Απόστολος Θηβαίος | Λίσσομαι σε

© Robert Adams

[…Καμιά φορά πεισμώνω με τις ιστορίες και ξεχνώ τι ακριβώς θα ήθελα να πω. Μερικές φορές σπρωγμένος από το κύμα γέρνω σαν το καραβάκι που δεν  θέλει άλλο τη βροχή. 

Σαν και εμένα και εκείνο, άλλο δεν την θέλει τούτη την πραγματικότητα, την άσχημη. Και ίσια από του κόσμου γλιστρά τις συντεταγμένες με την λευτεριά του, δελφινιέρα και ύψωμα άγιο. 

Οι ιστορίες είναι ο στρατός μου που κάθε τόσο μαζεύω και όλο το δίκιο μου γυρεύω.


Λίσσομαι σε

Έτρεξε μονάχος του. Δεν ξέρετε τι πάει να πει βήματα μες στο μισοσκόταδο. Τινάχτηκα, κοίταξα προς κάθε κατεύθυνση. Και τότε είδα τον ίσκιο του που γλιστρούσε από βιτρίνα σε  βιτρίνα. Δεν υπήρχε κανένα φως αναμμένο, μα εκείνος έμοιαζε να έχει βγει από τα σελιλόιντ της ζωής μας. Ένας προβολέας τον ακολουθούσε, σαν έτοιμο να χορέψει μες στη βροχή ή να μελαγχολήσει για ένα κορίτσι και μια πατρίδα. Πάντα με την αμηχανία του στην αρχή μα έπειτα όλα ερμηνεύθηκαν και καθένας βρήκε τη φόρμα και τη θέση του μες στον κόσμο.  Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, πες μου, πώς.

Τον ρώτησα αν είχε χτυπήσει. Μου αποκρίθηκε, “μόνο κάτι εκδορές, τίποτε περισσότερο. Κανένα σπάσιμο και η καρδιά να χτυπά τρελά”.

Είστε κακοποιός;, αναρωτήθηκα φωναχτά και ευθύς το μετάνιωσα που μπήκα στον πειρασμό – τι μπήκα δηλαδή, δοκίμασα κανονικά από τ’απαγορευμένο – θέλω να πω, έχετε μήπως κάποια ποινή;

Εκείνος χαμογέλασε και πήρε από το χέρι μου το νερό που του πρόσφερα ευγενικά. Μα δεν ήπιε, μονάχα που έβρεξε τα χείλη του και τ’άφησε άθικτο για μένα. Δεν μίλησε, δεν είπε τίποτε για τη ζεστή νύχτα.

Τον έχω αφήσει εκεί πέρα και μου ‘δειξε ένα σημείο ανάμεσα στους κάδους των απορριμάτων. 

Νομίζω πως ξεχώρισα το σχήμα. Ήταν ένας σταυρός, αυτό ήταν. Αφήστε με για λίγο εδώ, δεν θα σας ενοχλήσω, σε λίγο θα πάρω τον ανηφορικό δρόμο. Μόνο να περάσουν αυτές οι βουρδουλιές που μου καίνε την πλάτη, αυτό είναι το θέμα. Σε λίγο είχε κιόλας σηκωθεί στα δυο του πόδια, ένας τύπος του αιώνα μας καθ’όλα ικανός και όμορφος. Μα δεν είχε σκοπό να γνωριστεί μαζί μου, μόνο να συνεχίσει τον δρόμο του. Ο σταυρός βρισκόταν τώρα στον ώμο του, ένα τηλέφωνο χτυπούσε μανιασμένα, δυο κορίτσια περνούσαν, στην επόμενη γωνιά θα ‘χουν κιόλας να θυμηθούν τέσσερεις απαίσιες δεκαετίες και μια ζωή δίχως σεβασμό. Τον άφησα να προχωρήσει. Τον είδα που έσφιγγε τα δόντια, που κουβαλούσε τον θεόρατο σταυρό του και είχε δίχως αμφιβολία έναν ξεκάθαρο σκοπό για τη ζωή του. Ξαφνικά μετάνιωσα, το σκληρό φως στάθηκε μια υπενθύμιση. Άλλες δυο φορές σκέφτηκα και κοίταξα ερευνητικά γύρω μου. Μόνο εκείνος στα βάθη μιας δεσπόζουσας οδού είχε χάσει πια το κουράγιο του, ο σταυρός τον είχε πλακώσει και συνιστούσε ένα θέαμα δυστυχές και αποτρόπαιο. Αν ήταν να αφήσω το γαλάζιο μου στενό, τότε θα έπρεπε να υφίσταται ένας σημαντικός λόγος, ένας λόγος σαν αυτόν τον πρίγκιπα που δίχως τα κρίνα του ξαναγράφει όπως άλλοι, χιλιάδες φορές μες στο δευτερόλεπτο τη δική του ιστορία. 

