Αδειανό Περίστροφο

έχουνε και μια τίγρη μαζί τους,
όχι, όχι δεν είναι άγρια,
όμως τώρα αγρίεψε λιγάκι,
να έφαγε κάποιον,
ηρέμησε τώρα,
πάντα έχουν κάποιον για να φάει.

 

“Η τίγρης”

 

Στα ηχεία, Pecadora, από το φιλμ “Ψηλά Τακούνια” του Πέδρο Αλμοδόβαρ καθώς το βαπόρι αρμενίζει και η μουσική δανείζει τον ρυθμό της σε ιστορίες και ζωές

 Η ιστορία αρχινά. Μια κάμερα ακολουθεί τη διαδρομή. Από το σαλόνι, στο διάδρομο, δίπλα στο μπάνιο, το wc, μια φωνή ακούγεται ευκρινέστερη τώρα. Η ιστορία δεν παίρνει αναβολή.

 […Με πήρε ο Κώστας, που τον πήρε ο Γιάννης, που είχε ειδοποιηθεί από τον Γρηγόρη και μεμιάς η παλιά τους έχθρα πήγε περίπατο. Του το είχε αποκαλύψει ο Γιώργης που εργάζεται στο υπουργείο και κατέχει τους φακέλους και το είχε επιβεβαιώσει και ο Λεωνίδας, όχι ο θαρραλέος, ο άλλος, ο περιπτεράς, μέσω ενός ξαδέρφου που ‘χε έναν φίλο οδηγό στην υπηρεσία ή το μαγειρείο, δεν θυμάμαι, έχω μπερδευτεί, εδώ και μερικές μέρες, από τότε που το έχω ακούσει, ο νους μου έχει κυριευθεί. Σαν έρωτας ένα πράγμα. Και οι άλλοι, οι άλλοι ντε, μην επαναλαμβανόμαστε έχουν πάθει το ίδιο ακριβώς πράγμα. Όλοι μας υποφέρουμε από φρενίτιδα και έχουμε από καιρό απολέσει τη λιγοστή μας λογική. Μου το είπε καθαρά, μα εγώ τον ρώτησα και άλλη μια φορά και έπιασα το ακουστικό στον αέρα γιατί το πράγμα πήγαινε για ζημιά. Και η είδησης υπήρξε φοβερή και δεν θα ‘πρεπε τώρα να χάσω την αναμετάδοση. Μα και το ακουστικό, ακριβό είναι και αμέσως θα ερχόταν επάνω ο σπιτονοικοκύρης και θα άρχιζε το κήρυγμα για τους κοινόχρηστους χώρους και την αναγκαία σιωπή μες σε τούτα εδώ τα κλουβιά. Δεν θέλω να γίνομαι κακός, μα κάνετε ότι μπορείτε διά να απελαθείτε. Μα γιατί να απελαθώ, δεν είμαι ξένος. Δεν είστε; Όχι. Μα σας πήρα για ξένο. Ε, θα αυξήσουμε το νοίκι σε αυτήν την περίπτωση.

 Δηλαδή, ρώτησε η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής;

 Δηλαδή, αδερφάκι μου που δεν σκαμπάζεις τίποτε από ευφυΐα και τα λοιπά, θα δώσουν στους ποιητές ένα επίδομα. Ακριβώς, Αυγουστή, Αυγουστή, είσαι καλά, ω Θεέ μου, του ‘κανα κακό. Και μου το είπε ο Γρηγόρης πως  είχε τριάντα τρεις περιπτώσεις σφοδροτάτης αποπληξίας, καθώς μου είπε λες και ρε Γρηγόρη υπάρχει και αποπληξία που δεν είναι δηλαδή σφοδροτάτη και αρπαχτήκαμε και κάναμε να μιλήσουμε μέχρι του Σωτήρος οπότε και τον συνάντησα στο μνημόσυνο ενός συμμαθητή και αυτός ο φόβος της σκηνογραφίας μας έκανε να πιούμε και ένα καφεδάκι και να φύγουμε για το μεσημεριανό προσπαθώντας καθένας να δεχτεί από τον άλλον την πληρωμή του λογαριασμού. Δεκαπέντε ούζα, τέσσερις μπύρες, μία κέρασμα πενήντα τρία και σαράντα, τι είναι τα σαράντα, οι ουρές του γάμβρου, έλεγε και ξανάλεγε ο Γρηγόρης και είχαμε σκάσει στα γέλια. Και ο Γρηγόρης δεν άντεξε και η σφοδροτάτη αποπληξία του χτύπησε την πόρτα και τώρα πάμε για τα σαράντα πρόσω ολοταχώς και έχουμε στο πέτο μας το μαύρο το λουλουδάκι μα στην πραγματικότητα ο νους μας είναι στα κορίτσια που ομορφαίνουν επικίνδυνα την πόλη. Μα θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, να μην ερωτευτούμε δηλαδή μια στάλα;

