
Άντε Γεια
(1991)
[…βρέχει. Μέσα, έξω…]
Έγραψε στο πληκτρολόγιο 1991 και ευθύς ο κόσμος πριν τριάντα χρόνια φωτίστηκε. Γεγονότα και σταθμοί στην αρχή εκείνης της δεκαετίας. Ο Δεκέμβρης του 90 μας πήρε τον Παύλο Σιδηρόπουλο, λίγο νωρίτερα ο Μοράβια και ο Λέοναρντ Μπερνστάιν είχαν κιόλας περάσει στην άλλη πλευρά. Εκεί θα συναντήσουν τον δικό μας, τον ποιητή Αλέξανδρο Μπάρα και όλους εκείνους που ρίχνουν τίτλους τέλους σε συναρπαστικές και λαμπερές βιογραφίες. Η απουσία βεβαιώνει τη σημασία αυτών των ανθρώπων με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο.
Στα 1991, λίγο πριν ξεσπάσει η άνοιξη, ένα φιλμ έρχεται στον κόσμο. Θα κερδίσει δικαίως μια θέση στις πιο αληθινές ιστορίες που ζήσαμε ποτέ. Θα το θυμόμαστε για πάντα, επειδή κράτησε την ατμόσφαιρα και τις εντυπώσεις που γεννιούνται και μεγεθύνονται μέσα από την εξαίσια μουσική του Σπανουδάκη. Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος σκηνοθετεί, ο νεαρός Άλκης Κούρκουλος κάνει την πρώτη του μεγάλη εμφάνιση, η Βάνα Μπάρμπα ενσαρκώνει με όλους τους τρόπους τα πάθη του ανδρικού πληθυσμού. Και σε μια συνοικία, κάπου στην Αθήνα, η ζωή που αλλάζει χρώμα και συντρίβεται και από την αρχή γυρεύει έναν τρόπο να σταθεί. Μεγαλώνει κανείς όταν αρχίσει να ακούει το κύλημα του χρόνου μες στο μεγάλο ρολόι. Έτσι και οι ήρωες αυτού του φιλμ, τελείως ανθρώπινοι, γεμάτοι με λάθη και επιθυμίες. Δυο κόσμοι που γνωρίζονται για να παραδεχτούν πως υπάρχει πάντα μια εποχή για την αγάπη. Και πως έπειτα αυτή η μεγάλη ευκαιρία χάνεται , η ζωή περνά σαν αδειανός αέρας μέσα από τις δεκαετίες. Είναι παλιά η συνταγή του δράματος.
Ο καθένας κρατά μες στο φιλμ κάτι για τον εαυτό του και προχωρεί. Το πιάνο σε κάποια σκηνή ξεκλειδώνει και η ζωή, μ’αλλιώτικο πρόσωπο πια, παίρνει ζωή, ακριβώς όπως η πένθιμη κούκλα του μουσικού κουτιού, μιας μινιατούρας που παλεύει για τη θέση της μες στο μεγάλο, γυάλινο κόσμο, φέρνει βόλτες στ’όνειρό μας.
“Άντε γεια”, λοιπόν. Στους ήρωες φίλους από μια σκονισμένη δεκαετία. Στον Μιχάλη Γιαννάτο και στον Νίκο Δημητράτο. Στην Τάνια Τρύπη και τον Κώστα Κόκλα. Στην Καίτη Παπανίκα, σε όλους όσοι πρόσθεσαν κάτι σε αυτό το τελείως απέριττο, αθηναϊκό έπος. Και όλα έμοιαζαν ντυμένα με τη νωθρή γλυκύτητα της ζωής, κάτι γνώριμο για όσους μοιράζονται την πόλη. Έπειτα μια μπόρα ξαφνική μες στη φωτιά του Ιούνη, ξέσπασε η αγάπη.
Active Member
[…κάπου στην Νίκαια παίζει ακόμη η low bap…]
1992. Από τις 20 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς, όταν σε ρωτούν, μπορείς να λες πως στα χέρια των παιδιών γεννήθηκε η ελληνική low bap. Μια μουσική με κοινωνικό αποτύπωμα, με αυτοσχέδιο ρούχο και το βάθος που σ’αφοπλίζει. Βλέπει το πρώτο της φως κάπου στη Νίκαια.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
Σαν σήμερα οι Active Member βρίσκουν τη φωνή τους και εγώ κάθε φορά που τους θυμάμαι αποχαιρετώ ακόμη κάτι από την πρώτη μου νεότητα.
