Απόστολος Θηβαίος | Ο αυτοκινητιστής και το δράμα του Τάσου

© Lee Friedlander

[…διότι ο Χάρρυ Κλυνν, εικόνες παραστατικές του εαυτού μας σκάρωσε, γραφικές μα την ίδια στιγμή εξαιρετικά σθεναρές, πάει να πει αντιπροσωπευτικές…]

Έτερος παρακαλώ;
(σκηνές Αλαλούμ)

Κάπου στην πόλη, είμαι βέβαιος, τριγυρίζει το ταξί φορτωμένο με όλες μας τις πρώτες ύλες. Λίγη θάλασσα στην οροφή του, ολίγη τρομοκρατία, μπόλικη κομματική κατήχηση και μια ψυχολογία μισοδιαλυμένη, συμπληρώνουν ετούτο το φανταστικό καρέ.

Ολάκερη η αστυνομία, στον κόσμο του Χάρρυ Κλυνν παρατάσσεται κατά μήκος των λεωφόρων και με τη γνώριμη της της χειρονομία διοχετεύει την παρέα μες στα χρόνια μας τα νεοελληνικά.

Κάπου στην πόλη, τριγυρίζει το ταξί και έχει κρεμασμένα από τα παράθυρά του ολόκληρη τη θαλασσογραφία που μιλά μόνο για μας.

Ώρα καλή σας μωρέ παιδιά, γεια σου Νιόνιο και εσύ Γιάννη Κακουλίδη και Αθήνα του 1980, γεια σου και σένα. Μην με ρωτήσετε αν άλλαξε κάτι εδώ κάτω, μόνον αγριότερο γίνηκε το στοίχημα, τώρα χάνει κανείς το κεφάλι του με λιγότερα. Πάει το πρόσωπό μας, το χάσαμε στα πονταρίσματα, το ανταλλάξαμε στο ενεχυροδανειστήριο της ενώσεως, ανάμεσα σε άλλους πολλούς, ανθρώπους που ‘χαν χάσει το περισσότερο του εαυτού τους και δαπανούσαν τον καιρό τους. Είχα ξαναδεί τέτοιους ανθρώπους, μοιάζουν με φυλή έτσι όπως παγώνουν απόψε μες στη μνήμη μου. Τα βιβλία και οι θεωρίες αποδείχτηκαν εσφαλμένες, όλα ήταν προδοσία.

Μα εγώ για το γέλιο μας, που γίνηκε πια φτιασιδωμένο, θέλω να σας πω, όλο πόζα, με των πραγμάτων την αίσθηση χαμένη. Μας ξεγλίστρησαν μέσα από τα χέρια της αθωότητος τα χρόνια. Τι να σου πω, γίναμε λέει λαός νεωτεριστικός.

Μα έχουμε μέσα μας γραμμένες τις σκηνές. Και καμιά φορά στη νησίδα της κεντρικής λεωφόρου, ανάμεσα στα τροχοφόρα που περνούν σαν μοντέρνα, πολύχρωμα τροχιοδεικτικά, μας παίρνει το παράπονο. Γύρω μας, μέσα μας, πλάι μας, παντού η Ελλάς με τα χίλια και ένα πρόσωπά της. Μας παίρνει το παράπονο και θέλουμε περισσότερο από ποτέ, να σηκωθεί το πνεύμα που ‘χει δουλευτεί επάνω στην ειρωνεία, τη μόνη παγίδα που μπορούμε να στήσουμε σε ότι μας φοβίζει, σε ότι μας γονατίζει, στο χρόνο που περνά. Τότε σαν να του γνέφουμε, περνά το ταξί φορτωμένο με την ιδιοσυγκρασία μας. Έχει στο τιμόνι του τον παλιό, καλό Καραγκιόζη του λαϊκού θεάτρου, στις θέσεις του φυγάδες, υπερφίαλους κομματάρχες, ρουφιάνους και κάτι ρέστα από χαρακτήρες δικούς μας, γνώριμους πολύ.

Τέτοια μέρα, στα 1940, γεννήθηκε ο Χάρρυ Κλυνν, Ο νεαρός του ασπρόμαυρου κινηματογράφου θα αναδείξει τη σάτιρα και θα γοητεύσει το ελληνικό κοινό, όσο λίγοι. Στη σκηνή του θρυλικού Αλαλούμ, ο αυτοκινητιστής ευτυχής και γαλήνιος, περνάει στην αιωνιότητα μαζί με τα στοιχεία τα πιο θεμελιώδη μας. Συνεπιβάτες του άνθρωποι με επαγγέλματα και ιδιότητες που ίσως κανείς να βρει μονάχα μες στο βιβλίο του Ετιέν Μπουαλό, αφού τώρα τα κόμματα εκσυγχρονίζονται, οι τρομοκράτες πεθαίνουν μόνοι, θύματα των ωρολογιακών τους μηχανισμών, το Αιγαίο παραμένει μια δύσκολη θάλασσα ενώ εσύ, από κούνια νεόπλουτος που λένε και ραγισμένος, απάνω στην κόψη της ευτυχίας σου ισορροπείς.

