Ποίηση Οργανική

© Dorothy Bohm

[…στα ηχεία πάντα ο Μπάουι, μερόνυχτα το αίνιγμα εμπρός σου,
ίσως κάπου ένα τραγούδι μες στην άβυσσο,
δυο ξέφρενες κιθάρες
και
φανταστικά ρεφραίν…]

Οργανικές Ενώσεις
Νίκος Καρούζος
17 Ιουλίου 1926 – 28 Σεπτεμβρίου 1990

[…σε χαρά δύσκολη αναμνήσεως, ουράνια, βαπτισματική…]

Προχώρα και θα βρεις ορθάνοιχτα υπόγεια με θάλασσες και στεντόρεια χαμόγελα. Μην τα προσπεράσεις ακόμη και αν δεν καταλάβεις για ποιο πράγμα σου μιλούν, εκεί στάσου, εμπρός στη ζωή σου τα ταπεινότερα εκθέματα. Φέρσου σαν να βρίσκεσαι στο μέσον της ανθρωπότητας, καταλαβαίνοντας εκείνο που διαφεύγει, ας πούμε, το εξατμιζόμενο των αισθητικών θεωριών της.” Και την ίδια στιγμή η φωτιά να μεγαλώνει, να γίνεται ψηλότερη εξαρπάζοντας ιαματικά τον πλανήτη”.

Είναι κάτι ποιητές που κατοικούν εκείνα τα μέρη, τα περίφημα υπόγεια αυτής της αυθαιρεσίας που τάσσεται με κάθε τρόπο στο πλευρό της άνοιξης συνιστούν καθήκον τους . Τα υπόγεια διαθέτουν έναν ουρανό δικό τους και ξεχωριστό από εκείνον τον άλλον που σε λίγο καιρό οι μεγάλες εταιρίες και οι κυβερνήσεις, θα κόψουν σε οικόπεδα για έρευνες δίχως αντίκρισμα. Μόνον οι θεοί ίσως να μπορούν ακόμη να βάλουν το χέρι τους και να αντιστρέψουν την κατάσταση που βρίσκεται πια στα χέρια του επικίνδυνου, μοντέρνου ανθρώπου.

Χαμογελούν και καπνίζουν και όταν ξαφνικά χτυπήσουν εντός τους οι λέξεις, σκύβουν πάνω από τα πλήκτρα της αρχαίας Ολιβέτι και σκαρώνουν την ιστορία. Δεν θα δυσκολευτείς να τους αναγνωρίσεις, διαθέτουν το ύφος ενός σταρένιου δασκάλου, χωμένου μερικά μέτρα κάτω από τη βιολογία των ανθρώπων.

Όλοι αυτοί οι ποιητές συνοψίζονται στο πρόσωπο του Νίκου Καρούζου. Όπως τα χωριά μες στα χωριά που γράφει ο Σωτήρης Κακίσης στα καινούρια του ποιήματα, αυτά τα καθόλου σπουδαία. Ένας αδειανός αέρας που εισβάλλει από κάθε δρόμο και δίχως την παραμικρή υποψία, σαρώνει κάθε τι παλιό, κάθε τι που μάχεται τη ζωή.

Ο ποιητής είναι κάποιος που παλεύει να αναγνωρίσει το σήμα του καιρού του. Είναι ένας μεγάλος ποιητής, ντυμένος με ένα φθαρμένο κοστούμι. Όλο την άνοιξη, λέει πως περιμένει. Πιστεύει πως δίχως μουσική ο κόσμος θα γινόταν μια δυστυχία ασύλληπτη. Όλη μέρα φτιάχνει λέξεις χωρώντας εκεί μέσα τη σκόνη και το χιόνι του χρόνου.

Ωραίος σαν ποιητής
Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
19 Ιουλίου 1893 – 14 Απριλίου 1930

Αιώνια φρέσκοι, με μια δροσιά, ανατρίχισμα της νύχτας. Έτσι έρχονται τα μεγάλα ποιήματα, εκείνα που θαρρείς πως ποτέ δεν γράφτηκαν για να γκρεμίσουν κάθε αμφιβολία. Δραπέτες από τρυφερές φυλακές καρδιές, βρίσκουν μες στον καιρό της γενικής αφασίας, την ικανότητα να σου ανατρέπουν τη σειρά των τάξεων.

