Η γυναίκα μετρονόμος, η Ντίκινσον και ορισμένες παραμορφώσεις του κόσμου βασισμένες σε ζωγραφιές

© Willy Ronis

[στα ηχεία, Partita No. 3 in A minor, BWV 827 – I. Fantasia]


Της αγάπης και της αιωνιότητας

Έμιλι Ντίκινσον
“Έχω έναν φίλο”

Έχω έναν φίλο που είναι στ’αλήθεια πουλί
αφού μπορεί και πετά!
Έχω έναν φίλο καμωμένο από ύλη θνητή
αφού μπορεί και πεθαίνει!
Κεντρί έχει, σαν τη μέλισσα.
Είσαι στ’αλήθεια παράξενος φίλε μου,
το νου μου σαστίζεις!

“Δεν το μπορώ να ζήσω μακριά σου”

Δεν το μπορώ να ζήσω μακριά σου.
Δεν λέω θα ‘ταν μια κάποια ζωή
μα καταδικασμένη να βρει το τέλος της
εκεί , πίσω από το ράφι,
η κοινή μας ζωή, πορσελάνινη
σαν τα φλιτζάνια
τ’αποσυρμένα,
τα ραγισμένα.

“Ένα νεκρό βλέμμα”

Ένα νεκρό βλέμμα
φέρνει βόλτες μες στο δωμάτιο
κάτι γυρεύει, καθώς φαίνεται.
Ώσπου να τυλιχτεί μες στο σύννεφο
και έπειτα καμωμένο από το σκοτάδι της ομίχλης
ώσπου να σωπάσει το κοίταγμά του
δίχως ποτέ να αποκαλύψει
όσα ευλογημένα προοριζόταν κάποτε να αντικρίσει.

Οι κλόουν ετοιμάζονται
Κλάρενς Χόλμπρουκ Κάρτερ
[…με μια ιστορία, με όσα ποτέ δεν θα μπορούσε να πει μια ζωγραφιά…]

Ο Ίαν και ο Ράσμπερι, δεν έχουν αληθινά ονόματα. Και κανείς δεν τους ξέρει, μήτε που τους θαυμάζει όταν κυκλοφορούν μες στον κόσμο, ανάμεσα σε άλλους πολλούς.
Όμως είναι οι ίδιοι που σαν ζωγραφίσουν κατάλληλα το πρόσωπό τους γίνονται οι ξακουστοί μίμοι του Χόλμπρουκ Κάρτερ, που κάνουν τον κόσμο να δακρύζει από τα γέλια. Ή πάλι τους φανερώνουν έναν κόσμο απολύτως φανταστικό που τον έχει ανάγκη ο καθένας.
Όπως και να’χει οι δυο τους είναι αχώριστοι και έτσι όπως βάφονται, κοιτάζοντας αφοπλιστικά τον ζωγράφο, ο Ράσμπερι ξεστομίζει μια μεγάλη αλήθεια. Δεν θα την σώσει ο χρωστήρας.
“Εμείς κάνουμε μια καλή πράξη εκεί έξω. Και καμιά καλή πράξη, δεν παραμένει ατιμώρητη”.
Με κάτι τέτοια οι δυο τους φανερώνουν πως ένας γελωτοποιός αξίζει πολλά παραπάνω από δέκα πένες. Μα και πάλι ο Ίαν και ο Ράσμπερι δεν θα χαράμιζαν με τίποτε την ευκαιρία να σκαρώσουν μια παράξενη υπόθεση, γυρεύοντας λέει να κατεβάσουν το τσίγκινο φεγγάρι από εκεί πάνω. Θα το έκαναν και δίχως κανένα απολύτως κέρδος.

