
Διήγημα, μακριά, πολύ μακριά από το Βερολίνο
Η Οφηλία κάνει παρέα με τα πιο παράξενα παιδιά. Όταν φυσικά δεν εργάζεται στο μαγερειό του Σίντνεϊ για πενταροδεκάρες είναι η αλήθεια. Καμιά φορά σαν συλλογίζεται πως αποκρίθηκε ναι, στην πρόταση εκείνου του παλιάνθρωπου απορεί είναι η αλήθεια με τον εαυτό της. Και να την τώρα, στα βάθη αυτής της λερής κουζίνας, πίσω από ατμούς και υψηλές θερμοκρασίες να σιγοτραγουδά για να αντέξει τη βάρδια στο τηγάνι. Ξέρετε, μια τέτοια δουλειά είναι εξόχως δυσκολότερη από εκείνη σε μια φάμπρικα με χιλιάδες άλλους, με σειρήνες που ουρλιάζουν. Στου Σίντνεϊ, όλα περνούν από τα χέρια της Οφηλίας. Καμιά φορά χάνει το κουράγιο της και τότε βγαίνει στον πίσω χώρο του καταστήματος. Ο τόπος είναι γεμάτος σκουπίδια και χαλασμένα τρόφιμα και η αποφορά μοιάζει απερίγραπτη. Μα είναι τόσο καλύτερα από εκείνη την κουζίνα και την Οφηλία δεν την ενοχλεί τίποτε, τίποτε εκείνες τις στιγμές. Ορισμένες φορές συναντά εκεί τον κύριο Πολ, έναν καλοπροαίρετο κουρελή, θύμα του ιπποδρόμου. Αυτός, ο κύριος Πολ, διέθετε κατάστημα με σιδηρικά και κλειδωνιές. Οι δουλειές πηγαίνανε καλά και δεν είχε παράπονο. Κάθε μέρα εξυπηρετούσε με τον ίδιο αράθυμο τρόπο τους πελάτες που στήνονταν στην ουρά. Άλλος γύρευε μια κλειδωνιά, κάποιος άλλος ένα παράξενο εργαλείο, ορισμένοι έφερναν πράγματα παλιά για να τα εκτιμήσει ο κύριος Πολ και αν το θέλει ο Θεός να εισέλθουν όλοι τους αργότερα με ένα γερό κομπόδεμα στο μπαρ “Οδυσσεύς” της οδού Φενς, πλάι στην αερογέφυρα.
Στην πραγματικότητα η συνοικία εκείνη χρωστά την ύπαρξή της στο μπαρ που διαθέτει μια πρόσοψη με στοιχεία κιτς αισθητικής, πάει να πει, όλα φαντάζουν παράταιρα. Οι τοίχοι, τα χρώματα, τα παράθυρα που φαντάζουν ετοιμόρροπα. Το ψεύτικο ξύλο. Και στο εσωτερικό τα ίδια, αφού το κατάστημα διαθέτει μια πίστα από γυαλιστερή, μαύρη λάκα και τριγύρω κάτι μεταλλικά τραπέζια. Καθένα έχει στην επιφάνειά του μια ανθοστήλη και ένα κερί. Ω, οι ερωτευμένοι που μπαίνουν στο μπαρ, διαθέτουν όλο το χρόνο του κόσμου για να ανταλλάξουν υποσχέσεις και να παραδεχτούν συντριβές. Το μπαρ παραμένει ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο. Σερβίρει αδιάκοπα το φθηνότερο μπέρμπον σε όλη την πόλη. Και είναι γνωστό πως στην πίστα του χορεύουν που και που, τα ομορφότερα κορίτσια. Έχουν για παρέα τους, κάτι ναυαγισμένους χαρακτήρες και τον σταματημένο για πάντα χρόνο. Εκεί μέσα μπορεί κανείς να μεθύσει με την καρδιά του δίχως τίποτε και κανείς να τον ενοχλήσει. Αρκεί να πληρώσει όσα πρέπει και να μην θυμώσει τον κύριο Πολ που είναι βετεράνος και με το παραμικρό χάνει την ψυχραιμία του, αρπάζοντας μια κοντόκαννη καραμπίνα που έχει μεταποιήσει μονάχος του. Τα χέρια του κυρίου Πολ πιάνουν, μα τον Θεό και αν δεν ήταν στη μέση το πιοτό, θα ‘χε γίνει τεχνίτης πρώτης. Μα αυτός διαλέγει να τριγυρίζει στους καφενέδες ολημερίς, γελώντας και στήνοντας άσχημα αστεία.
