Απόστολος Θηβαίος | Ο τυφώνας Μίλτος

© Josef Sudek

Έργο με δυο σύντομες πράξεις
και μια μυστικά ερωτευμένη κυρία
κρεμασμένη από τα διαρκή
έκτακτα δελτία
που αδίκως χαρακτηρίζονται έτσι

αφού η υπόθεση έχει προβλεφθεί
εδώ και μέρες

[Σκηνικό κρεβατοκάμαρας με παλιά, φθαρμένα έπιπλα και παντού εκείνα τα πτι σεμαίν, σήμα κατατεθέν μιας ιστορίας λίγο πολύ χιλιοειπωμένης. Μα δεν είναι της παρούσης. Τέτοια είναι μόνο η μορφή της αναμαλλιασμένης κυρίας που ανασηκώνεται μέσα από σορούς σκεπάσματα, κοιτάζει γύρω της, αρπάζει το τηλέφωνο, κάτι γυρεύει μες στα στρωσίδια. Καλεί τον αριθμό και παγώνει σαν πλάνο που ξόφλησε πριν καν αρχίσει. Την ακινητοποιημένη κυρία στο πλάνο την λένε κυρία Τζένη. Όσο για το πρόσωπο στην άλλη άκρη της γραμμής, πρόκειται για την κυρία Πέρσα. Ίσως το όνομά της να αλλάξει κατά τη διάρκεια του έργου, για αυτό ας έχουμε ετούτο εδώ  σαν ορόσημο, μην τύχει και χαθούμε στην πορεία. Ξέρετε, οι ηθοποιοί τη σήμερον ημέρα αμείβονται πολύ χαμηλά και έτσι κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει να θυμούνται όλους τους ρόλους. Θα μου πείτε να προσλάβουμε υποβολέα μα είναι όλοι πιασμένοι, κάτι υπαγορεύουν σε κάποιον, λόγια, σκιές και τα ρέστα.]

Κυρία Τζένη: (περιμένει να χτυπήσει το τηλέφωνο, από την άλλη άκρη της γραμμής κάποιος απαντάει) Εσύ, Πέρσα, εσύ;

Κυρία Πέρσα: Εγώ, εγώ είμαι. Μα τι συνέβη, τι ώρα είναι; Είχαμε πει, να βρεθούμε στου Μίμη το μεσημεράκι. Άλλαξε κάτι;

Κυρία Τζένη: Άλλαξε, ναι, Πέρσα μου. Άλλαξε το γεγονός ότι είδα στον ύπνο μου αυτήν την υπόθεση με τον κυκλώνα.

Κυρία Πέρσα: Τυφώνα.

Κυρία Τζένη: Τυφώνα, κυκλώνα, τι σημασία έχει. Λένε ότι έρχεται κατά δω.

Κυρία Πέρσα: Ο κυκλώνας;

Κυρία Τζένη: Τυφώνας, τυφώνας Πέρσα μου! Τι νόμιζες, πως θα με έπιανε να ασχοληθώ με κάτι απλό όπως ένας τυφώνας, έτσι στα καλά του καθουμένου;

Κυρία Πέρση: Ναι, έχεις δίκιο, τι να σου πει εσένα ο κυκλώνας!

Κυρία Τζένη: Άκουσέ με Πέρσα (σοβαρεύει) Λένε πως ο τυφώνας έχει ένα δικό του μονοπάτι. Θα σαρώσει τα πάντα και…

Κυρία Πέρσα: Μιλούν για την Φλόριντα Πέρσα. Ξέρεις πόσα μίλια είναι μακριά από εδώ;

Κυρία Τζένη: Δεν ξέρω πόσο μακριά είναι μα ποιος με διαβεβαιώνει πως δεν θα συνεχίσει το ίδιο δυναμωμένος για να φτάσει ως εδώ και να τα σαρώσει όλα, μου λες ποιος;

Κυρία Πέρσα: Θαρρώ πως λες υπερβολές.

Κυρία Τζένη: Ναι, έτσι έλεγες και την άλλη φορά με τη βροχή και όμως επιστρέψαμε βρεγμένες ως το κόκαλο. Και οι εσπαντρίγιες, τις θυμάσαι τις κόκκινες με τα μικρά καρό, ε, τις πέταξα και αυτές. Και κάνανε λέει!

Κυρία Πέρσα: Ναι, φαντάζομαι θα ήταν ακριβές. (ειρωνικά καθώς η κυρία Τζένη έχει μια εμμονή με τα ακριβά ρούχα, τα παπούτσια και τα λοιπά, και τα λοιπά) 

Κυρία Τζένη: Λοιπόν, άστα αυτά, θέλω να με ακούσεις προσεκτικά!

Κυρία Πέρσα: Σ’ακούω, μα πρώτα πες μου, το ραντεβού μας ισχύει; Έχω τόσο κέφι σήμερα για μια βόλτα.