Το σπίτι του καλοκαιριού
Τζορτζ Τούκερ

Αν κανείς κοιτούσε κατά την πλαγιά θα έβλεπε τρία χάρτινα φανάρια να διαβαίνουν μοναχά τους το δρόμο για τ’ακρωτήρι.
Είναι τα κορίτσια του φαροφύλακα, που κάθε καλοκαίρι, ξεκινούν για να φροντίσουν το περίφημο καλύβι του καλοκαιριού στην άκρη της προκυμαίας. Μόνο το φεγγάρι φθάνει μέχρι εκεί , ανάβοντας πάνω στα νερά μικρές πυρκαγιές.
Θα φροντίσουν τις δεσιές του, θα επιθεωρήσουν τα παράθυρα και την ξύλινη πορτούλα που κάθε τόσο την χτυπάει ο άνεμος. Ύστερα θα φέρουν λουλούδια και θα στολίσουν τη μικρή βεράντα τριγύρω. Με άλλα λόγια θα κάνουν την προκυμαία να μοιάζει με αληθινό παλατάκι, σαν εκείνο που μεταμορφώνει με το τίποτε η νεράιδα για χάρη του κακόμοιρου του κοριτσιού.
Και όταν τα χρόνια θα ‘χουν περάσει, να ξέρεις, μια δύναμη αλλόκοτη με τ’όνομα χρόνος θα γίνει της άγριας νιότης ο φονιάς. Και τίποτε δεν θα μείνει από εκείνο το καλοκαιρινό σπιτάκι στην άκρη της προκυμαίας.
Μα για απόψε, φαντάσου μια μαγική θαυμαστή εικόνα, τρία χάρτινα φανάρια να διαβαίνουν το δρόμο για τ’ακρωτήρι. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι χαμένος κόπος.

Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα ξεκουράζονται κάτω από ένα δέντρο
Ονορέ Ντωμιέ

Ο Δον Κιχώτης δεν παύει στιγμή να ονειρεύεται. Στέκει κάτω από τον ίσκιο με τη θέα της πολιτείας να κυριαρχεί. Και φέρνει με το νου του πως όλοι οι στρατοί που επιβουλεύονται τη φαντασία του κόσμου κατατροπώνονται.
Είναι αδυνατισμένος, μα η θέλησή του σαν πάντα παραμένει σιδερένια και ακλόνητη.
Στο πλάι του έχει ότι χρειάζεται η μεγελειώδης υπόθεση της σωτηρίας του κόσμου.
Ο καλόβολος Σάντσο που αποκοιμιέται τώρα δεν του χαλάει χατίρι. Και αν έπρεπε, θα ριχνόταν στη φωτιά για τον ιδαλγό.

Η γυναίκα Μετρονόμος
ή αλλιώς
Υπόθεση Χαρισιάδη

αφήγημα

[…αφορμή για την ιστορία αυτή, κάτι που βρέθηκε γραμμένο στον “Θησαυρό του Χρόνου”, στο τελευταίο έργο του Μένη Κουμανταρέα που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. Σε κάποιο από τα μαγικά κείμενα που υπογράφει ο σπουδαίος λογοτέχνης, γίνεται μια αναφορά στην περίπτωση του “εμπόρου Χαρισιάδη” ο οποίος και είχε μια κάποια σχέση με τη γιαγιά του συγγραφέα αφηγητή. Λάτρης της τέχνης και δέσμιος του τζόγου έβαλε τέλος στη ζωή του. Χρησιμοποίησε ως κάλυψη τα φορτίσιμο του Ωδείου που λειτουργούσε στην αρχή του δρόμου και φιλοξένησε κάποτε την Κάλλας ως σπουδάστρια. Ο θάνατός του έλαβε χώρα σε κάποιο από τα μαγαζάκια της οδού Φειδίου εκείνα που απλώνονται ως τη μικρή διασταύρωση με την Ζωοδόχου Πηγής. Τώρα που το συλλογίζομαι η διασταύρωση στέκει σε απόλυτη κόντρα με την λυπητερή υπόθεση του εμπόρου μα έτσι το θέλησε η τύχη. Κάτι θα ‘χε ακούσει ο Κουμανταρέας, ποιος ξέρει από ποια αφήγηση. Ωστόσο η ιστορία φάνηκε εξόχως γοητευτική για να σταθεί μια αφήγηση εκείνης της υπόθεσης, όχι γλαφυρή μα γενικόλογη και πολύ συνοπτική…]
[η αναφορά περιλαμβάνεται
στον “Θησαυρό του Χρόνου”]

Κόμησσαι και ανθρακείς , όπως το ‘πε ο Ροίδης. Αυτή ήσαν η οδός Φειδίου στις αρχές του παλιού αιώνα. Κάθε φορά που το γράφω αυτό, νιώθω πως κάποιος εμπρηστής βάζει πυρκαγιά σε όλα τα περασμένα και εγώ να τρέχω, λέει με κατεύθυνσή μου τ’ανέφικτο. Έτσι λένε οι άνθρωποι για όσους ζητούν να επιστρέψουν.

