
Διηγήματα και άλλα
με τη μουσική από το “Οργανικό” του
Λουδοβίκου των Ανωγείων
Jean-Auguste-Dominique Ingres
29/8/1780 – 14/1/1867
[…”Το βιολί του Ενγκρ”, το σώμα της Κικί του Μονπαρνάς και δυο σπουδαίοι δημιουργοί που πιάνουν την κουβέντα για τον δρόμο που παίρνει η τέχνη, για την ευφυία της που ξέρει χίλιους τρόπους για να στήσει μια αδιαπέραστη φαντασία…]
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για το αρνητικό του Μαν Ραίη. Για τις αναγωγές της τέχνης του μεγάλου σουρεαλιστή δημιουργού που με τις πρωτότυπες μεθόδους του κράτησε για πάντα μια ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια τέχνη. Θα μπορούσε να σας πει για τον τρόπο που τραβήχτηκε η εμβληματική φωτογραφία, “το βιολί του Ενγκρ”. Ίσως να προχωρούσε στ’αράδιασμα ορισμένων, ιστορικών ντοκουμέντων για τον σπουδαίο Γάλλο ζωγράφο. Φαίνεται πως υπήρξε μια από εκείνες τις προσωπικότητες που προχώρησαν τη ζωγραφική και υποστήριξαν με θέρμη τα νέα ρεύματα. Εκείνα που ήσαν ακόμη ανώνυμα και αχαρτογράφητα μα έμελε στις μέρες μας να σταθούν σταθμοί και ορόσημα για ολόκληρες εποχές.
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τις αιτίες που οδήγησαν τον Ραίη να ονομάσει το έργο του. Ίσως να έχει να κάνει με το ύφος και τις αναζητήσεις μιας ολόκληρης εποχής, ίσως να σχετίζεται με τον ίδιο τον ζωγράφο και την πολυσχιδή του, δημιουργική προσωπικότητα.
Μα για την ώρα, η γέννηση του Jean-Auguste-Dominique Ingres στις 29 του Αυγούστου του 1780, στέκει η αφορμή για να προσεγγίσει κανείς το έργο του Ραίη, έναν αιώνα και βάλε μετά. Μια δημιουργία που συνομιλεί με τη ζωγραφική και με ξεχωριστή χάρη αναδεικνύει την προσωπικότητα του εμβληματικού Γάλλου ζωγράφου μες σε μια εποχή διαρκών ζυμώσεων και εικαστικών, στοχαστικών αναζητήσεων.
Ο Ραίη υπογράφει τη λήψη. Το μοντέλο δεν είναι άλλο από την ερωμένη του, την Κικί του Μονπαρνάς. Με εκείνη για εφόδιο, προχωρεί σε μια διαφορετική συμβολική προσέγγιση του γυναικείου σώματος με τις γραμμές και τις καμπυλώσεις του, με την ιδέα ενός προφίλ, θαρρείς και τ’άγαλμα δεν έστρεψε ποτέ το βλέμμα του. Ίσως από περιφρόνηση, ίσως πάλι επειδή ήξερε πως αρκούσε για μια αιωνιότητα ο κρυμμένος της αναστεναγμός. Κανείς δεν γνωρίζει τέτοια πράγματα.
