Απόστολος Θηβαίος | Λουίζα

© Debbie Cuffery

Διήγημα

Όλοι ήσαν εκεί. Οι δασκάλες της και οι φιλενάδες της, μέχρι και η καθηγήτρια του πιάνου που την αγαπούσε λιγότερο και δεν δίσταζε να της το πει. Είχαν όλοι χαραγμένοι επάνω στο πρόσωπό τους την πιο ανείπωτη θλίψη. Θα έπρεπε να δείτε μονάχοι σας για να φανταστείτε έστω στο ελάχιστο, την τραγωδία που βίωνε το μικρό χωριό. Εδώ και μέρες τ’αναψυκτήριο παρέμενε κλειστό, λόγω πένθους έγραφε σε μια λιτή ανακοίνωση. Τα παιδιά είχαν μέρες να φανούν στην πλατεία, να παίξουν και να γελάσουν. Μια απερίγραπτη μελαγχολία είχε κυκλώσει τ’άλλοτε ωραίο μέρος. Παρακαλώ κάντε μια προσπάθεια να φανταστείτε τον κεντρικό δρόμο με τα κλασικά, πέτρινα σπίτια. Κοιτάξτε τις γειτονιές που παγώνουν, κάντε μια προσπάθεια να φανταστείτε τη σκηνή. Ετούτο το κείμενο ίσως να μην μπορεί να σας μεταδώσει τη φριχτή συγκυρία. Μα τι λέω, είμαι βέβαιος πως δεν το μπορεί, διότι θα ήταν πολύ να δοκιμάσει να περιγράψει το ολόλευκο προσωπάκι της Λουίζας, το βρεγμένο της φουστάνι, την κορδέλα που ‘χε λυθεί και ποιος ξέρει πώς, είχε βρεθεί να παραδέρνεται στην όχθη της λίμνης. 

Ήταν το πρώτο που διέκρινε ο κύριος Χάσμερ όταν παρέα με τα κυνηγόσκυλα του γυρόφερνε το μέρος. Κάθε τόσο φώναζε το όνομά της, Λουίζα, Λουίζα αφού για ένα μικρό κορίτσι ένα πείσμα μπορεί να κρατήσει λίγο περισσότερο. Ο κύριος Χάσμερ λοιπόν, εντόπισε μια γωνιά του φουστανιού της. Τον ειδοποίησαν τα σκυλιά του που  άρχισαν να πηδούν θυμωμένα τριγύρω. Λίγο αργότερα τον είδαν στο ξέφωτο να φθάνει, εμπρός εκείνος, πίσω τα ζώα. Να, να ο κύριος Χάσμερ, κάτι κρατά, ω Θεέ μου είναι ένα σώμα, ένα παιδικό σώμα. Βάζω στοίχημα πως είναι η μικρή που γυρεύουν είπε με νόημα η δις Κρέιν που ήταν άκληρη και μέσα της βαθιά σχεδόν χαιρόταν με όλη εκείνη την αναστάτωση.  Ναι, αυτή είναι, κοιτάξτε, το παιδί είναι νεκρό, το σώμα του είναι άψυχο, είπε ο γερο Μπρεκ που ‘χαν δει πολλά τα μάτια του και ήξερε να κρατά την ψυχραιμία του εμπρός σε κάθε περίσταση και σε κάθε γεγονός. Είχε πολεμήσει τους ιθαγενείς, ή καλύτερα είχε σφαγιάσει κάμποσα γυναικόπαιδα. Και άμα γύρισε, μεμιάς κέρδισε τόση εκτίμηση από τους συμπολίτες του, ώστε ανέλαβε τα πιο σημαντικά πόστα στο δήμο. Αρχιταμίας, δήμαρχος, ειδικός επίτροπος, αιώνιος βετεράνος. Τα κατάφερε περίφημα αν και τις νύχτες πάλευε να ξεχάσει τα μάτια των σφαγμένων, ακίνητα, ακοίμητα, παγωμένα, σαν χάντρες σπασμένου κομπολογιού ή κάτασπρα βότσαλα, εσείς θα διαλέξετε το πιο φοβερό από όλα.

