LVII και άλλα

© Robert Frank

Δύσκολη πληγή

28/2/2023, Τέμπη

[…στα ηχεία Mulholland drive, Angelo Badalamenti…]

Τελευταία σκηνή του φιλμ. Ο ήρωας πληγωμένος, οπλίζεται με όλη τη δύναμη του κόσμου. Τρεκλίζει, σαν το φεγγάρι του χειμώνα, κάνει να πέσει, μα βρίσκει την αυτοκυριαρχία του. Ένα, δυο βήματα, πρέπει με κάθε θυσία να φθάσει ως το ποτοπωλείο. Εκεί τον περιμένει λίγη φτιασιδωμένη χαρά, από εκείνη που τόσο σπάνια γευόμαστε πια. 

Μα η πληγή του ορθάνοιχτη συνεχίζει να αναβλύζει. Και έτσι, δίχως καμιά ελπίδα σωτηρίας πια πέφτει να πεθάνει μες στην πολύβουη πολιτεία. Τι και αν διαβαίνουν από το πλάι του οι άνθρωποι, κανείς τους δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για τον νεκρό. Μόνον οι δουλειές, οι καθημερινές ανάγκες και οι πιο σκοτεινές επιθυμίες κάνουν τον κόσμο αυτό να γυρίζει και να γυρίζει και να γυρίζει. Έπειτα, σκοτάδι στην οθόνη και τίποτε.

Κάπου εδώ τελειώνει μια ιστορία γεμάτη συμβολισμούς. Αναγωγές που μας ταιριάζουν γάντι γράφουν λέξη προς λέξη την παραπάνω, σύντομη ιστορία. Θέλω να πω,  για όσους δεν τ´ αντιλήφθηκαν αυτός ο άγνωστος τραυματίας είναι μια χώρα, σαν εκείνη που πεθαίνει λίγο λίγο σε πλατείες και υπόγειους σιδηρόδρομους, στα Χαυτεία και την Κηφισιά. Στην Αθήνα και την Τρίπολη μια χώρα πεθαίνει. Το’ πε ο Δημήτρης Δημητριάδης κάποτε και ύστερα σώπασε. Εκείνος ο ασθενής, σήμερα αφήνει την τελευταία του ανάσα. Μες στο παραλήρημα του το ύστατο φέρνει στο νου κάτι μεγάλες δόξες, τους ποιητές και τις στιγμές τις πιο μεγάλες. Μα όλα αυτά τίποτε δεν κάνουν στην πληγή του  που χάσκει και κακοφορμίζει και ίσως μες σε λίγες στιγμές να του στοιχίσει τη ζωή, έτσι που όλοι να μιλούνε για τον μεγάλο παρακείμενο μιας νεκρής από καιρό χώρας.

Επειδή κάπου ξεψυχάει μια χώρα, γηραιά μα στολισμένη με μάρμαρα και με δαντελένιες παραλίες, με νησιά και κάθετα, ψηλά βουνά. Μια χώρα ξεψυχάει πάνω σε σιδηρόδρομους, σε λεωφόρους και σαββατόβραδα. Μα πριν περάσει στην άλλη πλευρά, έρχεται καμιά φορά που κατορθώνει κάτι μεγαλύτερο και κάτι σπουδαιότερο από την τωρινή της μοίρα. Κάτι που ψιθυρίζουν οι χιλιάδες που διαβαίνουν από τους κεντρικούς δρόμους, κάτι που πλανιέται στην ατμόσφαιρα, που δεν μειώνεται σαν σημασία, που δεν κάμπτεται. 

Ήταν σήμερα που πενήντα επτά άνθρωποι έχασαν αναίτια και τόσο επώδυνα τις ζωές τους. Κομματιάστηκαν, λέει ή κάηκαν ζωντανοί, μες στο βαγόνι της αμαξοστοιχίας που με εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα περνά στην άλλη πλευρά. Σήμερα ήταν που μια μέρα νικητήρια ξεπρόβαλλε στο στερέωμα, ασχέτως αν τα λείψανά της μεταβληθήκανε σε σπασμένα μάρμαρα και βίαιες προσαγωγές. 

Και ήταν μια μέρα νίκης, επειδή εμείς οι διχασμένοι, μπλεγμένοι μες στα γρανάζια της οικονομίας, μπερδεμένοι σε τάξεις και στόχους μεταμνημονιακούς , όλα αυτά τα ξεπεράσαμε και γκρεμίσαμε τους δρόμους για χάρη των παιδιών μας. Θα αναρωτηθεί κανείς τι κατορθώθηκε σήμερα, μα εγώ πάλι θεωρώ πως δώσαμε λίγο κουράγιο στους συγγενείς των θυμάτων του τρομερού δυστυχήματος στα Τέμπη. Και ίσως να πείσαμε μερικούς μερικούς πως μας νοιάζει η ζωή μας στ’αλήθεια πολύ. 