Η περιβόητη Κικί της συνοικίας του Μονπαρνάς ποζάρει στον Ενγκρ. Ερωμένη, σύντροφος, μοντέλο, ηθοποιός, λίγα πράγματα έμειναν που δεν τα κατόρθωσε το σπουδαίο εκείνο κορίτσι. Τώρα οι αιώνες έχουν διαβεί από πάνω της μα οι γραμμές του σώματός της, αυτή η αψεγάδιαστη επιφάνεια που δένει την ποίηση με τη μουσική και την ανθρώπινη επιθυμία έχει χαθεί κάτω από στρώματα χρόνου. Και είναι λυπηρό να στοχάζεται κανείς πού τάχα να πήγε εκείνη η ομορφιά, πόσο περαστική είναι, πώς διαβαίνει, σαν τ’απιαστο που τραγουδούνε οι ποιητάδες όλων των καιρών. Καθώς κοιτάζω τη φωτογραφία του Ραίη, θυμάμαι τα λόγια του Φεντερίκο, του μεγάλου τραγουδιστή από το Βιθνάρ που ‘πεσε θύμα μαύρων καιρών. “Σκοτεινή σοφίτα του ανθού” και είναι ετούτο που ενσαρκώνει η Κικί, αλλοτινή βασίλισσα του Μονπαρνάς. Τον καιρό που ο Μαν Ραίη προετοιμάζει την λήψη του, εκείνος και η Κίκι διατηρούν δεσμό. Το Παρίσι φλέγεται από τις μεγάλες και ραγδαίες αλλαγές, ο κόσμος τρέμει και αν σταθείς, ίσως να ακούσεις τις σελίδες της ιστορίας που γυρίζουν. Τους φαντάζομαι όταν πια όλα θα’χουν τελειώσει και η φωτογραφία θα’ναι έτοιμη, τους φαντάζομαι να ερωτοτροπούν, εκείνος να λέει το όνομά της και με τα κλειδιά που ο έρωτας του χαρίζει να ξεκλειδώνει τις μυστικές της μουσικές.
Η Κίκι πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Ποτέ της δεν άφησε την γαλλική πρωτεύουσα. Στη δύση της ζωής της, ξεπεσμένη πια με όλους τους φίλους της χαμένους στο Σομ, στην Νορμανδία, τριγυρίζει τα βρώμικα καφέ. Η τέχνη της ξέφτισε, η ομορφιά της πάει, τώρα ο άνεμος στεγνώνει τα μάτια της από τα δάκρυα. Διαβάζει τις παλάμες των θαμώνων σαν τις τσιγγάνες και μήτε που κανείς μπορεί να φανταστεί πως κάποτε το σώμα της στάθηκε μεγάφωνο της τέχνης, φέρνοντας θορύβους και ξυπνώντας αισθήσεις από νύχτες και από παρέες παράφορες.
Πίσω από το θόρυβο μιας εποχής
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
17 Σεπτεμβρίου 1931 – 6 Αυγούστου 1996
Είπα να μην φύγει ο Αύγουστος δίχως να κάνω μια αναφορά. Δίχως να μνημονεύσω τον πικραμένο και ωραίο ποιητή της ερημιάς, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου. Τον βρήκαν σε κατάσταση προχωρημένης σήψης στο σπιτάκι που διατηρούσε στους Αγίους Αναργύρους. Δεν χύθηκε μήτε ένα δάκρυ για αυτόν τον σπουδαίο δημιουργό που ένιωσε την ερημιά και την έκανε τραγούδι, έτσι όπως ξέρουν μονάχα οι άνθρωποι με το πολύ και τ’ανόθευτο ταλέντο. Το θάνατό του εσκέπασαν οι θόρυβοι από τα εκκοκκιστήρια, οι διελεύσεις των μοτοσικλετών από την Λεωφόρο Δημοκρατίας. Τα ουρλιάχτα μιας εποχής που ξέφτισε και πάει.
Όσα ονειρευτήκαμε Νίκο Αλέξη, τα πήρε το κύμα. Πού και πού θυμόμαστε τις μεταφράσεις σου, άλλοτε πάλι πιέζουμε τους εαυτούς μας να μην συλλογιζόμαστε την ποίηση. Τις περισσότερες φορές στριμωχνόμαστε μες στα αστικά και τραβάμε τις γνώριμες διαδρομές. Κάθε πρωί ευχόμαστε πως η διαδρομή δεν θα ολοκληρωθεί, πως στη γωνιά του δρόμου θα μας προσμένει η έκπληξη. Πόσο μάταιο Νίκο Αλέξη, πόσο μάταιο. Βλέπεις ποτέ δεν μάθαμε ότι ένα ποίημα μπορεί να κάνει καλύτερα αυτή τη δουλειά.