 Στην άλλη άκρη της γραμμής έπεσε ησυχία. Εμπρός, εμπρός, λέγεται, Αυγουστή, Αυγουστή! Να πάρει και να σηκώσει, τώρα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Αυτός πάει, τον εφάγανε οι ειδήσεις. Ξέρεις πόσοι θα φύγανε έτσι; Και με τις αποπληξίες, συμβαίνει και το άλλο. Μειώνονται τα επιδόματα που θα δοθούν, τι να τα κάνουν οι πεθαμένοι; Και άντε, πες τώρα ότι πας να σκαρώσεις καμιά βρωμοδουλειά να φας ότι μπορείς,  θα χρειαστεί να λαδώσεις δημάρχους, παραδημάρχους, γενικούς γραμματείς, επόπτες και τελώνες και εμπόρους, μεταφορείς, ιατρούς και στρατονόμους. Αυτούς τους τελευταίους δεν ξέρω γιατί, μα παίρνουν λέει τα περισσότερα για να κοιμούνται ήσυχοι οι κάτοικοι. Μωρέ πιάνει τίποτε τον Θανάση άμα πέφτει στ’όνειρο, που ροχαλίζει και σείονται παράθυρα και παραπόρτια, τον πιάνει τίποτε;

 Το τηλέφωνο, ως εκ θαύματος χτυπά. Ντριν, ντριν, ντριν, τρεις φορές, βαριεστημένα. Εμπρός, Αυγουστή, εσύ, ζεις τελικά; Άντε βρε παιδάκι μου, πήρα μια τρομάρα. Λέω, πάει αυτός, έπεσε θύμα των συνθηκών αλλά εσύ μου λες ότι είσαι καλύτερα, και εγώ, ευχαριστώ που ρωτάς. Τι με το επίδομα; Θα πάμε να σταθούμε και εμείς στην ουρά, μέχρι να ‘ρθει η σειρά μας. Τι πάει να πει δεν πήρε ο Καβάφης επίδομα; Τι λες ρε Αυγουστή, θα πληρώνουμε τώρα και για τους τρίτους, που λένε; Ε το ξέρω, μεγάλος ήταν ποιητής και τι με αυτό; Έχει αυτός νοίκι, νερό, τηλέφωνο; Έχει δοσατζήδες και δίσκους εκκλησιαστικούς; Καλά, να δώσουμε εκεί πέρα να πάρουμε μια κορδέλα, “εις ανάμνηση του ποιητή”, λέω βρε Αυγουστή, δεν ξέρω τι θα γράφει η κορδέλα, όχι του Μαλακάση δεν του παίρνουμε, αυτός έχει δικαστικά, δώσε εσύ τα παράβολα, εφετεία, Χαυτεία, πταισματοδικεία, αυτά σου τρώνε όλη σου την περιουσία. Λένε πως κοιτάνε να θεραπεύσουν τη δικαιοσύνη που την παραδέρνει η τυφλότητα, μα όλο κάτι καινούριο βγαίνει στη φόρα. Και η δόλια, απομένει θεόστραβη και δεν ξέρει τι της γίνεται. Θα κάνει λέιζερ, μπορεί, ναι, συζητιέται. Στον Καβάφη, βεβαίως, στον Μαλακάση, μήτε δεκάρα, άκου με που σου λέω, θα εξανεμιστεί το επίδομα και πάμε χαμένοι. Νομίζεις πως θα διαμορφωθούν ξανά συνθήκες ιδανικές; Ξέρεις τι προσπάθεια κατεβλήθη από τον λαό διά να χαρείς εσύ και εγώ, τη σήμερον ημέρα, την ιστορική λέγω που αποφέρει εις τας οριστικάς στιγμάς του, το μεγαλείο τόσων και τόσων ανδρών και γυναικών που επόνεσαν και υπέστησαν τα μύρια βάσανα διά να άδεις εσύ τη σήμερον ημέρα λέγω, τους στίχους τους ωραίους που ευφραίνουν την καρδίαν. Αυγουστή, Αυγουστή, είσαι εκεί; Α ευτυχώς, επίστεψα πως εχάθηκες. Δεν μου λες, αδέρφια έχεις; Γιατί ρωτώ; Μα βρε παιδάκι μου, μόνος εσύ, μόνος εγώ διά ποίον λόγο να μην αδελφοποιηθούμε; Μα τι λες, δεν ντρέπεσαι; Θαρρείς πως είμαι τέτοιος; Μα για το επίδομα; Τι νομίζεις, πως εβάλαμε στο μάτι τα λεφτουδάκια σου; Με παίρνεις και με προσβάλλεις βάναυσα. Να μην με ξαναπάρεις, τ’ακούς; Θα πάω μονάχος μου να πάρω το επίδομα, όχι θα περιμένω εσένα, με τις προσβολές σου, να λες, τα διάφορα και να λογαριάζεσαι για κάποιος. Να μην ξαναπάρεις, να με διαγράψεις.