Και οι φίλοι εκεί, αθάνατοι παίδες πλασμένοι με άγνωστο ήθος.

Και το ταξί με τον Χάρρυ Κλυνν που φθάνει με τις ομίχλες του και με τους ανθρώπους του τους διαβατάρικους και τους αντιπροσωπευτικούς. Πάντα να περνά με νυσταγμένα φώτα και ήχους πετραλαιοκινητήρα που κάνουν κομμάτια την ειρήνη του δρόμου, υπενθυμίζοντας την ραγδαία αύξηση της τιμής του αργού, συνεπεία συγκρούσεων και της ιστορίας που γράφεται μ’αυτόματους μηχανισμούς, μες στα ξέφρενα εργαστήρια των αιώνων. Έτσι ακριβώς.

Να μην φαρμακωνόταν
ή αλλιώς
Παραλλαγή σε ήδη γνωστό μύθο.
(σκηνές Αλαλούμ)

Άμα φαρμακώθηκε η Γκόλφω, ο Τάσος διένυσε ατέλειωτες νύχτες φριχτών θλίψεων και ανυπολόγιστων καημών. Εζύγισε τη ζωή του, τώρα πια είχαν χαθεί τα πλούτη και τα τσιφλίκια. Εκείνη που ‘χε τον τρόπο της, πήγε και παντρεύτηκε άλλον και απέμεινε ο Τάσος ο έρμος στα αζήτητα. Έπειτα, βρήκε απάγκιο στο καφενείο και πέρασε εκεί ένα σοβαρά υπολογίσιμο κομμάτι της ζωής του. Κανείς δεν του εμίλαγε και όλοι σαν τον βλέπανε τραβούσαν τα μάτια τους από πάνω του. Γιατί ήξεραν πως είχε ο Τάσος μια καρδιά σπασμένη και δεν θα μπορούσε ποτέ να ξανασταθεί στα πόδια του.

Έτσι πήγαν τα χρόνια, σαν βουβές γυναίκες περάσανε και φύγανε. Και γέρασε ο Τάσος και ήρθαν τα χρόνια της ΕΟΚ και φάνηκαν εκεί κοντά οι πρώτοι κομματάρχες. Το καφενείο μεταμορφώθηκε σε κατάστημα του κυβερνητικού συνασπισμού και ύστερα πάλι πέρασε στα χέρια της αντιπολιτεύσεως. Και δώστου πάλι ακολούθησε ξανά την ίδια διαδρομή, ενώ κάθε φορά κάποιος άλλος τραγουδιστής του λαϊκού πενταγράμμου, ερχόταν και έκανε το πρόγραμμά του. Και γέμιζε η σάλα με στρας και βάτες και περμανάντ και μια σειρά από όλα εκείνα που συνθέτουν σήμερα τη χρυσή δεκαετία του 1980.

Είδε και απόειδε ο Τάσος και εντάχθηκε και εκείνος σε κάποιον σχηματισμό πολιτικό. Και παθιάστηκε επειδή τίποτε τ’αξιόλογο δεν είχε να κάνει και αφοσιώθηκε στην υπόθεση του κόμματος. Ήταν δε καπάτσος και επιδέξιος αρκετά και έτσι βρήκε τον τρόπο να παραγγείλει μια προτομή της ερωμένης του της αδικοχαμένης. Και ήσαν τόσο πετυχημένη η προτομή της άμοιρης τσελιγκοπούλας που γρήγορα το καρφωμένο εις τας κορφάς χωρίον, εξελίχθη σε μέγα προορισμό από απόψεως τουριστικής. Τι τηλεπερσόνες και τι επιδέξιοι αθλητές του σκι και τι στάρλετ που συνέρρευσαν εις την μικρή, την λουλουδιασμένη την πλατεία, άλλο να σας το λέω. Μόνο με την Βερόνα θα μπορούσε να συγκριθεί η κατάσταση ενώ η λέξη έρωτας συνώνυμη θα ήταν πια εις τους αιώνας με τη μοίρα του πικρότατου ζεύγους.

