Γιουροντρίμ και άλλες ιστορίες

© Lisette Model

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ένα παιδί κοιμάται στο μουσείο
Εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια.
Τα κόκαλά του φρίξαν απ’ το κρύο
Γεμίσαν τρύπες απ’ το πείσμα του αμετάκλητου.

Ένα παιδί σηκώνεται τη νύχτα απ’ το κρεβάτι του
Ανοίγει τις κουρτίνες στο φεγγάρι
Τ’ άγριο φως το τρόμαξε υπνοβατεί στη στέγη
Λίγο ακόμα θ’ ανεβεί στα σύννεφα
Λίγο ακόμα θα ξηλώσει τ’ άμφια του Θεού.

Ψέματα ψέματα ένα παιδί κοιμάται στο μουσείο
Οι αιώνες κελαρύζουν μέσα του κρύο νερό
Οι αιώνες στα μηνίγγια του βουίζουν μέλισσες
Μυρμήγκια οι αιώνες γύρω από το στρώμα του
Λίγο ακόμα θα ξεσκίσει την κουρτίνα του ύπνου του
Θα σηκωθεί ν’ αγκαλιαστούμε κλαίγοντας.

Βγήκε να κοιτάξει την πόλη. Το συνήθιζε, κάτι τέτοιες ώρες που φαντάζουν ακίνητες, να στέκει πάνω από την πόλη, θαυμάζοντας το φως που πέφτει παντού ανεμπόδιστο και ολοζώντανο. Στ’απέναντί του το κτίριο του μουσείου και από την μεγάλη τζαμαρία η εικόνα εκείνου του αγάλματος, ενός νεαρού σκεπτικού ανθρώπου. Πόσες φορές δεν είχαν σταθεί, εκείνος στο μπαλκόνι του και τ’άγαλμα εκεί, ακίνητο, ακοίμητο, βορά μες στους αμίλητους αιώνες. Καμιά φορά συλλογίζεται πως το παιδί του μουσείου ζωντανεύει, πως τάχα φορεί τους στίχους του Αντώνη Φωστιέρη που γεννιέται μια μέρα σαν σήμερα. Πως το βλέπει να κατεβαίνει από το βάθρο του, να τινάζει τα χρόνια από πάνω του, μπρούτζινο παιδί, ωραίο και ερωτικό, βγαλμένο θαρρείς από τ’όνειρό του.

“Τα κόκκαλά του φρίξαν απ’το κρύο, γεμίσαν τρύπες από το πείσμα του αμετάκλητου”, έτσι όπως το’γραψε ο ποιητής. Του κάνει σινιάλα από το μικρό του μπαλκόνι, του γνέφει και εκείνο γελά ώσπου να γίνει σκόνη και μνήμη.

Σκέφτεται πως υπάρχει κάτι το ανοιξιάτικο και το πολύ ζωντανό στη φιγούρα εκείνου του παιδιού, κάτι το μυστηριώδες και το ανεξιχνίαστο, κάτι το απροσδιόριστο, πολύ κοντινό στη ζωή μας την ίδια, κάτι να θυμίζει τις μυρωδιές των λουλουδιών, του χορταριού. Πάει να πει , ένας κόσμος πρωτότυπος και αληθινός σαν αυτόν που γεννιέται μες στο ποίημα, ένας κόσμος απαλλαγμένος από τις ολομέλειες της λογικής που σπαράζουν την εποχή μας, ένας κόσμος πρωτότυπος για κάθε αναπαράσταση και κάθε ιστορία.

Κοίταξε και πάλι το παιδί. Δεν είχε αλλάξει τίποτε στο φόντο, μια μέρα ακόμη θα αριθμούσε το αιώνιο παιδί του μουσείου, μια μέρα ακόμη που δεν κάνει τίποτε σε πράγματα όπως ο χρόνος και η ομορφιά. Και η σιωπή.

