[…όσοι γράφουν ποιήματα
το κάνουν για να διαφύγουν
της ασφάλειας του κόσμου…]
Σκόρπιες εντυπώσεις
για την ποιητική συλλογή
“Καλεσμένος”
του Κυριάκου Ιωαννίδη
από τις εκδόσεις
Μονόκλ
Κοίταξε τριγύρω του, κάθε δρόμος έμοιαζε με μικρό λιμανάκι που υπερασπίζεται τη ζωή. Άκουσε τα παιδιά που τρέχανε και τρύπωναν στις αθλοπαιδιές και τα πάρκα της τσέπης που μοιάζει άδεια σαν τη δική του. Είχε πια πειστεί πως εκείνο που κάνει να ξεφυτρώνουν δίχως σταματημό οι πολύχρωμες, παιδικές χαρές δεν είναι άλλο από ένα είδος μίσους και απέχθειας για την παιδική ηλικία. Βλέπετε ο κόσμος ξέρει καλά πως είναι αδύνατο να επιστρέψει κανείς στις αθωότητες. Το δοκίμασαν αρκετοί, κανείς δεν στάθηκε τυχερός. Για την ακρίβεια, δεν είναι λίγα τα μεγάλα παιδιά που τα κράτησε για πάντα ένας ξένος και αλλιώτικος κόσμος, παιδιά που στάθηκε ανέφικτο να γυρίσουν πίσω, αφήνοντας θλιμμένες μητέρες και παγωμένα παιδικά δωμάτια.
Ήταν βέβαιος πως οι άνθρωποι διαλέγουν να φτιάχνουν παιδικές χαρές και μικρά πάρκα, όχι για άλλο λόγο παρά για να ασκήσουν εξαντλητικά την οργή τους, την τόση τους πίκρα. Αλλιώς δεν θα ‘χε καμία επιτυχία η μεταφορά – όλος ο κόσμος μεταμορφώθηκε σε ένα παρόμοιο σχήμα λόγου – που σκαρώνει ο Κυριάκος Ιωαννίδης στον “Καλεσμένο” των εκδόσεων Μονόκλ.
Μια καινούρια, ποιητική συλλογή με σήμα κατατεθέν της το παράξενο και εσωτερικό εξώφυλλο του Σπύρου Αγγελόπουλου. Ο τελευταίος ευθύνεται για τις βινιέτες που δεν είναι πεθαμένες σαν κάτι άλλων ποιημάτων, αλλά μοιάζουν να προσμένουν κάτι στο τέλος των στίχων, εκεί επάνω στη στροφή, όταν μια πρόζα παίρνει ζωή ή τη χαρίζει με εκείνη την απόλυτη φυσικότητα που ξέρει να μεταφράζει στην κυριολεξία του αυτόν εδώ τον κόσμο. Μετά τις “Νωπογραφίες” του που κυκλοφόρησαν το 2021 από τις εκδόσεις “Μωβ Σκίουρος” ο Αθηναίος δημιουργός επανέρχεται εκδοτικά, πρώτα σε κάποια βιτρίνα της οδού Φειδίου για να ταξιδέψει όπου διαβάζεται η νέα, καλή ελληνική ποίηση. Σαν και αυτή που διαλέγει το Μονόκλ, ήδη από την πρώτη συλλογή της Λένας Καλλέργη ως τον “Καλεσμένο”.
Οι στίχοι του γυρεύουν κάποιον σαν εσένα που φιλοξενείσαι με όλες τις ανέσεις ανάμεσα στις όχθες του κόσμου, αφήνοντας κάπου κάπου σκόρπια σκίτσα ενός ζητήματος πολύ προσωπικού. Ενός ζητήματος που τείνει να γίνει κλασικό, με την έννοια μιας εξοικείωσης με τις συνθήκες που συναντούμε καθώς διαβαίνουμε μέσα από τάξεις χρόνου και εποχές. Σας μιλώ για μια ποίηση διόλου συνηθισμένη ή επηρεασμένη από την τάδε ή τη δείνα σχολή, μα για στίχους αυθύπαρκτους που αφοπλίζουν ολότελα την αλήθεια, επειδή ακριβώς μιλούν για αυτή με όλους τους τρόπους, τους πιο πιθανούς, τους πιο ταιριαστούς, ίσως κάποτε σκληρούς μα αληθινούς. Ένα αιφνίδιο φως μεταμορφώνει το πιο κοινότυπο πράγμα, όπως ας πούμε ένα βαμβακερό ύφασμα στο χρώμα του νεφρίτη, έναν ανεμοδείκτη, ένα λυχνιστήρι ή ακόμη και τη σκόνη εμπρός στην πόρτα του αχυρώνα σε κάτι με αξία και βαρύτητα κάπως μεταφυσική.