Η Αθήνα γέμισε με γυναίκες που ‘χουν ροδαλό πρόσωπο, κρατούν κόκα κόλα, είναι πάνω από όλα, ξανθές Αμερικανίδες, ντυμένες στα κόκκινα, με θριαμβευτικό ύφος. Οι Κινέζοι είναι πιο ανθρώπινοι στις πόζες τους, “η Βέροια απομένει πίσω στην καταχνιά”. Το αποκαλόκαιρο δεν μας αφήνει να συλλογιστούμε εκείνα που έρχονται. Η μόνη αλήθεια είναι πως όσα είχαμε να δώσουμε Νίκο Αλέξη τα δώσαμε. Λίγο ακόμη και θα μας σαρώσει η εποχή, οι ποιητές, θα πουν, είναι το πρώτο είδος αυτού του αιώνα που χάθηκε για πάντα.
Και όμως, το είδαν χρόνια πριν από εμάς Νίκο Αλέξηοι οιωνοσκόποι, το είπαν οι στήλες της Κορίνθου και των Μεγάρων οι τάφοι. Το είπαν πως έτσι θα γραφτεί το τέλος. Μα όσοι κάποτε δοκίμασαν να πέσουν θερισμένοι και ανυπολόγιστοι στο σύνορο μιας χίμαιρας, αυτοί θα συνεχίσουν να εξακοντίζουν στίχους, ποιήματα, φιλίες, εκεί που τρέχει αθεράπευτα ο καιρός.
Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ
[….υπάρχουν άνθρωποι που στέκουν σαν δέκτες, συλλαμβάνοντας τα σινιάλα που αφήνει ξοπίσω της η ιστορία. Αργότερα πάνω σε αυτά τα χνάρια θα γυρέψουμε, εμείς οι κατοπινοί τις βασικές μας τις πηγές…]
Τα θέματα και τα πρόσωπα μας διαλέγουν. Ποτέ εμείς οι ίδιοι. Ίσως έτσι δίχως προσπάθεια να βρήκε τον δρόμο το Βυζάντιο για την καρδιά και την ψυχή της Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ, αυτής της τόσο σημαντικής Ελληνίδας, ίσως της στερνής που απομένει, κουβαλώντας και γονιμοποιώντας αδιάκοπα την ιστορική γνώση με την αμέριστη αγάπη, με τον θαυμασμό για τις ξεφτισμένες αυτοκρατορίες. Μέσα από τα έργα της διαβαίνει σαν πλοίο ο παλιός Ελληνισμός. Ο θυρεός του φαντάζει σβησμένος από τα χρόνια, ξέφτια στις πλώρες τ’αλλοτινά στολίδια της δόξας του. Και η Αρβελέρ, που πρώτη κατέκτησε τις υψηλότερες θέσεις και τις πιο σημαντικές διακρίσεις στο ανδροκρατούμενο, ανδρικό περιβάλλον της Σορβόνης , σαν τον ζωγράφο που του περισσεύει η ικανότητα, πιάνει το κοντύλι για να ξαναφτιάξει τις αυλές και τους βασιλιάδες, να μελετήσει και να ξεδιψάσει με την ιστορία τούτου του τόπου. Από την Κωνσταντινούπολη ως το Παρίσι, η Αρβελέρ αντλεί από την ιστορική μαρτυρία και κόντρα στον άνεμο της ζωής που όλα τα στεγνώνει πιάνει το νήμα ενός κόσμου χαμένου.