Δεν ικετεύουν πια για αθανασία
με προσευχές και παράξενα κόλπα
Πίνω σε ανάμνηση της χίμαιρας που στερέωσε μες στις καρδιές μας, μια φορά και έναν καιρό, η μουσική.
Το φοβερό εκείνο ζώο
ή
Ταχύρυθμα μοντέρνας οικονομίας
άνευ θηριοδαμαστού (sic)
Ήταν ωραίος ο καιρός. Και έκανε τόσο κρύο, όσο έπρεπε για να μην χαλάσει το ταξίδι. Ήταν μια από εκείνες τις χίμαιρες που γίνονται πραγματικότητα. Η ξακουστή πολιτεία πνιγμένη στις μαρκίζες και τις ευκαιρίες και τους ζητιάνους. Παράφρονες και χρηματιστές, ηθοποιοί και σπουδαστές και ατέλειωτες στρατιές δικηγόρων, περνούν και χάνονται. Κάτω χαμηλά, μια άλλη πόλη τρέχει, βιάζεται και ζει, κάπου ανάμεσα στις γρήγορες τροχιές ίσως προλάβει εκείνο το κορίτσι να σου χαμογελάσει.
Η Νέα Υόρκη δεν διαθέτει γοητεία. Είναι μια στέρνα γεμάτη λογιών θαύματα και εφιάλτες, μα εκείνου δεν του καίγεται καρφί. Θαυμάζει τους ουρανοξύστες, αγοράζει αναμνηστικά και μπαινοβγαίνει στα ζεστά καφέ, αγοράζει συνάλλαγμα και παζαρεύει την προμήθεια.
Μηλόπιτα, χάρτης, τα χέρια σου που τα βρίσκω παγωμένα. Τι να σου κάνει η πόλη που κρυώνει. Σου λέω πως στη σκηνή υπάρχει μια ειρωνεία. Με ρωτάς δίχως λέξεις και εγώ σου λέω, πώς έγινε με τόσο κόσμο και πάγωσαν οι καρδιές μας. Μα δεν έχεις απάντηση, μόνο δυο κρύα χέρια πάνω στο χάρτη της πόλης.
Ριχνόμαστε στο πλήθος και ανάμεσα σε άλλους παράφρονες, χρηματιστές, ηθοποιούς, σπουδαστές και ατέλειωτες στρατιές δικηγόρων, θαυμάζουμε την πόλη. Και γυρεύουμε έναν τρόπο για να την αγαπάμε, δηλαδή αναζητούμε το καλό και το όμορφο.
Τότε είναι που συναντήθηκε με την μοντέρνα του εποχή. Και είδε κατάματα τον εαυτό του και τον κίνδυνο μαζί. Του ζήτησε να την περιμένει, το πολυκατάστημα φάνταζε εξωτικό. Μέσα τα κορίτσια καταθέτουν σπονδές στην Αφροδίτη, με το χρόνο τα βάζουν, ανανεώνουν το μακιγιάζ τους και ευθύς για τον μεγάλο τους έρωτα.
Είδε το μπρούτζινο ζώο, του φάνηκε πως διέκρινε το χνώτο του μες στην παγωνιά. Τον κοιτούσε με ένα μίσος τρομερό και ετοιμαζόταν να του ορμήσει. Αγρίευε και λίγο λίγο αποκτούσε δέρμα, ιστούς φλέβες και ένα κατάμαυρο χρώμα που γυάλιζε κάτω από τη σιγανή βροχή. Και όλο ρουθούνιζε και χαμήλωνε το μεγάλο του σβέρκο και η ράχη του ήσαν τρεις κορμοί μεγάλων δέντρων. Κοίταξε που φορούσε την κόκκινη τσάντα, το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια, μα ήταν κομμάτι αλλόκοτο να πει, ένας ταύρος ετοιμάζεται να μου επιτεθεί.
(ετούτη την ώρα ακούγονται οι πρώτες νότες από μια μικρή λευκή αχιβάδα)
Διατήρησε την ψυχραιμία του όσο το ζώο ανέβαζε στροφές. Και η αλυσίδα πάνω από την οπλή του τέντωνε και σηκωνόταν μικρό το κουρνιαχτό. Πέταξε την κόκκινη τσάντα και δυο χαμίνια που παραμόνευαν έτρεξαν και την άρπαξαν. Συμβουλεύτηκαν την πραμάτεια, πέταξαν όσα θεωρούσαν άχρηστα και έτρεξαν στον κάθετο δρόμο, πάνε, χάθηκαν.