Άκουσα γέλια και ψιθύρους. Δυο παλικαράδες που στέκονταν στη γωνιά του έδιναν να πιει ξύδι και του φερόντουσαν βασιλικά. Καλύτερα στη μοναξιά του, ίσως εκεί βρει μια πιθανότητα να μην πεθάνει σάπιος από τους κοινούς έρωτες. Ως αργά το βράδυ ξεχώριζα τον σταυρό στο ψηλότερο σημείο της ΒΙ.ΠΕ. Είχε καρφώσει μονάχος του τα καρφιά και είχε αφήσει το κορμί του βορά στον ήλιο που έκαιγε κάθε ζωή σε εκείνο το ύψωμα. Να λοιπόν ένας μοναχικός, ολόγυμνος Θεός που πεθαίνει όπως χιλιάδες άλλοι, Ούγκο, χιλιάδες φορές μες στη στιγμή που περνάει, κοίταξε Ούγκο, τ’άστρο που πεθαίνει. Δεν είπα τίποτε, μόνο σαν τέχνη ερμηνευτική είπα στον εαυτό μου, πως θα μπορούσα ίσως και να πιστέψω σε εκείνο τον νεαρό άνδρα. Τα λόγια μου τα πήρε ο άνεμος και η φαντασία μου φτερούγισε, γλίστρησε σαν γάτα χιμαιρική κάτω από τα παρκαρισμένα και σκόρπισε δίχως κρότο.

 Μετά από καιρό στη θέση του θα δεις το κενό και την άλαλη σκόνη που διαδέχεται κάθε μεγάλη πεποίθηση, το πρόσωπό σου θα δεις και το σημάδι του σταυρού στον ώμο σου, καθώς δεν αποστρέφεσαι της αισχύνης της πράξης, τις αποδοκιμασίες, παίρνοντας ίσια μέσα από τον εαυτό σου την οδό, λέει του μαρτυρίου. 

Η Κλυταιμνήστρα πέφτει θύμα

Η πρόβα είχε κανονιστεί για τις πέντε. Ήταν όλοι εκεί, οι άνθρωποι του θιάσου. Είχαν πιάσει τα πρώτα καθίσματα και προσδοκούσαν μια άκρως πετυχημένη παράσταση. Οι φροντιστές είχαν βρει τα πόστα τους, άλλος στα σχοινιά, άλλος στα φώτα. Κρατούσαν και αυτοί την ανάσα τους και ήταν θαυμάσιο να βλέπεις συγχρονισμένο αυτό το πλήθος που έμοιαζε αταίριαστο μα είχε βαλθεί να πετύχει έναν μεγάλο σκοπό.

Ο βοηθός έδωσε το σινιάλο. Η σκηνή του φόνου ακολουθεί. Η Κλυταιμνήστρα ντυμένη με τη στολή της, έμοιαζε ένα θεσπέσιο πλάσμα, βγαλμένο μέσα από τους μύθους των ποιητών και των τραγουδιστών. Έπεσε μια παγωνιά, ίδια με θάνατο και ένας από τους κομπάρσους με αργό βήμα πήρε να διασχίζει τη σκηνή. Κρατούσε στα χέρια του τις ασπίδες, τα διπλά σπαθιά, τα άρματα και τις λαμπρές κνημίδες. Τα άφησε όλα εμπρός στα πόδια της Κλυταιμνήστρας που είχε πια κλειστεί μες στο μαύρο της το πέπλο. 