Ο Κυριάκος Ιωαννίδης δεν διαλέγει λέξεις περίτεχνες, μόνο ξέρει δίχως κανένα δισταγμό να συνταιριάξει τις καλύτερες, τις πιο αυθεντικές, αυτές που πλησιάζουν την αλήθεια του κόσμου δίχως προσπάθεια. Κάπως έτσι οι εντυπώσεις κρατιούνται ζωντανές, εκείνο που χάνεται βρίσκει ένα καταφύγιο και οι στίχοι τερπνά λαλούν ακόμη και όταν τα σύντομα ποιήματα παίρνουν ένα τέλος, αφήνοντας όλα τα πονταρίσματα στα χέρια των συμφραζομένων. Άλλωστε η φυσικότητα στάθηκε το ζητούμενο για τον “Καλεσμένο” που με έναν μικρό δισταγμό εισέρχεται στο ποιητικό σύμπαν του Κυριάκου Ιωαννίδη. Ο δημιουργός γράφει για αυτό που δεν επισημαίνεται, για “το αντιληπτό και το αισθητηριακό” , για εκείνο που “ισοπεδώνει το φυσικό”, αφήνοντας κάτι σαν επιγράμματα του σήμερα για το φινάλε, φράσεις με πυκνότητα, με ουσία και με σκελετό δραματικό ή υποβλητικό. Μόνο βολικός δεν είναι ο κόσμος του Κυριάκου Ιωαννίδη. Ίσως μελαγχολικός, ελαφριά κωμικός και τρεμάμενος, σαν το φως του κεριού μες στους αμυδρούς ανέμους. Ίσως και κομμάτι θαυμάσιος, δεινός σαν έρωτας με αναμνήσεις και σύμβολα σε γωνιές και διαδρομές.
Να στρέφεσαι στα ποιήματα, να μελετάς τον κόσμο, κρατώντας τους βαθύτερους στοχασμούς για τις ώρες τις πιο δύσκολες, να παραληρείς και να ξεμακραίνεις και σαν ημίθεος να στοχάζεσαι τις αναλλοίωτες αλήθειες, αυτές που επίμονα φυσούν , σαν άνεμοι αναπάντεχοι, που ξυπνούν πριν την ώρα τους. Άνεμοι και οι ποιητές μες στην καρδιά της εποχής μας, φυσούν κόντρα στα πανιά της λογικής μας σάλπιγγες του ωραίου και του ανέφικτου που ηχούν. Του θαύματος που αφοπλίζει κάθε αλήθεια παραδεκτή και στέρεα. Εκείνος που γράφει στίχους στα στερεώματα, εκείνος κόβει στα δυο την εγκράτεια, τη νοσταλγία, διακόπτει τη λήθη, ανοίγει τις σκουριασμένες τζαμαρίες και αντικρίζει το θαύμα. Οφείλουμε στους ποιητές ετούτη την παραδοχή καθώς μας εμπιστεύονται τους στίχους τους και από τη δεινή τους θέση, χτυπιούνται με το δαίμονα. Αν τύχει να’ναι μεγάλοι, ευθύς θα το αισθανθούμε επειδή λέει θα συνοψίζουν και θα εξιστορούν τις πιο επικίνδυνες πτυχές μας, τις πιο ξεχασμένες, οργανώνοντας μια έξοδο ηρωική από τη συνήθεια της ύπαρξής μας.
Με κάτι τέτοιες λέξεις λιγοστές αυτό εδώ το σημείωμα χαιρετίζει τους στίχους που γράφονται με καρδιά και τιμιότητα. Με κάτι από την πραγματεία του θαυμαστού προικίζονται η ρεαλιστική ζωοφόρος του κόσμου μας. Τέτοιες σμιλεύει με λίγους μόνο στίχους στα τριάντα και πλέον ποιήματα, όσα δηλαδή περιλαμβάνει η καινούρια έκδοση του Μονόκλ ο Κυριάκος Ιωαννίδης. Στο φιλόξενο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων θα ανακαλύψει κανείς με πόσους τρόπους καλλιεργούνται και συντηρούνται σαν άνθη οι στίχοι, με πόσους τρόπους βγάζει δέρμα η πέτρα και παύει να απομένει αδειανό το κεμέρι της φαντασίας μας. Δεν είναι εύκολο, μήτε που μπορεί κανείς να φανταστεί με πόσα πράγματα αναμετράται ένας ποιητής, ώσπου να φτάσει σε εκείνο το πρώτο το σκαλί. Κανείς δεν ξέρει πού τάχα να ‘χει κρύψει το βίωμα και την εμπειρία του. Ίσως να βρίσκεται στις “Τάσεις” ή τα “Ουράνια Σώματα” ‘η στην “Κυρία Γκέλα στο γκέτο” ή τη “Στοχοποίηση” που προβάλλει μια λέξη απολύτως ταιριαστή με την επικαιρότητα. Αρκεί να σκύψει κανείς πάνω στα ποιήματα και εκείνα ευθύς ξεδιαλύνουν σαν παλιές, καλές συννεφιές για να παραχωρήσουν μια ιδέα για την ποίηση που γράφεται, για αυτήν που μεγαλώνουμε σε σημειώσεις και προσχέδια, εμείς οι ελάσσονες κάποιου καιρού.