 Κλείνει δυνατά τη συσκευή. Κοιτάζει από το παράθυρο. Μια μεγάλη ουρά έχει σχηματιστεί. Είναι οι ποιητές που τρέχουν να πάρουν το επίδομα. Φοράει την καμπαρντίνα του, παίρνει τα τσιγάρα και τον καλό του αναπτήρα, δυο τεύχη της τελευταίας του συλλογής, το περίστροφό του διότι ζούμε εις χαλεπούς καιρούς, ένα κουτάκι καραμέλες για την βραχνάδα, το κομπολόι, έναν λαιμοδέτη μήπως και χρειαστεί να παρουσιαστεί με πένθιμο ένδυμα, μερικά χρήματα, τα κλειδιά, ένα δείγμα από κολόνια που του φτιάχνει το κέφι και του φέρνει στο νου του ωραίες, παιδικές στιγμές. Προτού κλείσει πίσω του την πόρτα η συσκευή χτυπάει. Ντριν, ντριν, ντριν. Ντριν. Τέσσερις φορές σημαίνει κίνδυνος. Ξαναμπαίνει στο σπίτι, το τηλέφωνο χτυπάει, βγάζει την καμπαρντίνα του, την κρεμάει, λύνει τη ζώνη, βάζει τις τσίχλες στο συρτάρι, το περίστροφο το αφήνει στην τραπεζαρία, τον καλό του αναπτήρα στο βάζο, το κομπολόι πιάνεται στο μπράτσο της καρέκλας και σπάει, οι χάντρες κυλάνε κάτω από τα έπιπλα, αφήνουν έναν ήχο, σαν ίχνος και έπειτα σιωπή. Η συλλογή; Πάει χάθηκε.

 Ξανακάθεται, το τηλέφωνο χτυπάει διαρκώς, απαντάει. Ναι, με πρόλαβες. Τι θέλεις; Συγνώμες και άλλα τέτοια, εμένα με αφήνουν αδιάφορο. Ακολουθεί μικρή παύση. Μα τι λες; Αδύνατον! Παγίδα δηλαδή; Τι λες βρε παιδάκι μου! Μα εσύ είσαι αδελφός. Όχι, τα’παμε δεν το θέλω το επίδομά σου, μα με έσωσες αδερφάκι μου. Σου χρωστώ τη ζωή μου, όχι, όχι, από το επίδομα τίποτε, θέλεις να σου ρίξω καμιά βλαστήμια τώρα, τι καταλαβαίνεις; Εμπρός; Α, εκεί είσαι. Είπα έφυγε ο δειλός πάλι. Όχι δεν λέω για σένα, για έναν άλλο λέω. Και για να ‘χουμε καλό ερώτημα, είχες εσύ τον Πλάτωνα ικανό μες στο μαγαζάκι του, ίδιο σπηλιά, να ‘χει τέτοια βαρύτητα; Άμα το ήξερα θα τον είχα διπλαρώσει, να κατεβάσει κανέναν νόμο να με πάρουν εις τον δημόσιο τομέα, όπως τόσους και τόσους άλλους. Ε, μα και βέβαια, άκου ο Πλάτωνας, που τον κάναμε χάζι όλη μέρα. Να είναι λέει ο νομοθέτης, τ’ακούς; Τ’ακούω να λες! Ότι θέλει κάνει ο Πλάτωνας, αγαπητέ Αυγουστή. Και εσύ και εγώ, αγρόν ηγόραζον. Αγρόν, ναι, χωράφι, όχι, δεν έχω, μα τι λες για καλλιέργειες είμεθα; Είναι λέει το Γιεντί Κουλέ πιο ανθρώπινο; Μα τα ‘χεις χαμένα αδερφέ μου, τι το πέρασες εδώ χάμω; Όχι, όχι δεν κάνω εγώ τέτοιες δουλειές, είμαι νομιμόφρων. Όχι παράφρων, νομιμόφρων. Ναι, λένε πως είναι το ίδιο, δεν έχω καταλήξει. Όχι, δεν εννοώ αυτό, φτύσε τον κόρφο σου!