Ο Περέν, ένα αμούστακο παιδί είκοσι μόλις χρόνων μα με αυθεντική έκφραση και σπάνιο ταλέντο θα γίνει ο φονιάς. Εκείνος θα εισβάλλει στη σκηνή, θα σκοτώσει τους εραστές και θα σφραγίσει το μύθο. Όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα. Ο Περέν βρίσκεται κιόλας μες στο ρόλο του. Πλησιάζει από απόσταση, τραβάει το ξίφος του, είναι έτοιμος να καταφέρει στην Κλυταιμνήστρα το τελειωτικό χτύπημα. 

Και εκείνη ξέρει πως ο Περέν θα ‘θελε στην πραγματικότητα να την σκοτώσει. Επειδή την τελευταία φορά που της μίλησε εκείνη γέλασε μαζί του. Και τον κοιτάζει με ένα βλέμμα ερωτικό που δεν σηκώνει καμιά αμφιβολία πως μια ιστορία σκοτεινή συνδέει αυτούς τους δυο.

Ο Περέν πλησιάζει, τα μάτια του γυάλινα, η Κλυταιμνήστρα με το μισάνοιχτο στόμα της, δίχως κραυγή, λίγο πριν φανεί η μοίρα στη γωνιά του δρόμου. Ο βοηθός φωνάζει, τώρα! Και ο Περέν αγκαλιάζει την Κλυταιμνήστρα και βυθίζει το ξίφος του στην πλάτη της. Και όσο χειροκροτούν οι άλλοι, η Κλυταιμνήστρα ξεψυχά, ψιθυρίζοντας λόγια αγάπης, σιγανά, σαν θρόισμα, σαν μια ραγισματιά.

Μετά που είδανε πως το κορίτσι δεν ανταποκρινόταν, υποψιαστήκανε πως σε εκείνη τη σκηνή η ζωή μιμήθηκε την τέχνη. Και είπαν πως η παράσταση θα’ταν σίγουρη επιτυχία, χειροκροτώντας εμφατικά, ήδη περνώντας από οντισιόν μερικά κορίτσια που ίσως να μπορούσαν να γίνουν μια Κλυταιμνήστρα, όταν όλα θα έχουν τελειώσει. Πώς θα μπορούσε να γλιτώσει, συλλογιζόταν ο Περέν από το πεπρωμένο του; Μήτε το θέατρο θα μπορούσε να δώσε τη λύση, καθώς άστραφταν τα φλας και ο ίδιος σιδηροδέσμιος διέσχιζε την πλατεία. Μα δίχως χειροκροτήματα πια. Μόνο με την περισυλλογή που αρμόζει στις τρομερές τις περιστάσεις.

“Υπήρξαν εραστές. Και εκείνη τον αρνήθηκε. Έπεσε να πεθάνει μα η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον ταραγμένο του νου, ήταν μια ιστορία που ‘χε εκείνη με κάποιον ζεν πρεμιέ. Πολύ του στοίχισε και βρήκε ευκαιρία με τη σκηνή και με το ξίφος και, ω Θεέ μου, όλες οι Κλυταιμνήστρες σε τούτο τον κόσμο πρέπει να γερνούν, πρέπει από τη φθορά τους τη φυσική να βρουν το τέλος. Και όχι από το ξίφος, όχι απ’αυτό. Άντε, πάμε”.

 Και οι φροντιστές με ένα σορό μαχαίρια μες στα χέρια τους απομακρύνονται από τη σκηνή. Μερικά πέφτουν κάτω στο σανίδι αφήνοντας έναν παγωμένο, χαρακτηριστικό ήχο που σημαδεύει τις καρδιές ενώ πέρα μακριά μια θλιμμένη τρομπέτα παίζει αργά τον Εθνικό μας Ύμνο. Δίχως ρυθμό.

Απόστολος Θηβαίος