Διαβάζω από τις μελέτες και τα δοκίμιά της τα πιο κριτικά. Σε όλα ξεχωρίζει η ανόθευτη αγάπη της επιστημοσύνης για τ’αντικείμενό της, μιας προσέγγισης που ξέρει να ξεπερνά τη στείρα αναπαραγωγή, περνώντας μέσα από το πνεύμα ενός κάποιου καιρού, μέσα από την ατμόσφαιρά της την ίδια. Η Αρβελέρ, μεταβάλλεται σε παρατηρητή μυθιστορηματικό, αντλώντας από την οικουμενικότητα του ελληνισμού. Και την ίδια στιγμή, ένα είδος φλογισμένου έρωτα μοιάζει να βιώνει γλυκοφιλώντας τους παλιούς αυτοκράτορες.
Ο Τσαρούχης έγραψε πως το ζητούμενο για τον ελληνισμό δεν ήταν παρά η βαθιά πεποίθηση πως ο άνθρωπος μπορεί να σταθεί έξω και πάνω από τα πρόσωπα και τα αντικείμενα που συνθέτουν την ιστορική του πορεία. Με όπλο του την αντικειμενικότητα αλλά και τον έρωτα διαβαίνει τις κορυφαίες του, ιστορικές στιγμές ώσπου να συναντήσει την επιστημονική καταγραφή της Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ.
Την ώρα που η ιστορία αφήνει ξεκρέμαστους τους παλιούς κόσμους, μια γυναίκα σαν την Αρβελέρ ανασταίνει τα πορτραίτα και τις κοινωνίες, ζωντανεύοντας τις καταγραφές της, τις διηγήσεις τις μυστικές που παραγνώρισε η ιστορία και σήμερα φωτίζονται από την αρχή.
Η Ελένη της Ελλάδας, γεννιέται μια μέρα σαν σήμερα στα 1926. Με το πέταγμα και με την αγάπη της, αγκάλιασε όπως κανείς τις βυζαντινές μας πραγματείες.
el buen notario
[…Η μαριονέτα είναι σεβαστή και η προέλευσή της ιερή…]
Ανατόλ Φρανς
Το γραφείο ήταν όπως το θα το περίμενε κανείς. Μια βαριά, δρύινη βιβλιοθήκη με φακέλους. Στη ράχη τους είχαν σημειωμένα επίθετα, έτσι που αν στο μέλλον κανείς γυρέψει μια παλιά υπόθεση, να ‘ναι εύκολο να τη βρει. Ο συμβολαιογράφος ανέγνωσε επί μακρόν όλο το έγγραφο, δίχως να παραλείπει πράγματα επουσιώδη, όπως ο τόπος και ο χρόνος. Μια κυρία, αγνώστων λοιπών στοιχείων, σε κάθε τέτοια τετριμμένη αναφορά, συνήθιζε να λέει, σας ευχαριστούμε, δεν το ξέραμε, ανακόπτοντας προς στιγμήν τον συμβολαιογραφικό οίστρο, τον μαινόμενο.
Καμιά φορά το πράγμα πήρε τέλος. Ο συμβολαιογράφος ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους, διά την υπομονή και τον δέοντα σεβασμό, όχι όλους βεβαίως, προσθέτοντας δηκτικά. Το κέντρο είχε ερημώσει σαν βγήκαν στην κεντρική λεωφόρο. Χαιρετηθήκαν όλοι εγκαρδίως, υποσχόμενοι πως θα ανταμώσουμε το δίχως άλλο, εντός των επόμενων ημερών. Όλα ψέμματα, αφού καθώς απομακρύνονταν όλοι ένιωσαν εκείνο τον ωραίο λυτρωμό που σε κατακλύζει σαν έχεις φέρει πέρα καμιά υπόθεση διεκπεραιωτική.