Ο κύριος Χάσμερ πέρασε μέσα από το πλήθος που άνοιξε ένα μονοπάτι για να περάσει. Η δις Κρέιν ακούμπησε τα βρεγμένα μαλλιά του παιδιού, ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και ευθύς απομακρύνθηκε. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι της που ‘ταν το πιο απομακρυσμένο σε ολόκληρη την πόλη, θυμόταν τη μικρή κάτι απογεύματα, ντυμένη με άνθινα φορέματα να στέκει στο κατώφλι της πόρτας της, προσφέροντας λεμονάδα και σπιτικά κουλουράκια. Ω, δεν χωρεί αμφιβολία, ήταν ένα γλυκύτατο κορίτσι, οι ρόδινες παρειές, όλες εκείνες οι κορδέλες που της άρεσε να φορά. Συλλογίστηκε τους γονιούς της, την κυρία και τον κύριο Άρνολντ που τούτη την ώρα θα έρχονται αντιμέτωποι με την πιο πικρή δυστυχία. Κάνε Θεέ μου να αντέξουν το μοιραίο χτύπημα, μονολόγησε η δις Κρέιν και έβαλε δυο δάχτυλα ουίσκι, μήπως και κατορθώσει να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. Ήταν που έτρεμε και έχυσε λίγο από το ποτό πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο του μπαρ. Κανονικά θα θύμωνε με τον εαυτό της, μα απόψε, για χάρη της Λουίζας μπορούσε να αντέξει κάτι τέτοιες ατυχίες. Άλλωστε τι να συγκριθεί με το θάνατο ενός μικρού κοριτσιού που τίποτε δεν πρόλαβε να γνωρίσει από τη ζωή, έξω από τούτη την πόλη.

Ο κύριος Χάσμερ στο μεταξύ ακούμπησε με προσοχή το σώμα του παιδιού. Έπειτα με λίγο νερό έπλυνε το πρόσωπό της από τις λάσπες, σφάλισε τα μάτια της που κοιτούσαν επίμονα ένα σύννεφο στο σχήμα του λιονταριού. Προσευχήθηκε για λίγο και έπειτα έκανε το σταυρό του, ελπίζοντας πως η Λουίζα στην άλλη της ζωή, δεν θα γνωρίσει παρά καλοσυνάτους ανθρώπους και όχι κάποιον από εκείνους τους τυχοδιώκτες που περνούν από την πόλη για να συνεχίσουν βορειότερα. Αυτοί είναι που καμιά φορά πλιατσικολογούν το μέρος, ορμάνε στα σπίτια, χτυπούν τους γέροντες και αφαιρούν τα χρυσά τους δόντια. Αρπάζουν ένα καλό κορίτσι μέσα από την αγκαλιά της μάνας του, μόνο και μόνο για να γλεντήσουν μαζί του λίγη ώρα, κρατώντας μυστική τη φριχτή τους έξη. Κάτι τέτοιο θα συνέβη στην Λουίζα, κάποιος περαστικός θα την ακολούθησε και την κατάλληλη στιγμή θα έκανε πράξη τα σκοτεινά του σχέδια. Μπορεί να βρίσκεται κιόλας στο Μέιν, η μεγαλούπολη απέχει από εδώ γύρω στη μια ώρα και είναι τόσα τα φορτηγά που περνούν από τη δημοσιά ώστε στατιστικά και μόνο, δεν θα’ταν δύσκολο να βρει μεταφορικό ως εκεί. Θα πρέπει να κλείσουν όλες οι έξοδοι από και προς το μέρος. Ο σερίφης συμφώνησε και με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε στο σταθμό όπου και ανέλαβε δράση. Παρακαλώ κλείστε τις οδούς διαφυγής, άτομο αγνώστων στοιχείων αναμένεται να αποπειραθεί να διαφύγει από την πολιτεία, νεκρό κορίτσι, εξόχως σημαντικό. Ο τηλέγραφος επαναλάμβανε το σήμα, μα δεν υπήρχε καμία απάντηση ακόμη, μήτε που επιβεβαιωνόταν ο εντοπισμός κάποιου αγνώστου από τα γειτονικά τμήματα.