Γιουροντριμ

[…doux points au Jimmy…]

Απόψε θα ονειρευτώ την Γιουροβίζιον. Δεν γίνεται διαφορετικά, αφού παντού πέφτει το ηχητικό, σε ερτζιανά και τηλεοπτικά δίκτυα και διαδίκτυα και είναι αδύνατο να τα βάλω με ένα σόου τηλεοπτικό και μεγαλειώδες. Για αυτό μάλλον επείστηκα πως στο όνειρό μου βρίσκομαι, λέει κάτω στην πλατεία και πανηγυρίζω έξαλλα, κάποιος μου δίνει την πλαστική σημαιούλα της χώρας που βρίσκεται επί σκηνής, εγώ την κουνάω ρυθμικά, τώρα το Ελβετό, αργότερα γίνομαι Λιθουανός, Ουκρανός, Ιταλός και πάει λέγοντας. Αν το θέλει ο Θεός και η Γιουροβίζιον, του χρόνου θα μπορέσω να γίνω αν το θέλω και Αυστραλός! Καλά ακούσατε, διότι όσο εμείς γράφουμε, αγαπιόμαστε, τσακωνόμαστε, παντρευόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, κάποιοι σχεδιάζουν τα σύνορα και αν το θέλουν η Αυστραλία μπορεί να έρθει πιο κοντά, πιο κοντά, πιο κοντά με τα καγκουρό και με τα φίδια και με τα όλα της.

Τώρα πανηγυρίζω με την καρδιά μου, δεν έχω ακούσει ούτε μια νότα αλλά με συνεπαίρνει το κοινό που είναι σαν και εμένα. Κάθε τόσο για όσους παρουσιάζουν μια κάποια αρρυθμία στους πανηγυρισμούς, ένας τηλεσκηνοθέτης φροντίζει να τους επαναφέρει στην τάξη. Είναι πολύ καλός, φωνάζει όπως στο στρατό και μες στον πανικό, όσοι έχουν μπερδευτεί και δεν ξέρουν από ποια χώρα κρατούν , αμέσως ξεσηκώνονται και διαλέγουν μια πατρίδα, κουνώντας όποια πλαστική σημαιούλα κάνουν κέφι – ο τηλεσκηνοθέτης δεν είναι παράλογος, μόνο που κάνει τη δουλειά του, αυτό μόνο.

Είναι ακριβώς τη στιγμή που έχω βρει τον εαυτό μου πάει να πει πανηγυρίζω έξαλλα και περιμένω τους επόμενους διαγωνιζόμενους. Και τότε, αγαπητοί μου, τότε είναι που βγαίνουν στη σκηνή οι Μουσικές Ταξιαρχίες και ο Τζίμης τινάζει τις τιράντες του με τρόπο, όσο το κοινό έχει μείνει άναυδο και κανείς δεν πανηγυρίζει, όλες οι σημαιούλες κάτω και ο Τζίμης να κρατάει από τη γενιά των Σεξ Πίστολς, ντυμένος όμως με μια πατίνα αθηναϊκή. Μόνον εγώ τότε διασκεδάζω και κάτω από την μπάντα που αγριεύει εκεί επάνω, ανάβω τον αναπτήρα μου, όπως κάνουν στις συναυλίες και βλέπεις από κάτω χίλια φωτάκια, απελπισμένα να καταγράφουν κάτι για το μέλλον, όταν θα το χρειαστούν μες στην πεζή τους ζωή, ανάμεσα σε τόνους χαρτιών και παραγγελίες και ένα σορό δικαστικά έγγραφα για υποθέσεις που τελεσιδικούν μονάχες τους, όπως ένας άνθρωπος που πεθαίνει ήσυχα ήσυχα.

Τέλος πάντων, νομίζω το παράκανα. Εγώ για τ’όνειρο ήθελα να σας πω και για τον Τζίμη που έκανε πλάκα στη σκηνή της Γιουροβίζιον και που αν ήταν ανάμεσά μας ακόμη, θα έπρεπε σοβαρά να συλλογιστούμε πως θα’ταν ο μόνος τρόπος να κερδίσουμε. Μες στη συνείδησή μας τη συλλογική, αυτό εννοώ.

Κρυφά ποτάμια
Ιλισσός

[…στη φωνή η Γιοβάνα και τους στίχους ο Γιώργος Εμιρζάς…]

Μια κυρία πρώτης τάξεως, ντυμένη παλιομοδίτικα μα εξαιρετικά προσεγμένα, με την τελευταία λέξη μιας μόδας που πέθανε, όπως συμβαίνει με όλες.

Κρατούσε το ομπρελίνο της και περιφερόταν ωραία και απόκοσμη στο πάρκο που έσφυζε από ζωή και παιδιά και φωνές χαρούμενες. Κοίταξε απ’εδώ και απ’εκεί , όλα της φάνηκαν αγνώριστα.

Και τότε ήταν που πλησίασε έναν καλοστεκούμενο κύριο, μιας κάποιας ηλικίας. Να με συγχωρείτε, το ποτάμι εσκεπάσθη;

Ο κύριος σηκώθηκε από τη θέση του, της προσέφερε ένα χειροφίλημα και τ’άνθος που’χε στο πέτο του.

