
Φραντς Κάφκα
Καμιά φορά φορά ένα φεγγάρι δρεπάνι στο πρόσωπό του. Και περνάει νύχτες ολόκληρες καρφώνοντας το κενό. Γιατί, αν δεν το ξέρεις, η νύχτα δεν τελειώνει εκεί ψηλά. Κρατάει για πάντα Του μοιάζει απαράλλαχτη μα φταίει που κάθε φορά είναι αλλιώτικη, άλλοτε λίγο φωτισμένη και πάλι, σκοτεινή σαν βάμμα.
Εκείνες τις ώρες συλλογίζεται όλα της ζωής του τα βιβλία. Τον λένε δαπάνη και δεν χωρεί στον κόσμο. Στέκει παράμερα και αφήνει τις λέξεις να ‘ρχονται για συντροφιά του. Έρχονται και κουρνιάζουν δίχως καμιά σύνδεση μεταξύ τους, λέξεις και φράσεις αδειανές. Όταν δεν τις θυμάται και όταν δεν τις αντέχει, τι ξένες που γίνονται, με άπειρες, πάντα, φλεγόμενες σημασίες. Από τις πιο απλές ως τις λέξεις με τις βαθιές σημασίες όλα μετατρέπονται σε ένα ανυπολόγιστο φορτίο.
Τότε δεν του φτάνει το φεγγάρι και η νύχτα τον πνίγει. Και έτσι, δίχως καμιά αμφιβολία για το τι πρέπει να κάνει, ανεβαίνει το υπερώο. Εκεί δεν είναι ποτέ μόνος του. Κάθε βράδυ,βρίσκει κάποιον φίλο του παλιό. Κάποτε γνώριζε το ονομά του, μα τώρα καμιά σημασία δεν έχουν πια τέτοια πράγματα τετριμμένα. Κάποτε εκείνος ο ξένος του μίλησε. Τον ρώτησε αν τάχα τον ενοχλούσε κάποιος να επισκέπτεται τη μοναξιά του σε εκείνο εκεί το υπερώο. Ο ξένος δεν μιλούσε πολύ και άμα θυμόταν καμιά ιστορία την διηγούταν δίχως διακοσμήσεις και πράγματα περίτεχνα. Κάποτε γνώριζε το ονομά του. Τον λέγανε Φραντς, σαν χιλιάδες άλλους ανθρώπους σε κάθε πολιτεία του χειμώνα. Και ήταν αδύναμος, σχεδόν διάφανος, λευκός, μες στα πράγματα κυλούσε. Ώσπου να φέξει, είχε κιόλας αφανιστεί πάνω σε εκείνο το υπερώο, αφήνοντας μια αίσθηση μισοτελειωμένης ιστορίας. Οι μαρκίζες σβήνανε, ο κόσμος φορούσε τα καλά του, η μέρα πρόβαλλε στις πολαρόιντ.
Πάνε χρόνια που τον έχασε εκείνο το φίλο του. Σαν φύλλο λεπτό και επεξεργασμένο, τον θέρισε ο καιρός. Κάποτε που συζήτησε αυτήν την εκκωφαντική απουσία του λιγόλογου φίλου, ο άλλος του ‘πε, μα εσύ έχεις τις λέξεις. Και ήταν αυτός ο τρόπος για να γνωρίσει τον Φραντς, να μάθει ποιος ήταν εκείνος ο άγνωστος.
Ήταν ένας άνθρωπος τόσο διαφορετικός. Επειδή, δεν έμοιαζε, λέει με κανέναν από τους ποιητές που ‘χε γνωρίσει. Κυρίως επειδή του θύμιζε άνεμο που φυσούσε προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη που τραβούσε και τραβά αυτός εδώ ο κόσμος. Κυρίως επειδή με τις λέξεις του είχε τον τρόπο να μας μαθαίνει ένα σορό πράγματα για τους εαυτούς μας, εφόδια για κάθε μελλούμενη εποχή.
Ο Φραντς ήξερε να ραγίζει τη λήθη, κατόρθωνε σπάνιες ατμόσφαιρες. Και δίχως καμιά υπερβολή και με έναν τρόπο σχεδόν γραφειοκρατικό, πάει να πει απολύτως συνηθισμένο έφερνε τον εαυτό του εμπρός σε κάθε καιρό,, στη ζωή του την ίδια. Θα χρειαζόταν λίγος καιρός μα ο άλλος κατάλαβε πως είχε να κάνει με έναν άνθρωπο σπουδαίο και παράξενο. Έμοιαζε να’χει στην τσέπη του το κλειδί που ανοίγει τα σκοτεινά, λογικά δωμάτια, γκρεμίζοντας με φως και ανθρωπιά τα παλιά τα γύψινα και ένα σορό παλιατζούρες που είπαμε κόσμο μας. Έμοιαζε να’χει μες στην καρδιά του τη θέληση την πιο αδιαπραγμάτευτη για να μπορέσει λέει μες στις πεζολογικές του μαρτυρίες να μας φανερώσει το ασχημότερο από τα πρόσωπα του κόσμου. Έμοιαζε λιγόψυχος, ασθενικός μα ήταν τα δυο του μάτια φάροι σε έρημη νησίδα.