Κυρία Τζένη: Βεβαίως και ισχύει. Και μάλιστα θα πραγματοποιηθεί νωρίτερα. 

Κυρία Πέρσα: Νωρίτερα; Πόσο νωρίτερα;

Κυρία Τζένη: Τώρα, Πέρσα μου, τώρα αμέσως! Το λοιπόν, πλένεσαι, ντύνεσαι, θυμήσου να μου φέρεις εκείνες τις πέρλες, θυμάσαι χρυσή μου; Ραντεβού στο κατάστημα. Σε κλείνω, να ετοιμαστούμε!

Κυρία Πέρσα: Στάσου καλέ! Και προς τι η βιασύνη;

Κυρία Τζένη: Μα ο κυκλώνας αγαπητή μου!

Κυρία Πέρσα: Τυφώνας.

Κυρία Τζένη: Τυφώνας, αν το θες, με έσκασες χριστιανή μου! Ραντεβού στο μαγαζί, μην αργήσεις!

(Στην δεύτερη πράξη, οι δυο γυναίκες, παραζαλισμένες ανάμεσα στο πλήθος του μαγαζιού,  ντυμένες στην εντέλεια, μα με λίγο χαλασμένο μακιγιάζ και αδειανά φλιτζάνια πάνω στο τραπέζι τους, μιλούν.)

Κυρία Πέρσα: (κοιτάζει το ρολόι της) Σαν να πέρασε η ώρα. Και θα αρχίσει και το επεισόδιο εκείνης της σειράς. Κρίμα να το χάσω, δυο χρόνια και είναι το τσακ να τελειώσει. Με τον καημό θα απομείνω Τζένη μου. Άντε πάμε!

Κυρία Τζένη: Τι λες παιδάκι μου; Δεν βλέπεις στην τιβί; (στον δέκτη προβάλλονται εικόνες από το πέρασμα του κυκλώνα, τυφώνα, με συγχωρείτε) Έρχεται κατά δω, τώρα δα το είπαν. Δεν χόρτασε λέει με την Φλόριντα και θα καταπιεί και την Χαριλάου Τρικούπη. Τυφώνας είναι αυτός, λες να χορταίνει με μια πόλη τόση δα;

Κυρία Πέρσα: Δεν είσαι στα καλά σου. Αρκετά χρυσή μου με αυτά τα καμώματα. Αν θες να μείνεις, ε τότε μείνε μονάχη σου. Να περιμένεις τον κυκλώνα!

Κυρία Τζένη: Τυφώνας.

(Η κυρία Πέρσα περνάει μέσα από τα μαγαζιά και απομακρύνεται από τη σκηνή. Η Τζένη στέκει λυπημένη, ώσπου στο βάθος του μαγαζιού ακούγονται χειροκροτήματα, ιαχές, επιφωνήματα θαυμασμού. Τρέχουν τα κορίτσια κατά εκεί. Λες να ‘ρθε ο τυφώνας; Και αν ναι, τότε προς τι η χαρά; Να κλάψουμε πρέπει, να κλάψουμε! Είναι ο διάσημος πυγμάχος, ο “Τυφώνας”, ο Μίλτος που τον θαυμάζουν όλοι και έχει σιδερένιες τις γροθιές του. Η Τζένη ανασηκώνεται από τη θέση της, διορθώνει το μακιγιάζ της, ο Μίλτος μαζί με την κουστωδία του, κάτι ημίγυμνες με ξανθό μαλλί σε όλους τους τόνους πλησιάζει το τραπέζι της. Στέκει και την κοιτάζει, σκύβει και της φιλά το χέρι. Η κυρία Τζένη κολακεύεται, κοκκινίζει σαν κοριτσόπουλο. Και μέσα από τα δόντια της, έχει κάτι να πει.)

Κυρία Τζένη: Αχ, πού είσαι Πέρσα μου τώρα να με δεις! Ήρθε σου λέω ο τυφώνας και έχει κάτι μάτια, Πέρσα μου, σαν την Φλόριντα μες στη νυχτιά! Αχ Πέρσα μου, βιάστηκες, πόσο βιάστηκες! 

(Η κυρία Τζένη παραγγέλνει ένα ουίσκι, πάνε χρόνια από την τελευταία φορά. Και όλο θαυμάζει την κορμοστασιά του τυφώνα Μίλτου που μπορεί άμα το θέλει, να γκρεμίσει όλη την Χαριλάου Τρικούπη και τα πέριξ. Προς το παρόν, τέλος, μουσική στη σκηνή και τα γκαρσόνια που τριγυρίζουν ανάμεσα στους πελάτες. Τώρα από πουθενά δεν ξεχωρίζει η κυρία Τζένη, την κατάπιε το μάτι – τα μάτια, θέλω να πω –  του εκπληκτικού τυφώνα, του Μίλτου ντε).

Απόστολος Θηβαίος