Ο Τάσος ανελίχθη βιαίως εις τα ανώτατα κλιμάκια του κόμματος και ανέλαβε παρά τω αρχηγώ. Μα δεν εγκατέλειψε τον καφενέ, μόνον που αυγάτισε την περιουσία του. Και μια και δυο, κατέστησε το χωριό κέντρο της Ελλάδος. Και δεν υπήρχε κανείς που να νοείται Έλλην και να μην είχε βρεθεί στις ραχούλες τις ωραίες κάποιο απόγευμα Σαββάτου, πλαισιωμένος πάντα στο όνειρό του από κάμερες και μικρόφωνα και την προοπτική μιας λαμπρής καριέρας στο μικρό κουτί που όλο και μεγάλωνε, κερδίζοντας τη μια ίντσα μετά την άλλη.

Πες μας και εμάς ρε Τάσο, πώς τα κατάφερες, του λέγανε και του ξαναλέγανε. Μα εκείνος δεν αποκρινόταν και του ‘φτανε που τον θαυμάζανε. Μόνο την Γκόλφω του να’χε, και θ’ άξιζε ετούτη η μεταπολίτευση, μόνο να άκουγε τη φωνή της χρόνια μετά, μόνο να ζωντάνευε η αγάπη του η μικρή, εκεί που άφησε το κορμί της, στερνή φορά.

Τον πήρε ο καημός τον Τάσο κάποιο βράδυ. Θαρρείς και ήταν η ψυχή του λεπτά επεξεργασμένο ξύλο και τώρα πια χαλάσανε οι αρμοί και τσάκισε το υλικό. Τότε ήταν που το πήρε απόφαση. Θα χορέψω και εγώ, μια βόλτα θα φέρω βρε αδερφέ, πέρασαν τα χρόνια πια, πάει, τέλειωσε. Και έκανε να βγει από το μαγαζί, τρεκλίζοντας χειρότερα από το φεγγάρι που άλλοτε πέφτει να πνιγεί μες στα νερά και πάλι στέκει μισοσβησμένο πίσω από τα οδοφράγματα των χειμώνων. Πίσω του ακολουθούσαν τα παιδιά και οι φίλοι και όσοι θέλανε να κάνουν λίγο χάζι. Και φυσικά, ορισμένοι εκπρόσωποι του κόμματος που είχαν συναίσθηση της προσφοράς του Τάσου και τον ακολουθούσαν πιστά. Ήταν κάτω από τους άμβωνες όταν μιλούσαν οι αυριανοί πρωθυπουργοί, πίσω από τους γκισέδες ήταν, ελέγχοντας τα έσοδα , βάζοντας χέρι στα διαθέσιμα και τα λοιπά και τα λοιπά. Μες στα σπίτια τους βρίσκονταν, καθορίζοντας με τον τρόπο τους τα γεγονότα.

Αμ θα σκοτωθεί , βάλε Βαγγελίστρα μου το χεράκι σου, αγία μου μεταπολίτευση, σύντροφέ Χρουστσόφ, απανταχού εθνάρχες και μητροπολίτες, παρακαλώ δεηθείτε μην πάει και τσακιστεί ο Τάσος. Και εσείς άγιοι, αφήστε τα τέμπλα και ελάτε να βάλετε ένα χεράκι, ο Τάσος χάνεται, αμάν αμάν!

