Απόστολος Θηβαίος | Σκέτη Προδοσία

© Helen Levitt

Ρενάτα

Ήταν Κυριακή, παραμονές Χριστουγέννων, πλάκωνε ο κόσμος από κάθε γωνιά. Ζωντάνευε η πολιτεία, αναβόσβηναν οι καρδιές σαν τα λαμπιόνια μου που φέγγουν πάνω εδώ καθώς σας γράφω. Καλό και ευλογημένο το χωριουδάκι το σκεβρωμένο από την θαλασσινή την αύρα. Το τελευταίο σπίτι ακουμπούσε πάνω στο μύτη της ξηράς και από εκεί και πέρα ξανοιγόταν ένα πέλαγο, άλλο πράγμα σας λέω. Βαθύ και μακρινό, όλο και όλο ένας χαμένος ορίζοντας, μια μουσική που πέρασε. 

Σε αυτό το σπίτι έζησε η Ρενάτα, το πιο άσχημο κορίτσι αυτού του κόσμου. Ήταν τόσο κακοφτιαγμένη που δεν την άντεχε κανείς. Και οι φιλενάδες της ακόμη, την υπέφεραν από ελεημοσύνη, πράγμα φοβερότερο από την κάθε προσβολή. Το γνώριζε η Ρενάτα και μάθαινε να μην δίνει σημασία. Όταν την καλούσαν για έναν καφέ, -πάντα στα σπίτια τους βρίσκονταν οι φιλενάδες-, φρόντιζαν το φωτισμό και κρατούσαν μια γωνιά χαμένη μες στον ίσκιο. Και έτσι, δίχως να τη βλέπουνε, τη βρίσκανε ακόμη και διασκεδαστική και πνευματώδη, ίσως περισσότερο από όσο φαντάζονταν. Μα γρήγορα θυμούνταν πως επρόκειτο για την Ρενάτα, το πιο άσχημο κορίτσι του κόσμου. 

Άμα βαλάντωνε η καρδούλα της, αν ο καημός ήταν πολύς και η μουσική δεν έφτανε, η Ρενάτα περίμενε να προχωρήσει η νύχτα, να σβήσουν τα φώτα, να κλείσουν τα παράθυρα, να πέσει εκείνο το σιωπητήριο που κάνει την πολιτεία επικίνδυνη, μυστηριώδη, το πιο απόμερο μέρος του κόσμου. Και ήταν τέτοιο, έτσι όπως απλωνόταν τ’απέραντο εμπρός στο τελευταίο σπίτι, στη μύτη της ξηράς. Πήγαινε γύρω ολόκληρη την πολιτεία, βάδιζε αργά παρέα με τ’αδέσποτα. Δεν την πρόγκιζαν, δεν ακουγόταν τίποτε, είχε πλακώσει μια ησυχία, σαν τον βαρύ χειμώνα. Χιόνιζε τ’άστρα και πήγαινε εμπρός ολόρθο το καραβάκι. 

Κάποιος είπε, ένα κομμάτι λευκό χαρτί που καπνίζει, δεν μίλησε κανείς στη συνέχεια, η ιστορία κινδύνεψε να χαθεί. Μα πρέπει κανείς να συλλογίζεται την ελπίδα και ας είναι σκέτη προδοσία. Και έτσι, κάτι χρωστούσε η μοίρα στην Ρενάτα. Το πιο άσχημο κορίτσι του κόσμου, είπατε;

Κυριακή, παραμονή των Χριστουγέννων, είχε ανέβει στη θέση που ονομάζεται πολεμίστρα. Δεν είναι καθόλου τέτοια, μόνο που την είπαν, σαν να ονειρεύονταν μια φορά και έναν καιρό. Σαν να ονειρεύονταν πως καταφτάνουν από τ’απέραντο οι πειρατές και πρέπει ο ένας να δαμάσει τον άλλον. Ένας να ζήσει, ένας να χαθεί.

 Σε λίγο θα ‘πρεπε να κατηφορίσει, το φανάρι της σωζόταν. Όλοι οι δρόμοι κλείνανε και τίποτε δεν της έκανε όλη αυτή η μοναξιά. Και τότε, τον είδε , ερχόταν από το πουθενά, ήταν γκρεμός το πρόσωπό του. Κρύφτηκε μες στους ίσκιους, γλίστρησε πλάι στα τείχη, πήγαινε μαζί του, όπου την πήγαινε. 

