
Ως ίον εν ταλάροις*
Κ. Π. Καβάφης
Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863 (ν.ημ.) – 29 Απριλίου 1933
[…ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας – σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει…]
Και είχε μια αξιοπρέπεια που σου’κοβε την ανάσα. Τώρα πια το ξέρω, πως ήταν αυτή η αιτία που με συγκλόνιζε. Και ήξερε μέσα από τα βλέμματα να αλιεύει τις ιστορίες, να πλάθει τους χαρακτήρες, να υπονομεύει τον έρωτα ώσπου να βρει μες στο σώμα τον κρυφό ναό του. Τίποτε το ιδεώδες, μόνο η βαθιά σοφία των γεγονότων και ο διδακτισμός ο αδιόρατος της ζωής που μας επιβάλλεται.
Τίποτε το ιδεώδες, μόνον ο χρόνος και το μυστήριο της ζωής, το φλογισμένο. Μόνον η κάμαρη και ο θάνατος εκείνου του φίλου του Χριστιανού, μόνον οι μορφές στα βάθη του καφενείου, μόνον αυτές γνωρίζουν την πύρινη όψη των ποιημάτων. Μόνον η εγκράτεια που τσακίζει στα δυο μες στη θερμότητα της νύχτας, μόνον ο έρωτας, ο βυζαντινός ο Τροπαιοφόρος, μόνον τ’απλωτά της καρδιάς πελάγη και ο εσπέριος ωκεανός μπορούν να σου πουν.
Χρόνοι ενεστώτες και αιώνιοι της παντοτινής της αίσθησης. Σώματα που πλαγιάζουνε στην ψυχή κοντύτερα, που αψηφούν κάθε μισθό εμπρός στη δόξα του φιλιού, θίασοι που παιανίζουν μες στις νύχτες τις αφέγγαρες της ζωής μας, αδικοχαμένες αυτοκράτειρες και η αριστοκρατία της ζωής που βιώνεται μες στην ένταση και τους ρυθμούς της τους πλέον εσωτερικούς.
Στ’αντίπερα της ομορφιάς, γράφει ο Δημήτρης Καπετανάκης, ο θάνατος. Και στο μέσον, ο στίχος λυρικός και μυθικός μαζί. Με μια δόση, λέει λεπτής επεξεργασμένης ειρωνείας, με την αίσθηση της ψυχής που πίνει δίχως ανασασμό από το πιοτό της ιστορίας, απ’εκείνο της αγάπης, της ζωής στην συνηθέστερη έκφρασή της, την πιο μαγική.
Σε κατάσταση έρωτος γεννήθηκαν εκείνα τα ποιήματα. Και για αυτό δεν μοιάζουν με την πραγματικότητα που περιγράφουν. Ήταν μεγάλα, και εμείς ευθύς το αισθανθήκαμε, επειδή λέει συνόψιζαν και εξιστορούσαν τις πιο επικίνδυνες πτυχές μας, τις πιο ξεχασμένες, οργανώνοντας μια έξοδο ηρωική από τη συνήθεια της ύπαρξής μας, της κλειδωμένης με σε λογικά δωμάτια με ένδοξη μελαγχολία προικισμένη ψηλά πάνω στα ταβάνια, στα φριχτά, φθαρμένα γύψινα, παντού.
Όλα τα συνέλαβε καθολικά ο Κ. Π. Καβάφης, τόσο χρόνια πίσω. Και τίποτε δεν περνά, και τίποτε δεν παλιώνει και τίποτε πλαστό δικό του δεν κρύβει ο καιρός. Όσα οι εραστές αγαπούν, εκείνος τα μεταστοιχειώνει σε στίχους. Με κάθε τρόπο τα εννοεί, με όλους τους τρόπους μας κάνει να τα θυμόμαστε. Για να τα χαρίζουμε και να τ’αρνιόμαστε τα διασώζει, κρατώντας για το τέλος τη μεγάλη του κατάφαση, το μεγάλο του το ναι. Μια αξιοπρέπεια – σας το’πα- που σου’κοβε την ανάσα, μια κάποια οικουμενικότητα συνόψιζε εκείνη η λέξη, η μικρή, η μονοσύλλαβη.
“Λόγο πυκνό, απέριττο”, υπογραμμίζει ο Λεντάκης στον πρόλογο της Παλατινής Ανθολογίας. Μόνον η ιστορία προσθέτει ένα κάποιο ειδικό βάρος στην παράθεση των ποιητικών εικόνων, μόνον αυτή, αφού κατά τα άλλα, τα λόγια παραμένουν “έντονα συγκινησιακά”. Και έπειτα είναι οι σιωπές, κάτι υπόνοιες που αφήνουν απόνερα μαγευτικά, κάτι σιωπές σεμνές που πλαταίνουν τα όρια της ανάπλασης, του στοχασμού.
Μα μην πιστέψεις πως ήταν μόνον η ιστορία, τα πρόσωπά της τα πιο εμβληματικά. Ήταν ακόμη η απλή και ανόθευτη ζωή, με τις χαρές και την ηδονή της την απροσμέτρητη. Ήταν η φιλοσοφία της ζωής, η ύποπτη ταβέρνα και το καφενείο, ήταν οι άνθρωποι με την ομορφιά τους, το παιχνίδι του πνεύματος ήταν. Αυτό πρωτίστως ήταν που βρήκε μες στα ποιήματα, πάει να πει την τέχνη που χρειάζεται, αυτήν που νοσταλγεί ο άνθρωπος σαν μιλά για την ψυχή του.
Μην πιστέψεις πως ήταν κάτι πολύ. Μια λέξη ήταν μονάχα, κάτι κρυμμένο μες στη ροή του λόγου, ένας ωραίος στίχος, μ’εκστατική δύναμη. Το κλίμα μιας εποχής ήταν, τίποτε άλλο. Η θύελλα της ιστορίας που όλα τα σαρώνει.
Ω, και είχε μια αξιοπρέπεια που σου’κοβε την ανάσα. Σαν εκείνο τ’άγαλμα πλάι στο βράχο που σε ήθελε γερμένη, σαν κάποιου αγνώστου, τη γλυκύτατη Αριάδνη.
*σαν μενεξές στο καλάθι με τ’άνθια
[Πλάτων ο Νεότερος]
Απόστολος Θηβαίος