Κοίταξε τη σημειωμένη διεύθυνση. Εκεί βρισκόταν το δικό του μερίδιο από τη διαμοιρασμένη κληρονομιά. Ο μακαρίτης είχε στην ιδιοκτησία του, άγνωστο πώς, ένα παλιό, μικρό θέατρο για μαριονέτες. Ο συμβολαιογράφος είπε πως είχε βρεθεί εκεί κάποια φορά ο εκλιπών, μα έπειτα λησμόνησε τα πάντα και παρέδωσε το οίκημα εις την λήθην και την περιφρόνησην, καθώς σημείωνε. Το ταξί διέσχισε την έρημη πολιτεία απροβλημάτιστα. Κυλούσε από δρόμο σε δρόμο αλλάζοντας κάθε τόσο κατεύθυνση. Είχε τα ελαφρολαϊκά του να παίζουν και με τα ανοιχτά του παράθυρα εφάνταζε σαν μια μοντέρνα λατέρνα που κερνάει μελωδίες την γκρίζα πόλη. Οι λιγοστοί περαστικοί τ’Αυγούστου κοιτούσαν για μια στιγμή και έπειτα κάρφωναν το βλέμμα στο κενό, τραβώντας άγνωστο για πού. Του φάνηκαν όλοι τους τόσο λυπημένοι και η πόλη τόσο μεγάλη για αυτούς, έτσι αδειανή, σαν σπίτι που το εγκαταλείψανε και τώρα αργοπεθαίνει με όλα του τα τιμαλφή παραδομένα στο κουρνιαχτό του χρόνου.
Όταν φτάσανε, ο αυτοκινητιστής έλαβε το αντίτιμο της κούρσας και άφησε τον κληρονόμο μονάχο του σε εκείνο το παράξενο στενό. Ήταν ένας δρόμος “τυφλός” καθώς λένε που τέλειωνε σε ένα αδιέξοδο, γεμάτο σκουπίδια και υλικά κατεδαφίσεων. Ίσως εδώ πριν από καιρό να έστεκε κάποιο αρχοντικό, σαν εκείνα τα λιγοστά που ξεπροβάλλουν πια σαν τα σπανιότερα άνθη. Το σάρωσε και εκείνο η αντιπαροχή που δεν λέει να λάβει τέλος. Ο αριθμός της διεύθυνσης παρέμενε άφαντος. Πίστεψε λοιπόν πως ο συμβολαιογράφος είχε κάνει λάθος. Θα του τηλεφωνούσε και όλα θα διορθώνονταν. Ξέρετε, κύριε, στη διεύθυνση που μου υποδείξατε δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή του’ρθαν στο νου οι στίχοι του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, με το πικρότατο τέλος. Τόση που ‘ταν η ερημιά, η ψυχή του σφίχτηκε.
Έφυγε βιαστικά δίχως να σκεφτεί το παραμικρό και θα’χε ολότελα αποχωρήσει από το σκηνικό αν δεν άκουγε τη φωνή ξοπίσω του. Το θέατρο ζητάτε; Μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας, κυκλωμένη από τις γάτες του δρόμου, του χαμογελούσε, περιμένοντας με αγωνία την απόκρισή του. Όταν της έγνεψε καταφατικά, εκείνη συμπλήρωσε. Εδώ, πίσω από τα μπάζα θα βρείτε την είσοδο. Κανείς δεν ήρθε εδώ τόσα χρόνια. Ευτυχώς, το μαρτύριο πήρε τέλος, ίσως κάτι να αλλάξει σε όλη τούτη την ερημιά, αν το δώσει ο Θεός.