Μα εγώ έβαλα μπρος να πω μια ιστορία. Κάτι τέτοιες φιλοσοφίες του συρμού, χαλούν το ρυθμό της αφήγησης.

Φανταστείτε, λοιπόν έναν δρόμο πολύβουο, γεμάτο σπουδαστές χαμογελαστούς και βιαστικούς δικηγόρους, κυρίες με φόρεμα πρωινό, θεραπαινίδες και μοδιστρούλες, μια αλόγιστη φυλή από ξεχασμένα επαγγέλματα, λησμονημένες στάσεις ζωής. Κάθε τόσο όλα τα πιάνα παίζουν φορτίσιμο τη σονάτα και δεν ακούγεται τίποτε άλλο, έξω από τις κλίμακες και τις συγχορδίες. Είναι τότε που θαρρείς πως ολόκληρος ο δρόμος σηκώνεται λίγο πιο ψηλά.

Το μαγαζί του Χαρισιάδη βρίσκόταν κατά πως φαίνεται εκεί που σήμερα λειτουργεί ένα πολύ δημοφιλές μπαράκι. Ή λίγο πιο πάνω στα πρώτα μαγαζιά μόλις αφήσει κανείς πίσω του τη γωνιά του δρόμου. Παλιός και γνωστός έμπορος, είχε πλουτίσει στήνοντας δουλειές με σημαντικό κέρδος στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Πουλούσε και αγόραζε τρόφιμα, ήταν γνωστός για την τιμιότητα και τις αυστηρά καθορισμένες του συμφωνίες. Τίποτε δεν άφηνε ο Χαρισιάδης στην τύχη και εκείνη σαν να ευφραινόταν που τη λογάριαζε τόσο πολύ ο άνθρωπος αυτός, πόσο του στάθηκε να ξέρατε, πόσο του στάθηκε. Μυθική γίνηκε η περιουσία του και ίσως να είχε στην κατοχή του και άλλα μαγαζιά, από όλα εκείνα που συνθέτουν το παλίμψηστο της οδού Φειδίου. Αγαπούσε δε, πιο πολύ από όλα το πιάνο και θαύμαζε με όλες του τις δυνάμεις τους ταλαντούχους βιρτουόζους.

Παρακολουθούσε πάντα με ενδιαφέρον τις εξετάσεις του Εθνικού Ωδείου και όλοι λέγανε, να, δες, ο Χαρισιάδης πάλι αναζητά το καινούριο του ταλέντο. Και οι μαθητές βάζανε τα δυνατά τους να εκτελέσουν τις φούγκες με όλη την επιδεξιότητα που διδάχτηκαν από την μαντάμ τους μήνες του χειμώνα. Μα ο Χαρισιάδης πάντοτε διάλεγε, λέει, εκείνον τον σπουδαστή που ακόμη και αν ξαστοχούσε πού και πού, μετέδιδε στο έργο του συναίσθημα και κάτι από την προσωπικότητά του, κάτι που θα ανανέωνε τα χιλιοπαιγμένα έργα. Σπάνια το ‘βρισκε αυτό και ήταν εκλεκτικός πολύ με τούτο το ζήτημα.

Μια άσχημη συνήθεια είχε μόνο ο Χαρισιάδης. Του έκανε κέφι να παίζει χαρτιά, ζάρια και τα τοιαύτα. Ήταν δηλαδή δέσμιος της χαρτοπαιξίας και δεν ήταν λίγες οι βραδιές που έχανε μικρές περιουσίες πάνω στο τραπέζι. Οι φίλοι του ήξεραν, μα είχαν εμπιστοσύνη στον έμπορο που γνώριζε πώς να τιθασεύει το πάθος του. Και όμως, αργά ή γρήγορα θα τον τραβούσε στο βυθό μαζί του, αυτό ήταν βέβαιο. Οι άνθρωποι που υποβάλλονται σε αυτή τη βάσανο, έχουν πάντα την πεποίθηση πως μπορούν να εξέλθουν του λαβυρίνθου που οδηγεί η αναμέτρηση με την τύχη. Κανείς δεν κέρδισε κυνηγώντας την. Αυτή η τελευταία δεν πιάνεται, μπορεί να στο βεβαιώσει και τα γεγονότα της ζωής που εκρήγνυται δίχως καμιά προειδοποίηση.