Μα εκείνο για το οποίο λάτρευε να μιλά δεν ήταν άλλο από “μια οποιαδήποτε ετοιμόρροπη, φυματική ιππεύτρια στο τσίρκο, πάνω σε ένα άλογο”. Κλονιζόταν εμπρός στ’ αδιάφορο κοινό, μήνες ολόκληρους κράδαινε το μαστίγιο και έτρεχε τριγύρω μοιράζοντας δειλά φιλιά, σπάζοντας ότι στέρεο απομένει από τον εαυτό κάποιου ανθρώπου. Μιλούσε για τις ευφάνταστες φιγούρες εκείνου του θεαματικού ζευγαριού και ήσαν αυτές οι μόνες ώρες που τα δυο του μεγάλα μάτια λάμπανε. Γεμίζανε από τη σημασία του κόσμου, δυο λίμνες που τρέμουν από τη συγκίνηση, αυτό ήταν τα μάτια του και ακόμη περισσότερα πράγματα. Και ο άλλος, σιωπηλός μες στην καρδιά της αρένας φανταζόταν τη σκηνή, το ωραίο κοστούμι της αμαζόνας, το πικρό της χαμόγελο.
Μια φορά και έναν καιρό δεν φάνηκε ποτέ ξανά στο υπερώο. Άφησε κάτι σκόρπια φύλλα με εκφράσεις ασύνδετες, σαν μυστικές προσευχές και χάθηκε. Νύχτες και νύχτες τον περίμενε να φανεί, να του πει για εκείνον τον κόσμο που ‘ταν γυάλινος και με το τίποτε ράγιζε. Τίποτε θεαματικό, μόνο κάτι ρωγμές να περνάει το φως και η πιο αληθινή από τις εντυπώσεις.
Ρώτησε, πέρασε από όλα τα στέκια που συχνάζουν οι πολύ μόνοι άνθρωποι. Μάταιο ήταν, μάταιο. Επειδή η ψυχολογία της ζωής και το αίνιγμα της το πιο εσωτερικό μυστικά θα έμεναν αλώβητα. Θα ‘πρεπε κανείς να προχωρήσει σε συναρμογές και αναγωγές βαθύτατες, για να καταλάβει πως ο άνθρωπος εκείνος στο υπερώο δεν είχε άλλη θέληση παρά να ταιριάξει τα θραύσματα της πιο σκοτεινής πραγματικότητας.
Το κίνητρο εκείνου του παράξενου ανθρώπου παρέμεινε ομιχλώδες και θολό και ανυπόστατο. Μόνον καιρό μετά, όταν το υπερώο είχε πια γκρεμιστεί και το φεγγάρι είχε μεταμορφωθεί σε ένα κίτρινο χνάρι στο έρημο στερέωμα, κατόρθωσε να συνδυάσει του λόγου του όλες εκείνες τις πραγματείες. Και εννόησε πως η ελευθερία και η πρωτοτυπία εκείνου του ανθρώπου δεν αφορούσε κάποια υψηλή, τάχα ποιότητα, κάποιο μυστήριο γεμάτο γοητεία. Όσα του είπε, οι σκόρπιες του λέξεις, όλα είχαν σκοπό να τινάξουν λίγη σκουριά πάνω από τον κόσμο.
Έπαψε να τον συλλογίζεται, σαν διάβασε κάπου πως εκεί έξω, η κάθε εποχή στήνει βρόχια για να πιάσει τίποτε αθώες καρδιές. Σαν εκείνη του παράξενου και λιγομίλητου φίλου του.
Το όνομά του ήταν Φραντς, Φραντς Κάφκα και πατρίδα του δεν ήταν άλλη από το αλησμόνητο, λογοτεχνικό “υπερώο”. Μες στα γερασμένα δειλινά που καταπίνουν τις πλώρες τίναξε τα φτερά του , σαν καρδερίνα και σαν μοναξιά.
“Τίποτε δεν πρόλαβα να κάνω”, είπε ο άλλος. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να αναγνωρίσει στον άγνωστο σύντροφο των ρεμβασμών του του κάτι το δελφικό, μια αίσθηση χρησμού. Επειδή τίποτε δεν φανέρωσε για τον εαυτό του και για τον κόσμο μα την ίδια ώρα τίποτε δεν θέλησε να κρύψει από τα μάτια μας. Μόνο που εκφράστηκε συμβολικά, προτού ξεγλιστρήσει σαν σκιά μεταπλάθοντας τα πάντα σε μια λεπτότητα που ποτέ δεν θα έχανε σε σημασίες.
Λησμόνησα να σας πω, το ονόμά του ήταν μονοσύλλαβο, σαν τις λέξεις της αγάπης. Και ακόμη, πως πήρε στα χέρια την ανυπόταχτη ύλη του κόσμου, για να στερεώσει το τραγούδι του.
Ανάμεσα στα τρομερά του κόσμου και τα αβάσταχτα λυπητερά του, έμεινε ο Φραντς. Να θυμίζει χίλια πράγματα και συνάμα να μεταμορφώνεται σε πνεύμα και σε ιδέα. Το όνομά του ήταν Φραντς, Φραντς Κάφκα, μια από τις ηρωικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ηρωική επειδή, λέει τα ‘βαλε με τον κόσμο και φιλοτέχνησε εικόνες του σθεναρές και αναλλοίωτες.
Κάθε βράδυ τον προσμένει στο υπερώο και σαν δεν φανεί, το φως των ημερών σκληραίνει.
Απόστολος Θηβαίος