 Κοιτάζει έξω από το παράθυρό του. Αμάν Αυγουστή μου, έξω γίνεται μακελειό. Ναι, τους στοιβάζουνε, κάνουν γυμναστικές επιδείξεις, άλλο και τούτο. Ω θεέ μου, τους εξευτελίζουν. Να, κάτι λέει ο διοικητής. Ναι, για αυτό σου λέω να πληρώνεις πρωτίστως τους στρατονόμους. Στάσου να ακούσουμε. “Πέσατε εις την παγίδα. Και τώρα το υπουργείο θα εκτελέσει κατά γράμμα τον νόμο. Δικαιούστε, τέσσερα σώβρακα, τρεις κιλότες, γιατί τρεις κιλότες και περισσότερα σώβρακα δεν εξηγήθηκε ποτέ μήτε ρωτήσαμε καθώς σκεφτόμαστε πως αξίζει να πεθάνουμε διά μεγαλύτερους σκοπούς, μία οδοντόβουρτσα, συρμάτινη, πράσινο σαπούνι, μολύβια, χαρτιά, καμπαρντίνα, τραγιάσκα. Αναχώρηση εις μία ώραν. Και τώρα διασκέδαση διά τους εξορισμένους. Είναι κάτι ζογκλέρ, ναι ζογκλέρ, όχι εκλέρ, ο νους σου να πείναγε μόνο όπως η κοιλιά σου, να μπάλες, κορδέλες, κορίνες, έχουνε και μια τίγρη μαζί τους, όχι, όχι δεν είναι άγρια, όμως τώρα αγρίεψε λιγάκι, να έφαγε κάποιον, ηρέμησε τώρα, πάντα έχουν κάποιον για να φάει. Αμέσως φτιάχνει το κέφι της, ωραία που βρυχάται, φθάνει ως εκεί ο ήχος; Τι ποιητής; Τι εννοείς; Εγώ δεν γράφω ποιήματα. Όχι, όχι, μακριά από εμένα τέτοιες συνήθειες. Εσύ; Α ούτε και εσύ γράφεις. Μα τι να τα κάνεις τα ποιήματα, εσύ, δεν σου ταιριάζουν. Ενώ εγώ, εγώ θα μπορούσα να είμαι πρώτης τάξεως.

 Αμάν! Ο τύπος τινάζεται. Από την πόρτα που γκρεμίζεται εισβάλλουν οι ένστολοι. Τον κυνηγούν μες στο σπίτι, χειροβομβίδες κρότου λάμψης χαλούν τον κόσμο. Τον πιάνουν και τώρα ταξιδεύει με το οχηματαγωγό Παναγίτσα 2, στ’ανοιχτά των συμπληγάδων και έχει το τίποτε στην πλώρη του. “Μήπως ψάχνετε εκείνον τον σκηνοθέτη στο Κουκάκι και απλώς μπερδευτήκατε; Τζίφος.Από τα ηχεία του καραβιού παίζει τον Αμαρτωλό, στο μάξιμουμ της έντασης. Και είναι αστείο εκείνο το καράβι έτσι όπως αρμενίζει στο πουθενά, φορτωμένο εξορισμένους ποιητές, κάτω από τον σκληρό ήλιο, με στη δίνη του  ρυθμού…]

 Κανείς δεν περίμενε πως θα μπορούσε να τελειώσει έτσι αυτή η ιστορία, να όμως που το διάλεξε μονάχη της. Τώρα σας αφήνω, διότι χτυπά το τηλέφωνο και ίσως να πρόκειται για καμιά νόστιμη είδηση, κανένα επίδομα, μια αφορμή να φορέσω την ανοιξιάτικη καμπαρντίνα μου που πάλιωσε κιόλας.

Κάπου αλλού, την ίδια στιγμή, δυο μιλούν στο τηλέφωνο για μια υπόθεσή τους.

Μα τι λες βρε παιδί μου; Και τ’όπλο που το βρήκε; Μα έτσι εύκολα βρίσκεις περίστροφο; Όχι, δεν είμεθα άγρια δύση. Α μάλιστα. Παρατημένο. Στο παλιό σπίτι, μάλιστα. Μα δηλαδή αφήνουν αφύλαχτα τα περίστροφα; Ήμαρτον! Το λένε οι διεθνείς κανονισμοί και έχουν καταβαραθρωθεί ολόκληρες καριέρες για κάτι τέτοια. Τα παιδιά και τα πιστόλια πρέπει κανείς να τα φυλάει. Εκπυρσοκρότησε; Α μάλιστα. Ωραία ήταν; Τον κηδέψανε; Α μπράβο, μπράβο. Και το όπλο; Στη θέση του , μπράβο. Γεμάτο, μάλιστα. Έτσι να μην λένε πως πήραμε το όπλο και το αφήσαμε άδειο. Καλώς, το βράδυ λοιπόν. Εις το επαναπυροβοληθείν. Αντίο.

Α.Θ