Απόψε, θα έλθουν οι φίλοι του. Μόλις ανάψουν τα λαδοφάναρα της οδού Φειδίου, ένας ένας οι δικοί του άνθρωποι, δικοί του στο πάθος ,αλλιώς ξένοι ολότελα, θα φανούν ψηλά πάνω στο δρόμο. Θα σταθούν για μια στιγμή καπνίζοντας σκεφτικοί, συζητώντας για τ’απόνερα της πολιτικής, θα πουν κάποιο καλαμπούρι, έπειτα μόλις σωθούν όσα θα μπορούσαν δυο άνθρωποι να μοιραστούν, θα κατηφορίσουν στου Χαρισιάδη. Τώρα τους οδηγεί η ανυποχώρητη έξη τους.

Εδώ λαμβάνει χώρα απότομη φωτοσκίαση. Με μια πρωτοφανή βιαιότητα οι άνδρες αυτοί κατηφορίζουν την στριφογυριστή σκάλα που οδηγεί στο υπόγειο. Ο έμπορος κατεβαίνει τελευταίος. Έχει κλειδώσει την είσοδο του μαγαζιού και ακολουθεί τους άλλους. Τώρα ποντάρει σε ένα τυφλό παιχνίδι ότι έχει και δεν έχει. Η νύχτα προχωρεί, η τύχη του γυρίζει την πλάτη. Οι άλλοι ζητούν το μερτικό τους, η καρδιά του μοιάζει κομματιασμένη. Απόψε τα έχασε όλα ο Χαρισιάδης. Οι παίκτες γυρεύουν το κέρδος τους. Ο Χαρισιάδης δεν διστάζει, υπογράφει ένα χαρτί με το οποίο όλα παραχωρούνται στους ανθρώπους αυτούς.

Φεύγουν ευχαριστημένοι, ανείπωτα κερδισμένοι. Ξημερώνει. Ο Χαρισιάδης καπνίζει σκεφτικός έξω από το μαγαζί. Μα κανείς δεν νοιάζεται. Τώρα ξεκινάει ο καθημερινός όρθρος, καθένας πρέπει να αναμετρηθεί με τον ανθυγιεινό αέρα της καθημερινής ζωής. Κανείς δεν συλλογίζεται το παραμικρό, μόνο χαριτωμένα λουλούδια στο τέλος της μέρας ή λιγότερο θάνατο ή ένα πιάτο φαγητό, μια πρόσφατη αποτυχία. ‘Η και τίποτε, ή και τίποτε.

Οι σπουδαστές ξεκινούν με ορισμένες ασκήσεις. Τέσσερα πιάνα ταυτόχρονα, πολύ καλά συγχρονισμένα. Η μαντάμ ακούγεται που δίνει το ρυθμό. Είναι η γυναίκα μετρονόμος, μια σπάνια μεταφορά του ρυθμού σε εκδοχή ανθρώπινη. Έπειτα πιάνουν σπουδές του Μπαχ που έχουν σημεία με στακάτο παίξιμο και άλλοτε πάλι αγγίζουν κορυφές με το νεύρο του κεραυνού. Ο Χαρισιάδης διαλέγει τη στιγμή του χαλασμού. Κλείνει πίσω του την πόρτα, κατεβαίνει στο υπόγειο και με ένα περίστροφο βάζει τέλος στη ζωή του.

Όσο και αν ψάξει κανείς δεν θα βρει τίποτε για αυτήν την ιστορία. Σαν να προσποιήθηκαν όλοι πως ποτέ του δεν υπήρξε ο έμπορος Χαρισιάδης σκεπάστηκε από ένα στρώμα χρόνου και λήθης. Η οδός Φειδίου ωστόσο άφησε τον γλύπτη να παρατηρεί τις άπειρες εκδοχές της ανθρώπινης μορφής, καθώς τα πλήθη διαβαίνουν ως αργά, αυτόν τον μικρό και για αυτό απέραντο, δρόμο. Μες στο μυαλό του γεννιούνται οι αναπαραστάσεις και οι τρεις γυναίκες που περνούν ευθύς μεταμορφώνονται σε τρεις θεές. Διότι δρόμοι σαν την οδό Φειδίου, μπορούν να αποδοθούν με την αίσθηση, αφήνοντας συννεφένιες τούφες εντυπώσεως πάνω στα πολύ μελαγχολικά κτίρια, τα απολύτως ελεύθερα και ελαστικά, αν ιδωθούν με μια ορισμένη διάθεση.

Α.Θ