Ξέρετε, αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρχε στα αλήθεια. Μόνο στο νου της ζούσε, μες στην ανεξιχνίαστη τη μοναξιά της, φως έμοιαζε, θεέ μου πώς την παράσερνε. Και η Ρενάτα, σεργιανούσε από τότε, κάθε βράδυ την κοιμισμένη πολιτεία, φανταστείτε μια μολυβιά επάνω στο δρόμο του φεγγαριού που ανοίγεται ως εδώ, πάνω σε γαλήνια νερά. Φανταστείτε μια ζωγραφιά αρχαία, ήχος από φύλλα που θροίζουν, αρχίνισμα νέου κόσμου μες στη σιγαλιά. Μια Πανωραία, χαμένη μες στο παραμύθι της, η Ρενάτα το πιο άσχημο κορίτσι αυτού του κόσμου. Και ο εραστής της που ταξιδεύει να βρει την αγκαλιά της, δίχως καρδιά, μα με μια φωλιά όλο φλόγες, σαν στίχος του Ρεμπό, αυτού του δυστυχισμένου νέου που πιασε τις κορυφές νωρίς και έπαθε ανία σφοδρή. 

Γιατί Ρενάτα τον αγαπάς, αφού δεν τον έχεις; Πώς μπορείς να ζεις με έναν τέτοιο στίχο, δίχως να διορθώσεις τη ρίμα, να προσθέσεις κάτι από την πλατιά ζωή; 

Και τότε, αντικρίζω το πρόσωπό της μες στο φωτεινό ρυθμό των Χριστουγέννων, τη βλέπω καθαρά. Είναι κάτι που λέει, Θεέ μου κάνε να τα καταφέρει ετούτη η ιστορία. 

Κάθε φορά, έρχεται στο όνειρό μου. Μοιάζει με Έλλην της ΙΘ’ εκατονταετηρίδος , τέλειος ανήρ και κοσμοπολίτης, βγαλμένος από σύμπαντα παπαδιαμαντικά. Σκύβει, λέει, δειλά να τη φιλήσει,μήπως χαθεί μες στους ύπνους ετούτη η πολιτεία, μαζί με τη μολυβιά, τ’απέραντο, με τη Ρενάτα, το πιο άσχημο κορίτσι του κόσμου.

Εμπρός της ο σπασμένος καθρέφτης, με τα παράταιρα δεμένα κομμάτια. Σπασμένη εκείνη και στον καθρέφτη με τις αταίριαστες ψηφίδες, βλέπει τον  τον εαυτό της όπως τον ονειρεύτηκε. Την ομορφιά της βλέπει, όπως κοιτάζει κανείς το είδωλό του στην επιφάνεια της ξαφνικής λιμνούλας. Και δεν την νοιάζει τότε τίποτε, μήτε το άδικο φέρσιμο των φιλενάδων της. Γιατί μες στο σπασμένο καθρέφτη, σαν από θαύμα, η εικόνα που φέγγει σημαίνει ένα πορτραίτο θλιμμένο και σοφό. 

Είναι τότε η Ρενάτα το πιο όμορφο κορίτσι της πολιτείας και γεμίζει τ’απέραντο με βαπόρια γεμάτα δώρα που τ’ακουμπάνε στα πόδια της σπουδαία παλικάρια. Και δεν μοιάζει ο κόσμος με ένα φορτηγό πλοίο που ‘χει δέσει για πάντα στην παγίδα του νερού και δεν είναι μόνη η Ρενάτα, μήτε που την σκεπάζει η πίσσα του χρόνου. 

Σαν μαρμαρένια, πεθαίνει τότε στα γέλια και όλοι λένε όλοι πως τις νύχτες, το κορίτσι χάνει τα λογικά του. Και βάζουν μπρος να στείλουν για να’ρθουν, αφού ο καιρός περνάει και η Ρενάτα όλο και περισσότερο αδιαφορεί για τα επίγεια και ο νους της ταξιδεύει στον κεραυνό και το φεγγάρι.

Και η ελπίδα της, σκέτη προδοσία.

Απόστολος Θηβαίος