Εν τω μεταξύ, η μητέρα ετοίμασε το κορίτσι. Χτένισε τα μαλλιά της, φρόντισε το πρόσωπό του, μακιγιάρισε προσεκτικά όλα τα σημάδια του φόνου. Και όλα αυτά με τη φωνή της να μην βγαίνει και τα μάτια της δυο πηγάδια να πνίγεται η χαρά. Αντίο Λουίζα μου, αντίο έλεγε και ξανάλεγε και οι γυναίκες που καταφτάνουν πάντα σε αντίστοιχες περιπτώσεις μοιρολογούσαν και φρόντιζαν για να μην παρασυρθεί η μητέρα σε άσεμνες εκδηλώσεις, πένθιμες. Κάποιος μίλησε για τις τελευταίες εκείνες στιγμές. Δεν τον γνώριζε κανείς, μήτε ο Τζόρτζι που θυμάται όλων τα ονόματα.

Η Λουίζα καθόταν μαζί με τις φιλενάδες της έξω από το παντοπωλείο με τη μαρκίζα “Τζόρτζι”. Όπως συνήθως είχαν ζωγραφίσει τετράγωνα από κιμωλία και έπαιζαν κουτσό, τραγουδώντας κάτι παιδικούς σκοπούς που είναι αδύνατο να θυμηθώ, ψέλλισε ο ξένος. Έπειτα πήραν να παίζουν κυνηγητό τριγύρω, μέχρι που κάποια από τις φιλενάδες της σκάρωσε μια ζαβολιά και η Λουίζα έχασε. Την πείραξε πολύ αφού μόλις άρχισαν οι φιλενάδες της να γελούν, εκείνη πήρε μια αρκετά σοβαρή πόζα, τις κοίταξε αυστηρά και έπειτα με το ρυθμικό νάζι της κορδέλας της απομακρύνθηκε για τον έρημο σταθμό του σιδηρόδρομου. Εκεί πήγαινε πάντα η Λουίζα αν ήθελε να μείνει μονάχη της. Μα αυτό το έμαθε μονάχα εκείνη τη μέρα. Η Κλαίρη, η πιο κοντινή της σαν να διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και δίχως προειδοποίηση ξέφυγε από τις γραμμές της κιμωλίας και την ακολούθησε. Μα δεν τη βρήκε στο σταθμό, μόνο λίγη δαντέλα από το φόρεμά της, μόνον αυτό βρήκε. Κοίταξε πίσω από το σορό με το σκραπ, αν και εκεί η Λουίζα δεν θα πήγαινε ποτέ, επειδή της το είχαν απαγορέψει οι γονείς της. Ο κύριος Άρνολντ – φέρτε τον στο νου σας – θα της έλεγε, “ποτέ κοντά στο σκραπ Λουί μου, ναι;” και εκείνη θα του έδινε ένα φιλί με την άκρη των χειλιών της και ο κύριος θα γνώριζε ήδη σε ποιον ανήκει για πάντα η καρδιά του. Η Κλαίρη – την φιλενάδα που αγαπούσε περισσότερο, την λένε Κλαίρη να ξέρετε –  έψαξε κάμποση ώρα μα έπειτα επέστρεψε. Είπε πως δεν την βρήκε πουθενά. 

Ο Τζόρτζι που νιώθει τον κίνδυνο όπως κάποιοι άνθρωποι την επερχόμενη βροχή, ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά του και ίσως μια υποψία, σχεδόν βεβαιότητα. Παράτησε το μαγαζί και έτρεξε ως το σταθμό, μα δεν βρήκε τίποτε. Επόμενος σταθμός του το σπίτι του κυρίου Χάσμερ. Τα κυνηγόσκυλα του έχουν τη φήμη των καλύτερων σε ολόκληρη την κομητεία. Ο κύριος Χάσμερ δεν θα αρνιότανε. Και έτσι εμπρός τα σκυλιά και πίσω εκείνοι, κινήσανε, σαν τα κλιμάκια της χωροφυλακής χτενίζοντας την περιοχή. Στην αρχή φωνάζανε το όνομά της, τα σκυλιά αλυχτούσαν σαν τάχα κάπου εκεί έξω να είχε συντελεστεί μια μεγάλη και κατάφωρη αδικία. Μα η Λουίζα δεν αποκρινόταν και η αγωνία κορυφωνόταν, η καρδιά εκείνων των ανθρώπων πάγωνε, σκλήραινε, η καρδιά τους πάλευε να βρει το κουράγιο. “Καλύτερα να γυρίσετε, θα ανησυχούν”, είπε ο Χάσμερ στον Τζόρτζι που συγκατάνευσε και με αργά βήματα, σαρώνοντας τους θάμνους πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ο τύπος με τα σκυλιά σκέφτηκε να κάνει άλλη μια βόλτα, μια τελευταία βόλτα προτού σουρουπώσει. Και τότε ήταν που τη βρήκε. Του θύμιζε πολύ την πνιγμένη Βεατρίκη, με ένα σχεδόν διάφανο πρόσωπο, βαλμένο θαρρείς πίσω από ατέλειωτες σειρές βερολινέζικων καθρεφτών. Την ανασήκωσε και με δάκρυα στα μάτια γυρίσανε στο χωριό. Τα άλλα τα ξέρετε, είπε εκείνος ο άνδρας και όλοι σωπαίνανε. 