Μα δεν είχε καμία σημασία η κόκκινη τσάντα. Αυτό που μετρούσε ήταν να μην ορμήσει το κτήνος που καραδοκούσε με μια αγριάδα πρωτοφανή. Τότε συλλογίστηκε το παρ’ολίγον θύμα την αλληγορία. Και κατάλαβε πως η εποχή και οι μοντέρνες πόλεις του κόσμου δεν είναι καθόλου φιλόξενες. Αντιθέτως, ετοιμάζονται να σε κατασπαράξουν, βρυχώνται, σαν να λένε, πρόσεξε, ο κίνδυνος είναι θανάσιμος, οι αγορές με κατάμαυρο το δέρμα τους και μια ράχη όσο τρεις κορμοί γέρικων δέντρων, ρυθμίζουν τα πράγματα, με τη χάρη των σοφών στο βάθος του καφενείου. Και η οικονομία, που χρειάζεται όλο σου το είναι για να γυρίσει μισή βόλτα τον τροχό της, συνθλίβοντας μες στους μηχανισμούς της όλες ανεξαιρέτως τις ιδεολογίες και τους σκοπούς.
Όλα αυτά συμβόλιζε το τρομερόν εκείνο ζώον. Και είχε με το μέρος του πελώριες κατασκευές από χάλυβα και γυαλί, ήταν ανίκητο που λένε και έτοιμο να σπάσει την άλυσο και να του χιμήξει με την ορμή μιας πλήρους διμοιρίας.
Εκείνη την ώρα φάνηκε η Ελένη. Απόρησε που τον είδε εμπρός από το μπρούτζινο ομοίωμα του ταύρου. Τριγύρω το πλήθος κοιτούσε με ενδιαφέρον. Η φιγούρα στο επίκεντρο της φάνηκε γνωστή. Ήταν αυτός, ναι. Μα γιατί; Πιο πέρα στο δρόμο διέκρινε την κόκκινη τσάντα, φαντάστηκε πως τα πράγματα αποδεικνύονταν πιο μπλεγμένα. Πλησίασε, παραμέρισε το πλήθος, πείσμωσε, έσπρωξε μα τελικά έφτασε κοντά του.
Να φύγουμε Ελένη μου. Αυτή η πόλη, αυτή η οικονομία, κοίταξε Ελένη, θα με πάρεις για τρελό, μα εκείνος εκεί ο ταύρος θα μου ορμήσει! Το σκέφτηκα, όπως μου λες, πήρα την απόφαση να πετάξω την κόκκινη τσάντα, ήταν μια πρόκληση σε τέτοιους καιρούς. Το θηρίο δεν κατευνάστη κατ’ελάχιστον. Για να καταλάβεις, αν χρειαζόταν θα γινόμουν ευθύς ένας επιδέξιος ταυρομάχος. Πάγωσα Ελένη μου, πιο πολύ και από τα χέρια σου επάνω στους χάρτες, είπα θα με συντρίψει με την ορμή μιας πλήρους διμοιρίας, εμένα, τον κακόμοιρο τουρίστα. Τι έγκλημα έκανα που θέλησα να δω και εγώ τούτο τον κόσμο τον πελώριο; Ο ταύρος μου θύμισε τη θέση μου Ελένη, ένιωσα μια αγωνία παράφορη, ράγισε η καρδιά μου. Έτσι έχουν τα πράγματα μα θα ‘θελα να φύγουμε Ελένη. Η ζωή στην Νέα Υόρκη με κούρασε, Ελένη. Όλα στέκουν επιβλητικά εμπρός στη μικρή ανθρώπινη φιγούρα που πασχίζει να γεμίσει τα κενά. Της ζωής της και τα άλλα.
Εκείνη τον κοιτούσε γαλήνια, με μια τρυφερότητα άλλο πράγμα. Αργότερα, την άκουσε να λέει στον ιατρό, ξάφνου έγινε πολύ ευαίσθητος. Και ο ιατρός απαντούσε, η αγάπη κάνει θαύματα, σαν να έλεγε πως είχε πια βεβαιωμένη την ευαίσθητη, ψυχική κράση, τη λιγοστή θέληση για ζωή. Και όμως.
Α.Θ