
[…ανοίγω τα συρτάρια μου
και βρίσκω ουρανό…]
Γιάννης Κοντός
Νύχτα ήταν που έφτασε στο χωριό. Έπεφτε η νύχτα και μια σιωπή ανίκητη. Λίγα πράγματα είχαν αλλάξει. Το κοινοτικό κατάστημα, έρμο και κλειδωμένο έστεκε στην ίδια θέση. Το κεντρικό καφενείο που ονομάζεται σαν όλα τα άλλα “Ελλάς” είχε ξεδοντιασμένη τη μαρκίζα του και κάτι παλιά χριστουγεννιάτικα στολίδια απάνω στο τζάμι, ποιος ξέρει από τι καιρούς. Ήταν ακόμη το ζαχαροπλαστείο, κάπως σαν θαμπό και πολυκαιρισμένο με κάτι αρχαία μακαρόν στις προθήκες.
Όλα αυτά τα προσπέρασε, όχι με λιγοστή συγκίνηση. Και έπειτα έφθασε στη διασταύρωση. Στα αριστερά του ανοιγόταν ένας χρόνος συντελεσμένος. Το μόνο άφθαρτο στη σκηνή η καρυδιά στην αυλή κάποιου σπιτιού. Έριχνε τον ίσκιο της τριγύρω, φωλιά γινόταν για πουλιά και άλλα πλάσματα νυχτερινά. Κάθε χειμώνα που έριχνε τα φύλλα της, γινόταν το πιο λυπητερό θέαμα του κόσμου, μα σήμερα, θες από κάποια μυστική χαρά, θρόιζε ευτυχισμένη. Πάρκαρε λίγο πιο πριν και έπειτα περπάτησε αργά, μην τάχα και ξυπνήσει τις αναμνήσεις.
Και όταν έφθασε, κοίταξε με τρόπο μες στην κατάκλειστη αυλή. Τη ζώνανε φυλλωσιές και δεντράκια που ‘χαν από τύχη γεννηθεί. Παραμέρισε τα αρχαία εκείνα άνθη και στάθηκε εμπρός στην πόρτα. Γύρεψε τα κλειδιά, τ’αφήνανε μια ιδέα σκουριά πάνω στα χέρια. Προσπάθησε να θυμηθεί το σωστό κλειδί, το βρήκε δίχως κόπο και είπε στον εαυτό του πως οι άνθρωποι ποτέ δεν ξεχνούν όσα κάποτε παράφορα αγαπήσανε. Και αργά, ξεκλείδωσε όλες τις σιωπές του κόσμου που ‘χαν καθίσει απάνω σε εκείνο το σπίτι το παλιό, το έρημο.
Μύρισε τ’αρώματα της ζωής του. Όλα τα’χε αφήσει εκεί, σαν τάχα να ‘θελε κάποτε όλα να τα ξαναβρεί. Και να που ήρθε εκείνη η ώρα και τώρα έβρισκε γύρω του τα χνάρια της ζωής του. Και αν τ’ακολουθούσε λέει, θα ‘φτανε ως εκείνο που κρατούμε μυστικά κλειδωμένο μες στις καρδιές μας.
Σαν να άκουσε θορύβους μέσα από την κουζίνα. Του φάνηκε, είπε, άλλωστε πώς θα μπορούσε να υπάρχει κάτι ζωντανό εδώ μέσα; Πάει καιρός που έφυγαν και οι τελευταίοι, τον είχαν επισκεφτεί οι φίλοι για να τον στηρίξουν. Και έπειτα όλοι μαζί κλειδώσανε το σπίτι και είπανε πως δεν θα επέστρεφαν ποτέ πια, τ’ακούς; Ποτέ πια.
Τον είχε κυριεύσει μια πρωτόγνωρη αγωνία. Άκουγε το αίμα του που κυλούσε όλο και πιο βίαια, τ’άκουγε καθαρά να ζωντανεύει, το αίμα του που το ‘χε λογαριάσει για πεθαμένο. Όσο προχωρούσε, οι φωνές ακούγονταν πιο καθαρά. Του θύμιζαν κάτι άλλες που ‘χαν πια από καιρό σωπάσει.
Και τότε τους είδε, ήσαν όλοι εκεί. Η μητέρα, ο πατέρας, ο Χρήστος και ο Σταύρος, η Μαρία, πιο παιδί από ποτέ. Και η Βιβή, που από τότε ποτέ μου δεν το ξανάγραψα το όνομά της. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν νεανικά, κάπως διάφανα και άφηναν, λέει να περάσει το φως από μέσα. Πίσω από τα μάτια τους χιόνιζε, μπορούσε πια τόσο καθαρά να το δει. Δεν ήξερε τι να πει, αν τάχα θα έπρεπε να τρέξει στην αγκαλιά τους ή πάλι να γυρέψει λίγη βοήθεια, επειδή ήταν φανερό πια πως έχανε λίγο λίγο το νου του.
Οι άλλοι, τον κοίταξαν με τρυφερότητα, του χαμογέλασαν, η μητέρα του είχε λίγο χώμα πάνω στα μαλλιά της μα κατά τα άλλα, είχε πια βρει τον εαυτό της και ουδεμία σχέση δεν είχε πια με εκείνη την αποστεωμένη κούκλα.
Τι κάνετε εδώ, ρώτησε, νιώθοντας πως κάθε κουβέντα είναι περιττή. Οι άλλοι χαμογελάσανε και ο πατέρας που κάπνιζε άφιλτρη την αιωνιότητα, πήρε καθώς πάντα την πρωτοβουλία και μ’αποκρίθηκε.
Θυμόμαστε, είπε, μαζευόμαστε κάθε πρωί εδώ πέρα και θυμόμαστε πώς είναι να ζει κανείς.
Ύστερα τ’όνειρο τέλειωσε. Ξύπνησε ιδρωμένος, τα μάτια του ήταν υγρά, σαν να έκλαιγε. Κοίταξε το δρόμο που έσφυζε από ζωή. Δεν είχε κουράγιο για τίποτε. Γύρεψε τις παλιές φωτογραφίες. Κάτι πορτραίτα σαν αναστημένα, όχι, όχι ζωγραφισμένα. Της μνήμης αποσκευές και τίποτε περισσότερο.
Κάποιος τον ρώτησε, ίσως ήταν κάποιος γνωστός, δεν εδωσε καμιά απολύτως σημασία.
Τι θέλεις τόσο πρωί με όλες αυτές τις φωτογραφίες;
Θυμάμαι, πώς είναι να ζει κανείς.
Είχε ξημερώσει και πια δεν υπήρχε επιστροφή για κάτι λίγο από τη νύχτα που άντεχε εδώ και εκεί.
Απόστολος Θηβαίος