Ωστόσο, ο άνθρωπος αυτός που στην αρχή της ιστορίας φαινόταν έτοιμος να περάσει στην άλλη πλευρά, με την πληγή του να αναβλύζει, μοιάζει καταδικασμένος να πεθάνει. Έξω από το μπαρ των αιώνων εκείνος ο άνθρωπος πεθαίνει καθώς γύρω του ήρωες μικροί, που προβαίνουν σε μικρές πράξεις επαναλαμβάνουν τις μικρές τους ατάκες, τα μικρά τους ψέμματα, τις άθλιες συμβάσεις τους. 

Τον άνθρωπο εκείνον τον βρήκαν νεκρό, πενήντα επτά μόλις βήματα από το μπαρ, με τους ιωνικούς κίονες από πλαστικό στην πρόσοψη και τα ονόματα στη μαρκίζα, σε προσομοίωση βυζαντινού τέμπλου.

Ice Burger
Ηλίας Λογοθέτης

1939 – 2024

[…στα ηχεία μια παλιά διαφήμιση της ΕΒΓΑ. Με πρωταγωνιστή τον Ηλία Λογοθέτη και ένα ice burger που θα μπορούσε να λιώσει από τη θερμή και πληθωρική ψυχή ενός μεγάλου ηθοποιού…]

Ένα μεγάλο ice burger. Μάλιστα, καλά ακούσατε. Και ας επιμένει ο χειμώνας και ας επιμένει να μας αρρωσταίνει το κίτρινο μιας ντροπής. Ο παράφρων, παραδομένος στα τερτίπια της ζέστης εισβάλλει στο κατάστημα πώλησης ενδυμάτων. Οι διαφημιστές σκαρφίστηκαν μια απλά και τέλεια ιστορία. Μα θα χρειαστούν έναν ηθοποιό πρώτης τάξεως ή τέλος πάντων κάποιον που με τον τρόπο του θα λέει για όλους εμάς, “δώστε μας κύριε τον απόλυτο παραλογισμό”. Ο παράφρων επιμένει να ζητάει το παγωτό, ο πωλητής αδυνατεί να τον ικανοποιήσει. Ο παράξενος πελάτης απογοητεύεται και με ένα θεότρελο βλέμμα  εξέρχεται του καταστήματος.

Μου φαίνεται πως με τον ίδιο τρόπο ο εξαίσιος Ηλίας Λογοθέτης, γεννημένος στα 1939, μια μέρα σαν σήμερα, ένα χρόνο πίσω, εξήλθε του μεγάλου καταστήματος. Δίχως το περίφημο ice burger του, μα έχοντας κερδίσει με κάθε τρόπο τις καρδιές μας. Στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη και ακόμη επάνω στο σανίδι που ‘ναι το πιο δύσκολο από όλα αγώνισμα.

Μακρύς Λαιμός
Ραβί Σανκάρ

[…στα ηχεία το σιτάρ του Ραβί Σανκάρ…’

Και ξάφνου, έτσι όπως ξεκινούσε το παράξενο σιτάρ να ανοίγει δρόμους μες στ’ακούσματα, έτσι, στα ξαφνικά, περάσανε χώρες πολλές. Βρεθήκαμε λέει, στο Βαρανάσι, πρωί να προσευχόμαστε στους θεούς που ξυπνούν εντός μας. 

Σε λίγο ο ήλιος θα εισέλθει στην αρχαία του θέση, ο χάρτης του κόσμου θα γίνει ακριβής και όλες του οι διαστάσεις θα στερεωθούν. Σαλεύει ο κόσμος, ελαφρότατο κυμάτισμα μου και του μισάνοιχτου παραθύρου μου ψίθυρε. 

Όλα επιστρέφουν μαζί με το σιτάρ και είναι θαρρείς χίλιοι τεχνίτες εκεί απάνω, να δένουν το παραβάν της μέρας με το βελόνι. Μ’ουρανό και με φύλλα και μ’ανθρώπους.

Εμπρός Ραβί Σανκάρ, φέξε παλιέ μου φίλε. Για σένα δεν ταιριάζει το πέπλο που βάζουν όσοι μένουν πίσω. Το πέπλο για εκείνον που έφυγε, για αυτό σου λέω που βάζουν τα μέλη της φαμίλιας. Ω Ραβί Σανκάρ παίξε, παίξε για μας, ίσα να βρούμε λέει το κέντρο του κόσμου, περνώντας μέσα από τις καλύτερες στιγμές της μουσικής σου. 