Θα πρέπει να επιστρέψει. Απέμεινε μια ώρα. Πράγμα που σημαίνει πως της μένουν ακόμη, κατά προσέγγιση, τριάντα σαλάτες με άγρια ρόκα και σταφίδα, είκοσι φιλέτα μισοψημένα και άλλα τόσα σχεδόν ωμά, μια κρέμα πατισερί που δεν λέει να δέσει και η σάλτσα από αβοκάντο που διαθέτει ανοιχτό , πράσινο χρώμα, περί τα δέκα κιλά πατάτες που θα πρέπει να ετοιμάσει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Ας είναι, ο χρόνος θα περάσει με σιγουριά, σε λίγο τελειώνει αυτή τη φριχτή βάρδια. Θα τρέξει να συναντήσει τα παιδιά με τα τσακισμένα όνειρα. Μπορεί κανείς μεμιάς να τ’αναγνωρίσει, κυρίως επειδή τα χαρακτηρίζει η νευρικότητα και μια άγρια νιότη. Θα μπορούσε να πει κανείς πως συνιστούν αντιπροσωπευτικούς τύπους της πιάτσας, άγριους, ντυμένους τα δερμάτινα τους. Είναι πάντα χλομοί, πάντα τσακισμένοι και ωραίοι. Κάθε που τη διακρίνουν να πλησιάζει αρχίζουν να χειροκροτούν, ενώ ο Τζέιμς που της έχει μια αδυναμία – δεν είναι τίποτε το ανταποδοτικό – εκτελεί συνεχόμενες ανάποδες ασκήσεις ισορροπίας ώσπου να βρεθεί ξάφνου κοντά της, κάπως αναψοκοκκινισμένος και ασυγκράτητα ερωτευμένος – το ίδιο ισχυρίζεται και η Λίλη, κάθε φορά που τους παρατηρεί σε μια έξοδο βραδινή. Αυτή ξέρει να αναγνωρίζει τα μυστικά, σίγουρα ξέρει.
Ο Σίντνεϊ καταβάλλει στην Οφηλία το μεροκάματο. Έπειτα της κάνει ένα σορό παρατηρήσεις, τονίζει πως κανείς η φωνή, τα ρούχα και η γενειάδα του, όλα μυρίζουν ταγκισμένο λάδι. Όμως ο Σίντνεϊ θεωρεί πως αυτή η δουλειά του έσωσε τη ζωή και έτσι κατάφερε να επιβάλλει μέτρο στο πιοτό. Η Οφηλία τρέχει στην αδειανή λεωφόρο, σε τίποτε γωνιές έχει απομείνει ένας χειμώνας αναμνηστικός, μια παλιά κορνίζα με τα πρόσωπα των στιγμών που δαπανήθηκαν. Όλα τα προσπερνά η Οφηλία, θυμίζοντας δέσποινες που δραπετεύουν από θαλασσινούς εξώστες.
Τα παιδιά την περιμένουν πλάι στο συντριβάνι. Είναι όλα τους ποιητές της άγριας νιότης, μα δεν το γνωρίζουν ακόμη και ίσως ποτέ να μην το μάθουν. Τώρα αγκαλιάζονται, λένε τα νέα τους, κερνάνε την Οφηλία ένα φτηνό ποτό, γελούν με τους κυρίους που διαβαίνουν την πλατεία. Όλοι τους δίνουν ζωή στα ακόρντα μιας μονότονης συμφωνίας από κατάμαυρες σαμσονάιτ. Καλύτερα να φύγουμε από εδώ, λέει ο Τζάστιν που ζει με το παράσημο του ονειροπόλου εδώ και τόσα χρόνια. Από τότε που τον γνώρισε η Οφηλία δεν σταμάτησε λεπτό να σκαρώνει ένα σορό φαντασίες που λίγο αντίκρισμα έχουν. Καλύτερα, αποκρίθηκε η Οφηλία και τ’αγόρια της παρέας, πιο αποφασιστικά από ποτέ, ανασηκώθηκαν από τη θέση τους. Παίζοντας, γελώντας, όλη η παλιοπαρέα γλίστρησε, ποιος ξέρει από τι χαραμάδα της νύχτας και πέρασε θαρρείς στην άλλη πλευρά της ζωής, εκείνη που δεν γνωρίζει λύπη. Να που τώρα έχουν αφήσει πίσω τους την πόλη και μόνο το χνότο τους μες στην παγωνιά μαρτυρά πως οι άνθρωποι αυτοί κάποτε στάθηκαν εδώ.