Έπειτα χάθηκε από τη σκηνή, λέγοντας τα παραπάνω λόγια με τον τρόπο εκείνου που προβάρει δεκαετίες ολόκληρες τα λόγια του. Και να που έρχεται η ώρα για να παίξει το ρόλο του. Παραμέρισε τα μαδέρια, τα παλιοσίδερα, κάτι κεραμίδια θρυμματισμένα από τον καιρό. Και τότε εμπρός του ξεπρόβαλλε η είσοδος του θεάτρου. Άνοιξε με τ’ολομόναχο κλειδί που του ‘χε δώσει ο συμπαθής συμβολαιογράφος και έφεξε στο εσωτερικό του. Στους τοίχους είχε κάτι παλιές αφίσες, πάνω στον πάγκο μια παλιά ρεπούμπλικα, κάτασπρη από το χιόνι του χρόνου. Τα καθίσματα ήσαν όλα μαζεμένα σε μια μεριά και πάνω στο τραπέζι ένα φωτιστικό, σαν ζωγραφιά κυκλωμένη από όλη την τραγικότητα αυτού του κόσμου. Τ’άναψε, δίχως την παραμικρή πεποίθηση πως θα δούλευε, μα εκείνο τελείως φυσικά φώτισε το χώρο, ανένδοτο να το βάλει κάτω. Εδώ θα’ταν το αναψυκτήριο, συλλογίστηκε και στο βάθος διέκρινε την βαριά κουρτίνα. Τι να’κρυβε πίσω της, τόσα χρόνια ασάλευτη, τι να φύλαγε άραγε;
Παραμέρισε το βαρύ ύφασμα και τότε την είδε. Ήταν η σκηνή, δέκα πόντους μονάχα υπερυψωμένη. Από την οροφή κατέβαιναν κάτι κάτασπρα λεπτά σχοινιά και σύρματα. Έτσι να τα’κανες θα κόβονταν. Η σκουριά κατηφόριζε πάνω στην επιφάνεια τους και σε λίγο θα άρχιζε να σταλάζει επάνω στο πάτωμα. Τότε είναι που τα κτίρια πεθαίνουν, ίσως με κάποιο τρίξιμο, ίσως δίχως τίποτε, ολότελα φυσικά σαν μια σταματημένη καρδιά. Κράτησε το φωτιστικό και προσπάθησε να δει καλύτερα. Στο φόντο της σκηνής, πάνω στα ράφια, ένα σορό κούκλες. Άλλες ήσαν λυπημένες, κάποιες γελαστές και άλλες κρατούσαν τόσο καιρό άσβηστο το μίσος και τη μοχθηρία τους. Του ‘κανε μεγάλη εντύπωση που έβλεπε τόσες κούκλες συγκεντρωμένες. Του φάνηκε πως ήσαν παιδιά παρατημένα εκεί, παιδιά που δεν θα μεγάλωναν ποτέ, χαμένα μες στ’όνειρό τους. Ίσως εδώ να κρύβονται τα παιδιά που χάνονται, σκέφτηκε και όσο κοιτούσε η καρδιά του ζεσταινόταν.
Αναγνώρισε ένα σορό ήρωες πάνω σε εκείνες τις μαριονέτες. Ο πονηρός Γκρατσιόζο, ο Δον Κιχώτης και ο πιστός του σύντροφος, το ξύλινο αγόρι, ο Πινόκιο, η αλεπού και το κοράκι, μια μικρή με κατακόκκινη κάπα, να και ο λύκος και το μολυβένιο στρατιωτάκι. Πλησίασε στο φόντο με τις κούκλες, τα μάτια του φωτίστηκαν. Γιατί ήσαν όλες τους φτιαγμένες με μεράκι. Ο Δον Ζουάν, είχε ωραία, μαύρα μάτια και ο Σιρανό ξεχώριζε από τη μύτη και τα μάτια του που σε κοιτούσαν μελαγχολικά. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα ήταν ακουμπισμένοι σε μια άκρη. Τώρα δεν θα τους χώριζε η έχθρα των προγόνων τους μήτε κάποιο εύρημα της μαύρης τύχης. Όλα θα τα’χουν πει τώρα πια και η αγάπη τους θα ‘χει βαθύνει ως το κέντρο του κόσμου, μονολόγησε και βρήκε τη μοίρα τους καλογραμμένη, αφού η ζωή και τ’όνειρό τους παρέμεναν άθιχτα και απλησίαστα.