Σταμάτησε να συλλογίζεται το ένα και το άλλο. Τι θα κατάφερνε αν συνέχιζε να στενοχωριέται και να συγχύζεται, τι. Και άλλοτε, εκείνος διάλεξε να ‘χει γεμάτη της καρδιάς του την τσέπη. Τα παιδιά σκόρπισαν, τ’απόγευμα προχώρησε, λίγο ακόμη και ο ήλιος θα πνιγεί στο πέλαγο της Σαλαμίνας.
Προχώρησε μες στην παγωνιά , σε μια στιγμή διέκρινε ένα κορίτσι σαν την “Λένα στο Κέντρο”. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονταν ο μανάβης, ο χασάπης, μια πόλη σε μόνιμη μαρμαρυγή, λόγγοι και ραχούλες, όλα τα παραπάνω. Ανάμεσά τους χωρούσε κάτι από αγάπη, μα περισσότερο από όλα, ανάμεσα σε εκείνον και ένα ποίημα χωρούσαν πράγματα και μεγέθη μεγαλύτερα, όπως οι τάξεις οι κοινωνικές, μια συνέχεια μας και ο διακεκκομμένος χρόνος, τα δάκρυα, οι χαιρετισμοί. Συμβουλεύτηκε κάπως το βιβλίο του ποιητή Κυριάκου Ιωαννίδη, έπειτα γεύτηκε στα ξαφνικά τη μυρωδιά του πατέρα που γυροφέρνει στις πρόζες με μια σιωπή σχεδόν σαιξπηρική. Έτριψε το μάγουλό του, έτσι όπως έκανε μικρός, όταν το “μετακάρπιο” του πατέρα χτυπούσε στ’απαλά τα πρόσωπα. Εκείνη είχε προλάβει να χαθεί μες στο πλήθος που σπαράζει δρόμους, που χάνεται και επιστρέφει με κάτι το στοχαστικό, με κάποιον μυστικό και ανομολόγητο σκοπό. Όλα πάψανε απότομα και εκείνος παρέμενε ηλίθιος, όπως αυτός ο κόσμος συνεχίζει να ξεστομίζει μικρές επαναστατικές παραδοχές που στην ουσία δεν συνιστούν τίποτε τ’αξιόλογο. Παρίστανε για χρόνια τον ανόητο, τόσα πολλά που είχε πειστεί πως ίσως να ‘ταν χαμένος κόπος κάθε προσπάθεια να μιλήσει για τη ζωή του.
Τώρα σιγά σιγά ξυπνάει. Του παίρνει τόσο πολύ καιρό συνήθως για να υπάρξει, με τον τρόπο που το εννοούν οι καρδιές. Καμιά φορά δεν τα καταφέρνει, πλάθει φανταστικά κορίτσια που τον αγαπούν μα δίχως να το λένε. Και άλλοτε πάλι, για να μην χάσει όλο του το κουράγιο, μαθαίνει απ’έξω τα ποιήματα για μια δύσκολη στιγμή, όταν πια θα ‘χει γίνει ασθματικός στην ελευθερία και ασθενικός στην απλότητα, ίσως και κάπως ληθαργικός στην καταστροφή. Όλα τα βρίσκει στην ποιητική συλλογή των εκδόσεων Μονόκλ, εκεί που καθένας είναι “Καλεσμένος”, παίρνοντας μια θέση μες στην προοπτική της εποχής. Με ζητούμενο όχι την αντίληψη, μα την αίσθηση μιας νεκρής παλίρροιας που την γκρεμίζουν τα ποιήματα.
Υπάρχει μια ζωή που ζεις και μια άλλη που στοχάζεσαι, κάπως μακρινή. Ο Κυριάκος Ιωαννίδης δεν διαλέγει τον κόσμο του, δεν αποκρύπτει, δεν ομολογεί. Μόνον που εκφράζεται συμβολικά μες στα ποιήματα, εκεί που κανείς δεν μπορεί να πει ψέμματα.
“Καλεσμένος” του Κυριάκου Ιωαννίδη. Ποίηση από τις εκδόσεις Μονόκλ. Με εξώφυλλο του Σπύρου Αγγελόπουλου. Με ποιήματα που ανοίξανε και σας προσκαλούν, καθώς η οδός Φειδίου με κάθε καινούρια έκδοση σηκώνεται λίγο πάνω από το νερό του χρόνου.