Θα μαζέψω μερικά λουλούδια, θα ταιριάζουν πολύ στις καινούριες ανθοστήλες που αγόρασε ο Σίντνεϊ, είπε η Οφηλία, με μια δειλή μελαγχολία στην εκφορά της.
Κανένα λουλούδι δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό σε εκείνη το παλιομάγαζο, συμπλήρωσε ο Ρέι και είχε δίκιο. Αν εξαιρέσει κανείς τ’απαίσιο μπέρμπον, εξίσου απαίσιοι ήσαν και οι θαμώνες που πλεύριζαν την μπάρα και έπιναν μέχρι θανάτου μαζί με τον βετεράνο Σίντνεϊ. Ερχόταν πάντα μια ώρα που ο ιδιοκτήτης με ύφος και εντελώς αναπάντεχα, έλεγε φτάνει για απόψε, οι άλλοι αντιδρούσαν μα γρήγορα βρίσκονταν όλοι τους έξω στο δρόμο, δίχως να καταλάβουν τι τους χτύπησε, που λένε. Έπειτα σκόρπιζαν, καθένας έβαζε τα δυνατά του να βρει το δρόμο για κάποιο χαμόσπιτο. Και τότε κάποιοι ζούσαν από την αρχή τις σκηνές κάποιας μάχης, τους ήταν αδύνατο να προχωρήσουν. Έβρισκαν κάποιο άλλο μπαρ που ξημέρωνε αδειανό, γεμάτο ναυάγια. Έμπαιναν μέσα και γίνονταν κομμάτια, πάλευαν να κερδίσουν σε έναν αγώνα που ήθελε μπόλικο κουράγιο και αρκετή ψυχή. Και που ήταν χαμένος , μια παράξενη μουσική γραμμένη πάνω στην πέτρα της ψυχής ή κάτι αντίστοιχο.
Όλα αλλάζουν όταν η Οφηλία με την παρέα της βρεθούν σε εκείνο το ξέφωτο που ένας Θεός γνωρίζει πώς τάχα και γλίτωσε από πράγματα θηριώδη, όπως η άναρχη δόμηση. Ο κόσμος εκεί πέρα μοιάζει κοραλλένιος, σαν τα μπαρ της μοναξιάς μας. Ο χρόνος λίγη σημασία κατέχει πια για τ’ανθρώπινα. Και όλα συνοψίζονται στην ηχώ που επιστρέφει ένα προς ένα τα ονόματα εκείνων των παιδιών. Έλσα, Έλιοτ, Ρέι, Οφηλία, Οφηλία. Ο Ντέρι ίσως επειδή δεν μπορεί να μιλήσει πολύ καθαρά, στέκει παράμερα, μέλος αντεπιστέλλον μιας κάστας κλειστής που χωρά μόνο εκείνον και τίποτε. Δεν χρειάζεται να στήσουν βρόχια εκείνα τα παιδιά για να συλλάβουν το φως του φεγγαριού. Αρκούν οι αθώες τους καρδιές, αυτές αρκούν για να ξεχωρίσουν τον ήχο του ξεραμένου φύλλου που τσακίζει πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Ετούτη να ξέρετε συνιστά τη μόνη επισήμανση των εποχών για την παρέα της Οφηλίας, καθώς οτιδήποτε παλιό και συμβατικό την αφήνει ολότελα αδιάφορη ή πάλι ξυπνάει μέσα σε εκείνα τα παιδιά, τη θέληση του γκρεμίσματος.
Η Οφηλία δεν αντέχει τον Ρέι. Ή τον αγαπάει τόσο πολύ που δεν μπορεί να σταθεί δίπλα του και πάντα, όταν οι άλλοι σωπαίνουν, εκείνη αποτραβιέται, παριστάνοντας πως κάνει κάτι πολύ σπουδαίο, όπως το να ξεχωρίσει τα όστρακα με βάση τα χρώματά τους και έπειτα σύμφωνα με το σχήμα και ίσως κάποια ατέλεια, ένα σημάδι που απέκτησαν μες στη ζωή. Απόψε το ενδιαφέρον της έχουν κεντρίσει εκείνα τα κίτρινα ανθάκια στην άκρη της όχθης. Πρόσεχε Οφηλία, το νερό είναι παγωμένο, μα τι την έπιασε, και άλλα τέτοια βάζει μπρος η παρέα μα η Οφηλία έχει κιόλας απομακρυνθεί. Και τώρα την σβήνουν τα φώτα της λεωφόρου που περνάει από μπροστά τους.