Θα ‘χε νυχτώσει για τα καλά όταν αποφάσισε να φύγει. Δεν ήξερε τι θα ‘πρεπε να κάνει με τις κούκλες, μήτε θα μπορούσε να τις κάνει να ζωντανέψουν. Εκείνος δεν γνώριζε τίποτε από την τέχνη αυτή. Ξαφνικά λυπήθηκε και δίχως να το αντιληφθεί βάλθηκε να κλαίει. Του φάνηκε πως πάνω από τη σκηνή επέρασε η παιδική του αθωότητα, μα έκανε λάθος. Αυτά τα πράγματα χαθήκανε πια, για πάντα. Έκλεισε το φωτιστικό, το άφησε στο τραπέζι, διόρθωσε όσα είχε πειράξει, μην τύχει και χαλάσει τη σκηνοθεσία της ερημιάς. Τράβηξε την κουρτίνα απαλά και άφησε τις μαριονέτες μες στη σιωπή τους.
Η γυναίκα με τ’αδέσποτα, σαν τον Χριστό με τους μαθητές του τριγύρω φάνηκε στο πλατύσκαλο τ’απέναντι σπιτιού. Του χαμογέλασε, να μας ξανάρθετε, τώρα που ξέρετε τι θησαυρούς κρύβει ετούτο το υπόγειο, να ξανάρθετε.
Της χαμογέλασε ανόρεκτα μα ευγενικά. Έπειτα κλείδωσε τη βαριά πόρτα και τράβηξε μερικά σίδερα που είχαν μαζευτεί στην άκρη. Δεν θα χρειαζόταν να μιλήσει με τον συμβολαιογράφο, μόνο που θα’πρεπε να δει τι θα κάνει με αυτό το θεατράκι, με τις κούκλες, με το φωτιστικό και τα καθίσματα που σε κανέναν δεν χρειάζονται πια. Α, και με το καπέλο που δεν ήταν και σε τόσο κακή κατάσταση.
Να μας ξανάρθετε, επανέλαβε η γυναίκα και σαν γύρισε να την αποχαιρετήσει, πάντα από ευγένεια, είδε που ‘χε δεμένα τα χέρια της με σύρματα, Άλλα δύο πρόβαλαν πίσω από το λαιμό της, κάνοντας τις κινήσεις της να μοιάζουν παράδοξες. Μες στ’αγνά της μάτια υπήρχε μόνο χαμόγελο, τόσο απαλά χαραγμένο που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή όλη η εντύπωση θα χαθεί. Η νύχτα χυνόταν μες στο καλούπι του κόσμου και όλα επαίρνανε το σχήμα τους πια. Ακολούθησε τα σύρματα και είδε έναν άνθρωπο που τα κρατούσε και έλεγχε τις κινήσεις της γυναίκας. Ο άνδρας φορούσε μια παλιά ρεπούμπλικα, κάτασπρη από το χιόνι του κόσμου, θυμάστε;
Άνοιξε βιαστικά, πήρε το φωτιστικό στα χέρια και παραμέρισε τη βαριά κουίντα. Όλα ήταν στη θέση τους, έξω από τη ρεπούμπλικα και την Ιουλιέτα. Ο Ρωμαίος του φάνηκε γερασμένος πια και στη θέση της κούκλας που έλειπε, δεν υπήρχε τίποτε. Έτρεξε έξω, είδε τη γυναίκα που του χαμογελούσε με τη λεπτότητα του έρωτα μεταπλασμένη πια σε μια βαριά μοναξιά. Ο άνδρας εξακολουθούσε να βρίσκεται στο μπαλκονάκι του πρώτου ορόφου. Ήταν ντυμένος με το καλό του το κοστούμι, σε στυλ δεκαετίας του 1960. Τα παπούτσια του ήταν γεμάτα χώματα και το φεγγάρι περνούσε από μέσα του.
Τότε κατάλαβε, όλα του τα εξηγούσε κάτι που άκουσε πολύ βαθιά μέσα του.
Α.Θ