Μια ξαφνική δροσιά, σαν τις αυλές που ποτίζουν τα ομορφότερα κορίτσια του συνοικισμού. Ένα σύννεφο, με παντελόνια ή χωρίς μα σίγουρα με ερεθισμένη φαντασία. Γυρνούν τόσα χρόνια μαγεμένοι οι στίχοι του Μαγιακόσφσκι, τα κορίτσια αιωνιότητες διαβαίνουν από τις γειτονιές της πόλης, κλείνουν το μάτι στο μοιραίο και τ’απόκοσμο, αυτό που φθάνει ως το άφωνο. Και παραδίδεται αμαχητί στην ποίηση που δεν ζητά να την καταλάβουν, μόνο περνά σαν χάδι χεριού πάνω από απαλό θρόισμα σταχιού.

Έγραψε με τρεμάμενο το χέρι τα λίγα λόγια της επιστολής. Για όλους τους παραπάνω λόγους τώρα η καρδιά του καιγόταν με μια σπάνια πυρκαγιά. Προς τη μητέρα, δίχως άλλες διακοσμήσεις, μόνον μια υπενθύμιση για τις αδελφές, πως ανήκει κιόλας στην πλευρά των χαμένων αυτού του κόσμου. Για αυτό στρέφεται με όλες τους τις δυνάμεις στην ποίηση και θέτει σε κίνηση θαυμάσια φαινόμενα, συντρίβει τις μεσοτοιχίες και επιτέλους ελευθερώνει την αίσθηση από την σκληρή φυλακή της λογικής.

Στο τέλος της μικρής ομιλίας, μες σε καταιγισμό από συρμάτινες ομιλίες και ξαφνικά γέλια, έλαμψαν μέσα στον κάθε ένα από εμάς τα λόγια του ποιητή. Και είμαστε μονάχοι μας μες στους υπόγειους και οι άνθρωποι στέλνουν απανθρακωμένα φιλιά, αποφασισμένοι να πεθάνουν στο όνομα της πιο θυελλώδους καρδιάς, τότε και πάντα.

Στο φανάρι της έρημης πόλης οι στίχοι του Space Oditty και πάνω από όλα οι ανοιχτές πιθανότητες, στη μουσική, την ποίηση, στο μικρό σου δωμάτιο ολόκληρο το σύμπαν. Ένα σύννεφο με παντελόνια μοιάζει με πολύτιμη δικλείδα ασφαλείας πια.

Ο τενεκεδένιος

Άμα του έριχνες δυο δεκάρες στο δισάκι που άφηνε χάμω στον δρόμο, ο τενεκεδένιος έπαιρνε μπρος σαν χαλασμένη κούκλα. Χαμογελούσε και λικνιζόταν μια από τη μια και έπειτα από την άλλη, θαρρείς και πάσχιζε να ισορροπήσει. Ο ήχος που κάνανε οι δεκάρες του χάρισε το ονομά του. Το άλλο, των ληξιαρχείων, δεν το γνωρίζει κανείς. Μόνον τενεκεδένιος ξέραμε όλοι.

Προχθές που γυρνούσαμε τον πετύχαμε έξω από το κλειστό μπαρ. Τον κυκλώσαμε και αρχίσαμε να του λέμε αστεία, να τον φοβερίζουμε, να του μιλούμε δυνατά σαν να θέλουμε να τα χάσει. Ο τενεκεδένιος όμως δεν καταλαβαίνει, γελά μα είναι από φόβο, ρωτάει αν μπορεί να χορέψει.

Μα όλα γίνονται λυπημένα, σαν φορτωμένος με συννεφιές καιρός. Μια παγωμένη στάχτη έχει πέσει απάνω σε πράγματα και ανθρώπους. Το πόστο του τενεκεδένιου παραμένει αδειανό. Και η κουβέρτα του τον προσμένει ανάμεσα σε άλλα πράγματα του δήμου από εκείνα που τώρα πια απομείνανε δίχως ιδιοκτήτη. Αυτός που χορεύει, ο τσακισμένος αυτός άνθρωπος, δεν είναι ο τενεκεδένιος, η καρδιά του δεν βαστάει φτιαγμένη από το μέταλλο της καλοσύνης πια.

 Α.Θ