Ένα λάθος, μόνο ένα λάθος θα αρκούσε. Και η Οφηλία το έκανε όταν γλίστρησε σε ένα σκοτεινό σημείο. Της ήταν αδύνατο να κρατηθεί και ήσυχα, δίχως καμιά φασαρία, δίχως κανείς να το υποπτευθεί πέρασε στην άλλη την πλευρά. Τα παιδιά τώρα είχαν αφεθεί καθένα στις σκέψεις του και εκεί μέσα τίποτε τ’αληθινό δεν χωρούσε. Τίποτε, μήτε ο κίνδυνος κάτι τρομερό να συμβεί στην Οφηλία που ξαναβρίσκει δίχως να το υποψιαστούν, τις αφετηρίες του μύθου της.
Έπειτα από λίγη ώρα κάποιος φωνάζει τ’ονομά της. Οφηλία, Οφηλία, μα ποιος να βρεθεί, ποιος, να πει σε εκείνη τη φωνή πως η Οφηλία πάει, πνίγηκε. Πως πέρασε δίχως φασαρία στην απέναντι την όχθη και τώρα πια δεν υπάρχει γυρισμός, ελπίδα δεν υπάρχει. Τώρα όλη η παρέα στέκει πάνω από τη νεκρή φιλενάδα. Κάποιος λέει, άμοιρη Οφηλία, αντίο για πάντα. Κοιτάζουν τ’αδειανό της το βλέμμα, την ειρήνη που πέφτει στο πρόσωπό της, σαν βροχή λουλουδιών.
Μοιάζει με το κορίτσι του Μιλέ, έχετε υπόψη σας για ποιο πράγμα σας μιλώ;, λέει ο Ρέι μα κανείς δεν παίρνει το βλέμμα του από την πνιγμένη. Και ο Ρέι συνεχίζει, άραγε πού να βρίσκει το κουράγιο μια τέτοια στιγμή;
Η ιστορία λέει πως η Λίζι Σιντόλ συμφώνησε να ποζάρει για το έργο. Μα έπρεπε να απομείνει κάτω από το νερό για ατέλειωτες ώρες. Ο χειμώνας ήταν άγριος και η Λίζι αρρώστησε, άμαθη καθώς ήταν από τέτοιες δουλειές. Πέθανε από την παγωνιά η Λίζι, τι κρίμα, τι τέλος, είπε ο Ρέι κοιτάζοντας την νεκρή Οφηλία του δικού τους καιρού πια.
Λίγο αργότερα κατέφτασαν οι αρχές. Τους μάζεψαν όλους, καθώς συνηθίζεται μα τους διαβεβαίωσαν πως κανείς τους δεν θεωρείται ύποπτος. Επειδή ο ιατροδικαστής βεβαίωσε πως ο θάνατος του κοριτσιού δεν ήταν συνέπεια κάποιας ενέργειας εγκληματικής. Για όλα έφταιξε ο σκληρός χειμώνας με τους παγωμένους του μήνες. Κανείς δεν ξέχασε όσα είπε ο Ρέι εκείνη την τόσο βαριά στιγμή, την πένθιμη.
Κανείς τους δεν ξέχασε την Οφηλία. Τι και αν τα χρόνια πέρασαν, όλοι τους σε μια γωνιά είχαν τη ζωγραφιά του Μιλέ για να θυμούνται τις τραγικές εκείνες ώρες. Μόνον ο Σίντνεϊ δεν άντεξε την πίκρα εξαιτίας της μυστικής αγάπης που ‘κρυβε για την νεκρή. Λίγες μέρες μετά κατέληξε από τη στενοχώρια του. Το μαγαζάκι του ρήμαξε και τα παιδιά που μάθανε την υπόθεση, μια νύχτα γράψανε με χρώμα πάνω στη βιτρίνα, το μπαρ της Οφηλίας. Και έτσι παρέμεινε γνωστό εκείνο το μέρος. Το μπαρ της Οφηλίας.
Και μέχρι σήμερα, είναι η αλήθεια πως δεν βρέθηκε κανείς να ξεσπιτώσει την πνιγμένη.
Απόστολος Θηβαίος