Αποστήθιση
Νικόλαος Γύζης
1/3/1842 – 22/12/1900

Ίσως την λένε Άννα, Αικατερίνη, Αλκμήνη , υπάρχουν χίλια κοριτσίστικα ονόματα για να την θυμάμαι. Τι να συλλογίζεται με το βλέμμα της  προσκολλημένο στ’άδειο. Μήπως ονειρεύεται, μήπως θυμάται, κανείς δεν θα το πει. Μόνο διδάσκεται μονάχη της το πώς και το γιατί του κόσμου, τη νιότη της που ‘ναι του παλαμικού καπνού το πέρασμα. Ποτάμι ο χρόνος και σε λίγο θα την πάρει στη ράχη του να την πάει ίσια πέρα στη ζωή της.

Εμπρός λοιπόν ζωγραφίστε την, τίποτε να μην χαθεί από ετούτη εδώ τη στιγμή. Που ολομόναχη λέει, υπολογίζει τον καιρό. Και μες στο δωμάτιο να πλανιέται λέει – η ζωγραφιά πώς να τα πει όλα αυτά, πες μου πώς – μια μυρωδιά ανεπαίσθητη,  του ροδάκινου και της σάρκας.

Ίσως την είπανε Άννα, Αικατερίνη, Αλκμήνη, υπάρχουν χίλια κοριτσίστικα ονόματα . Μα τίποτε άλλο δεν είναι που μετρά, μόνον μια σιωπή χρυσή, μια περισυλλογή βαθιά. Και τα πουλιά – η ζωγραφιά τίποτε δεν λέει για όλα αυτά, τίποτε – ξεστρατισμένα μες στην καρδιά της φτερουγίζουν, μες στου στρατώνα του καιρού τις παλιές παράγκες. 

Μπόμπι Σαντς
1954-1981

[…Georges Bizet – Je Crois Entendre Encore, στα ηχεία…]

Ο Μπόμπι τρώει κάθε τρεις μέρες μια μπουκιά ψωμία και πίνει δυο μεγάλα ποτήρια νερό. Ο Μπόμπι όταν αποκοιμιέται δεν θυμάται τίποτε άλλο πέρα από εξευτελισμούς και βασανιστήρια. Ο Μπόμπι Σαντς είναι ένας Ιρλανδός με αδάμαστη καρδιά. Για αυτόν δεν υπάρχει άλλος δρόμος έξω από τη μάχη με την ιστορία του καιρού του, κάθε καιρού. 

Ο Μπόμπι πεθαίνει στα 1981. Θα αναδειχτεί σε σύμβολο του αγώνα, κάθε αγώνα για τη δημοκρατία. Ο Μπόμπι διέθετε όσα χρειαζόταν ο καιρός, ένας τριποφράχτης του πιο σκληρού δέρματος του καιρού του. 

Τώρα ο Μπόμπι αποκοιμιέται κάτω από το πάλλευκο μάρμαρο, αμίλητος σαν ενέδρα στέκει, συγκατανεύονται εμπρός σε όλους εκείνους που θέλουν να στερεώσουν τη ζωή τους, όσο ραγισμένη και αν είναι, όσο ραγισμένη.

Υπάρχουν ποιήματα όνειρα, που δεν μιλούν παρά για τ’αδύνατο. Και υπάρχουν ποιήματα που τραγουδούν αυτόν εδώ τον κόσμο, με τη φριχτή του συντριβή, με τις αναποδογυρισμένες του αξίες. 

Βαθιά μες στην καρδιά
Κώστας Μόντης
18/2/1914 – 1/3/2004

Υπάρχουν ποιήματα προικισμένα με ανθρώπινη υφή, ποτισμένα με ζωή, ελπίδα και θάνατο. Αυτά τα τελευταία, μπλεγμένα με τις θύμησες του τόπου του, τα ‘γραψε ο Κώστας Μόντης, πριν από χρόνια. Στίχοι να πέφτουν σαν άγρια βροχή πάνω στο πρόσωπο του κόσμου σε πείσμα αυτού ακριβώς του καιρού.

Υπάρχουν ποιήματα που ανάβουν σαν σπινθήρες τη θλίψη και ίσως μια δίψα μυστική για αυτά που δεν θα’ρθουν ποτέ. Κάτι τέτοιο στάθηκε για τον Μόντη, τον σημαντικό Κύπριο ποιητή, η εμπειρία της εισβολής που χώρισε στα δυο  την πατρίδα του. 

Είναι δύσκολο να πιστέψω 

πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας, 

είναι δύσκολο να πιστέψω 

πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.

Υπάρχουν ποιήματα που μιλούν για αγόρια που χάθηκαν μες στη νύχτα, θάβοντας για πάντα μια παιδική, αλλοτινή ηλικία.

Α.Θ