Άλλο να σας το λέω και άλλο να το βλέπετε με τα μάτια σας. Το θέαμα ντε, που μόνον σε εξωφρενικές βινιέτες θα μπορούσε κανείς να δει και στα αμερικάνικα τα φιλμ όπου όλα είναι δυνατά. Όλα εμοιάζανε τόσο συγκλονιστικά και περισσότερο από όλα η ζωή του Τάσου που κρεμόταν από μια κλωστή. Ή μάλλον κρεμόταν ολόγυμνη πάνω από το κοφτερό της λύπης του μαχαίρι. Ευτυχώς, τη σκηνή τη διέσωσε για πάντα κάποιος κινηματογραφιστής σατιρικός χρόνια μετά. Βεβαίως, έβαλε στο επίκεντρο το ζήτημα της τσακισμένης καρδιάς, μα περισσότερο από όλα έβαλε στη σειρά τις ορθογραφίες της εποχής του. Τον ενδιέφερε η περήφανη καρδιά του Τάσου, η αδάμαστη και η ερωτευμένη. Και ήταν αυτό που ήθελε να αναδείξει, μα αντί για το ποθητό, η σκηνή κατέληξε κομμάτι διασκεδαστική, με τον ήρωα Τάσο να κατηφορίζει μοναδικά, ντυμένος με την τελευταία λέξη της αμερικάνικης μόδας. Η πλατεία ήταν γεμάτη, μα όχι από το νόημα που έχουν οι φωτιές. Ο Τάσος βρήκε το θάρρος και κατηφόρισε τα πέτρινα σκαλοπάτια. Λίγο ήθελε για να τσακιστεί και όλα να πάρουν τέλος. Μα εκείνος που ‘χε ντέρτι νεοελληνικό μες στην καρδιά του και ήξερε τι δύσκολο πράγμα είναι ετούτο, πιο δύσκολο και από μια χαμένη πατρίδα ή τον αποχαιρετισμό σε πενήντα επτά καλούς φίλους, δεν θα ‘κανε λάθος. Οι άλλοι παραμέρισαν, ο Τάσος με γυαλιά Ραίη Μπαν περπάτησε με κόπο τα τελευταία μέτρα ως το τζουκ μποξ. Του φάνηκε πως ήταν ο Ερωτόκριτος, με της αρχοντιάς τη φλόγα να τον κατακαίει μέσα του βαθιά. Μα ήταν περισσότερο μια περίπτωση νεοελληνική, κάπως κιτς και κάπως κουρασμένη, αφάνταστα δε μεθυσμένη. Μέσα του κυριαρχούσε σαν λάιτ μότιφ η προσωπογραφία ενός κοριτσιού. Ίσως την ξανάβρει σε κάποιο ξωκλήσι, έτσι ξαφνικά όπως αυτά που δεν περιμένουμε να συμβούν και όμως. Ίσως να την είχε δει σε κάποια βίλα αναγεννησιακή, φρέσκο έρμαιο στη φθορά του χρόνου, μα πάει καιρός από τότε.

Κόλλησε στο μηχάνημα ένα χιλιάρικο. Και παρήγγειλε το τραγούδι του. Έφερε τις βόλτες του, οι ντόπιοι χειροκροτούσαν, πρόσωπα πλεούμενα όλοι τους, κάτοικοι του αφρού ή του χρόνου, λίγη σημασία έχει πια. Το βασικό δεν είναι τίποτε περισσότερο από τον έρωτα, αυτόν που δεν τον ξέφτισε καμιά καλοσαπουνισμένη εποχή. Έριξε μερικές πιστολιές στον αέρα ο Τάσος, έλεγε από μέσα του θα ακούσει και θα ξυπνήσει, θα δεις, θα ακούσει και από τον ύπνο τον φαρμακωμένο θα ξυπνήσει.

Μα τα πράγματα δεν γίνανε έτσι. Ο Τάσος κατέληξε μερικά χρόνια μετά από αίτια φυσικά. Και ετάφη ψηλά στα κορφοβούνια πλάι στο μνήμα της καλής του. Στην κηδεία του πήραν και εκτέλεσαν από την αρχή , τη σκηνή του επονομαζόμενου “JR” ή κατά το λαϊκότερο, Τάσου. Το σκαρφίστηκε ο Χάρρυ Κλυνν που ‘χε το χάρισμα να ανάβει με τον τρόπο του όλα τα φώτα στη νυχτερινή την Βαβυλώνα. Αυτός ήταν ο κινηματογραφιστής που σας είπα πριν.

Τι να σου πω, χαλασμός, δευτέρα που λένε παρουσία έγινε, όταν εκοιμήθη ο Τάσος. Όλοι πήγανε να συλλυπηθούν, όλοι τους όντα εν κηρώ, έτσι όπως έμπαιναν δίχως τίποτε σε εκείνο το σοβαρό παιχνίδι. Βάλανε μπρος τα σουξέ και άκουγες εις το σεμνό κατά τα άλλα χωρίον, του κόσμου τον βόγκο. Τον Τάσο είχανε στο νου τους. Η Γκόλφω πάει, μες στην αγάπη μπερδεύτηκε, ανάμεσα στη ζωή και τ’όνειρο κυμάνθηκε, άσε την αυτή, άσε την. Αυτός όμως, φλέγεται, ακόμη φλέγεται.

Στο μνήμα του Τάσου ο γλύπτης χάραξε το όνομά της. Τι ωραία πρωτοβουλία! Ενώ χάρη στο ταλέντο του τοποθέτησε μια ξύλινη κατασκευή , πολύ αληθοφανή, σχεδόν ίδια στις λεπτομέρειές της με το περίφημο τζουκ μποξ. Να μπορεί, άμα του σφίγγεται η καρδιά , να βάζει κανένα τραγουδάκι πού και πού.

Απόστολος Θηβαίος