Εσκεπάσθη, αγαπητή μου. Καθίστε, να εδώ, καθίστε να σας πω πόσα εσκεπάσθησαν από την εποχή μας.

Είστε και εσείς; Ξέρετε, είστε νεκρός και εσείς; Αυτά τα λόγια του τα’πε πολύ εμπιστευτικά, σχεδόν συνωμοτικά.

Και ο κύριος, όχι με λίγη χάρη έγειρε προς το μέρος της και είπε, νεκρότατος κυρία μου. Επιβεβαιώνω.

Βάλανε τα γέλια και έπειτα βολευτήκανε δυο φαντάσματα άλλης εποχής κάτω από το ομπρελίνο της κυρίας. Λίγες ώρες ‘χαν που τριγύριζαν στην Αθήνα που αλλάζει και πάλι στους έρωτες υπέκυψαν.

Και αυτή είναι η ιστορία ολόκληρη

Δάκρυα Τριαντάφυλλα
Το Πάτωμα
Σταμάτης Κραουνάκης

Και υπάρχουν πάντα τα τραγούδια που δεν χρειάζονται συστάσεις. Που κάνουν μπαμ μες στη νύχτα, που φθάνουν με έναν στίχο και παίζουν γύρω από τα πόδια της μοναξιάς σου, τον κόσμο σου χαλάνε. Διαθέτουν κάτι από την άδολη, την ακατέργαστη χαρά, μια ιδέα ραγισμένης νοσταλγίας και έτοιμο το μεγαλείο. Κάτι από δροσιά και μια υπόσχεση πως δεν θα χαθούμε, έτσι όπως λέμε αντί γι’αντίο από τ’απέναντι πεζοδρόμια της ξέφρενης λεωφόρου.

Όλα αυτά και τίποτε συνθέτουν τα τραγούδια της ζωής μας. Να τα σιγομουρμουρίζουμε όταν κοιμόμαστε στο πάτωμα, σε ένα παλάτι μεταφυσικό και ωραίο και μετέωρο, όπως του ονείρου οι συζυγίες. Να τα χορεύουμε απάνω στην κόψη της καρδιάς μας και όλο να νιώθουμε ρίγη απελπισίας και παλλόμενες χορδές που νομίσαμε σπασμένες να πάλλονται.

Και όταν μπαίνουν τα πνευστά, δεν είναι τα κλειδιά της μουσικής που ξανοίγονται ίδια , απέραντα πελάγη και τριημιτόνια συναισθηματικά. Είναι που λίγο από το πνεύμα του προσθέτει εκείνος ο μουσικός στις ατμόσφαιρες. Μια λάμπα τα τραγούδια, όλο σκουριά, που χάνει λέει την επαφή με τις ενώσεις. Και όμως αρκεί έτσι όπως φέγγει, σαν φανάρι παλιού, καλού καιρού – η Κατερίνα θα είναι πάντα η ποίηση που αντέχει σαν είδηση μες σε κάθε καιρό – για να μας αποκαλύψει, επειδή δεν ξέρω αν σας το ‘πα έχω την εντύπωση πως στο επίκεντρο των τραγουδιών είμαστε εμείς.

Που θέλουμε, λέει να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τ’ακατόρθωτο. Δώστε μας λοιπόν κύριε, την απελπισία, την γλυκύτητα της ευτυχίας που ξεμακραίνει, δώστε μας κύριε, κάτι να πιαστούμε τώρα που φλέγονται οι εποχές και δίχως άμυνες αγαπούμε. Δώστε μας κύριε, την αφοσίωση του έρωτος, σ’εμάς που εντός μας προσευχόμαστε χρόνια ολόκληρα μια αγάπη σημαδεμένη από τη φωτιά και όχι από τη διάρκεια που μας σκοτώνει.

Στο αφιερώνω λοιπόν έτσι όπως σε βλέπω να ομορφαίνεις και να χορεύεις, ιδανική και ωραία, – ποτέ σου δεν το ‘χασες αυτό – μες στης κουζίνας τα περιθώρια. Πού να φανταστώ πως είσαι και εσύ από εκείνους τους ανθρώπους, που γίνονται κομμάτια, που σε ένα ρεφραίν δικαιώνονται, χύνοντας δάκρυα τριαντάφυλλα στο στερέωμα.

Α.Θ