Την άλλη μέρα το πρωί η Λουίζα ετάφη στο δημοτικό κοιμητήριο. Το φέρετρο και τα άνθη, ήσαν λευκά, του χιονιού. Και η μικρή ένας άγγελος, τίποτε λιγότερο. Ο ιερέας είπε δυο λόγια, παραδέχτηκε προς τους Άρνολντ ότι σε παρόμοιες περιστάσεις είναι λίγα όσα μπορεί κανείς να πει και προσευχήθηκε με τα μάτια κλειστά για το κατευόδιο του κοριτσιού. Λίγες μέρες μετά, καθώς η ζωή έβρισκε και πάλι τους ρυθμούς της, ο κύριος Χάσμερ ανασηκώθηκε, κάπως μεθυσμένος από τη θέση του στο αναψυκτήριο. Όλοι σαστίσανε, έι, τι συμβαίνει παλιόφιλε, τον ρώτησε ο παλιός επόπτης των τραίνων. Στην αρχή δίχως αγωνία μα έπειτα ανησυχώντας για την κατάστασή του. Τότε ο κύριος Χάσμερ ξεστόμισε κάτι φοβερό. 

“Θυμάστε εκείνον τον άνδρα που περιέγραψε τα πάντα; Τον άνδρα που λέει πως είδε τι συνέβη με την Λουίζα. Τον θυμάστε; Τα μάτια του, το σχήμα του προσώπου, κάποιο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένο, πείτε μου τον θυμάστε; Κανείς δεν αποκρίθηκε. Μόνο ο κύριος Χάσμερ είπε, “εκείνον τον άνδρα δεν τον γνώριζε κανείς. Και θυμάμαι πως από την τσέπη του κρεμόταν η άκρια από μια ολομέταξη, πορφυρή κορδέλα. Ε λοιπόν, αυτός ο άνδρας ήταν ξένος, δεν τον γνώριζε κανείς. Και ο ίδιος ήξερε τόσα πολλά για την υπόθεση και κρατούσε το βλέμμα του χαμηλωμένο. Ίσως αν μας κοιτούσε να είχαμε καταλάβει ήδη, από εκείνη τη στιγμή τα πάντα. 

Κανείς δεν μίλησε ξανά. Εκείνη την ώρα περνούσε το ζεύγος Άρνολντ, ντυμένο πένθιμα. Κρατούσαν μερικά λουλούδια και πηγαίνανε στο κοιμητήρι. Δεν θα μαθαίνανε ποτέ για τον άνδρα, για αυτόν τον άγνωστο που ήξερε τόσα μα τόσα πολλά.  Τώρα το σύννεφο της σκόνης είχε κάτσει και πίσω του είχε κρύψει για πάντα την ιστορία του φόνου της Λουίζας. Και κανείς δεν θα επέστρεφε στο κορίτσι τα χρόνια που ‘χε χάσει. 

Μα τώρα δα ένα κορμί σαλεύει με τον άνεμο, σήμερα όλα φανερώνονται. Και πάνω στα κλαριά κάποιου από τα ολομόναχα δέντρα του ξέφωτου λάμπει επιτέλους η αλήθεια.  Μόνον η κυρία Άρνολντ που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πάρει καμιά θέση, έτρεξε να δει με τα μάτια της. Ο αυτόχειρας είχε ολοκληρώσει την πράξη του χρησιμοποιώντας μια υφασμάτινη κορδέλα. Κάποτε άνηκε στην Λουίζα, το νεκρό κορίτσι μα τώρα πια χρωμάτιζε μοναδικά το φόντο και όλα όσα είχαν αμετάκλητα συμβεί.

Απόστολος Θηβαίος