Το βρίσκουμε ανεύθυνο. (δίνουν ένα φιλί στον αέρα και ξαπλώνουν, η κυρία Ντεπρί πιο αισθαντικά είναι η αλήθεια, με πόζα περιοδικού με ιλουστρασιόν χαρτί)
Κλαούντια: (από μακριά) Τζενάρι, έι Τζενάρο! Χρειαζόμαστε μια βάρκα! Ακούς, μια βάρκα;
Τζενάρο (προς τους Ντεπρί, αμήχανα): Η γλυκιά μου, την αγαπάει τόσο πολύ τη θάλασσα που δεν την χορταίνει. Τι έρως!
Γκασπάρο: (σπεύδει κοντά στον Τζενάρο φοβισμένος) Είναι αυτό που νομίζω;
Τζενάρο: Και τι νομίζεις του λόγου σου;
Γκασπάρο: (κοιτάζει τριγύρω) Νομίζω πως είναι βομβιστές.
Τζενάρο: Βομβιστές; Εγώ λέω πως πρώτα είναι πρόσφυγες. Και πριν από αυτό, άνθρωποι Γκασπάρο, τι λες για όλα αυτά;
Γκασπάρο: Είναι βομβιστές σου λέω! Και να δεις, αύριο θα είμαστε νεκροί εδώ πέρα, διαμελισμένοι, Θεέ μου! Καλύτερα να ειδοποιήσουμε.
Τζενάρο: Τρελάθηκες; Αν το μάθουν πιο πέρα εκείνοι οι καθώς πρέπει, θα στήσουν ξανά το αυτοσχέδιο κυνήγι τους. Θα τ’άντεχες αυτό, πες μου;
Γκασπάρο: Έτσι είναι οι άνθρωποι Τζενάρο, έτσι ακριβώς.
Τζενάρο: Εγώ πάλι λέω πως είναι κομμάτι καλύτεροι. Αν τολμήσεις να πεις το παραμικρό θα έχεις να κάνεις μαζί μου.
Κύριος και κυρία Ντεπρί: Συνέβη κάτι; (με μια φωνή) Διαισθανόμαστε μια ταραχή και σπανίως λαθεύουμε.
Τζενάρο: (ο Γκασπάρο πάει να μιλήσει, οι Ντεπρί υψώνουν τα ποτήρια τους, ο Γκασπάρο ξεγλιστρά) Είστε υπέροχη κυρία Ντεπρί, αληθινή κυρία της μόδας. (βλέπει τον Γκασπάρο πιο πέρα να μιλά με τους “καθώς πρέπει”.) Ο κόσμος όμως…(πιο πικραμένα)
Κύριος και κυρία Ντεπρί: Α δεν την μπορούμε τη θλιβερή του όψη. Για αυτό και το πόρτο, ω Θεέ μου, τι γλυκιά αιωνιότητα μοιάζει το καλοκαίρι συντροφιά με ένα πόρτο! (ξανά παίρνουν πόζα πλαγιασμένοι μαζί, σαν σε περιοδικά της μόδας)
(από την άλλη πλευρά της αμμουδιάς, ένα μανιασμένο πλήθος ποδοπατά τα κουβαδάκια, τα φτυάρια, τις λαστιχένιες μπάλες, φωνάζουν, χειρονομούν, “σκουπίδια, εμπρός παιδιά, ώρα για θάλασσες καθαρές, όπως το ‘πε ο πελαργός, σκουπίδια!” και τρέχουν, τα πρόσωπά τους λυσσασμένα. Δείχνουν προς την πλευρά του Αλφόνσο, της Κλαούντια, του Τζενάρο. Τίποτε δεν ξεχωρίζουν μες στο μίσος τους.)
Τζενάρο: Καλύτερα να φύγετε πιο μακριά.
Αλφόνσο: Πόσο μακριά πρέπει να πάμε για να ζήσουμε;
Κλαούντια: (έχει έρθει πια από τη θάλασσα) Δεν υπάρχει χώρος για σας εδώ. Τρέξτε, έρχονται!
Αλφόνσο: (ταραγμένος, κοιτάζοντας το πλήθος και έπειτα τους δικούς του, γυναίκες και παιδιά) Πρέπει να φύγουμε!
Κύριος και κυρία Ντεπρί: Μα φεύγετε, τόσο γρήγορα φεύγετε; (με μια φωνή ξανά)
(Τώρα το πλήθος έχει φτάσει, οι καθώς πρέπει ορμούν πάνω στους ταξιδιώτες που ‘χουν φθάσει από μέρη μακρινά, με κίνδυνο της ζωής τους. Τους κυνηγούν μες στην αμμουδιά, τους σκοτώνουν, Γυναίκες, άνδρες και παιδιά, πέφτουν νεκροί. Σε κάθε σημείο που πέφτει κάποιος νεκρός, ο εκτελεστής καρφώνει μια γλυκύτατη μπλε ελεκτρίκ σημαία με κίτρινα σχέδια, άστρα και τα λοιπά, πράγματα κενά δηλαδή, δίχως ουσία. Ο Τζενάρο παίρνει αγκαλιά την Κλαούντια, το θέαμα είναι αποτρόπαιο. Το έργο κλείνουν οι Ντεπρί.)
Κύριος και κυρία Ντεπρί: Μα τι ωραίο παιχνίδι είναι αυτό! Και τι ωραίες σημαίες, τι χαριτωμένα που είναι όλα αυτά. Μα τώρα επιβάλλεται ένα πόρτο, παρακαλώ, παιδί, παρακαλώ; (γνέφει σε κάποιον μα είναι στην πραγματικότητα πρόσφυγας. Την ώρα που παραγγέλνει το πόρτο ο νέος πέφτει βάναυσα νεκρός. Έπειτα μικρή σημαιούλα και τα ρέστα.)
Α, τι κρίμα, δεν θα μας το φέρει το πόρτο, κινδυνεύει ο λαιμός μου να στεγνώσει. Αγάπη μου;
(Όσο για τον Γκασπάρο, όλοι του σφίγγουν τα χέρια και ο Τζενάρο τον κοιτάζει από απόσταση. Μια απόσταση ίδια με αυτή που χωρίζει τούτο τον κόσμο σε ευτυχισμένους “καθώς πρέπει” και απόκληρους.)
Α.Θ