Απόστολος Θηβαίος | Τα θαύματα της οδού Φειδίου

 

 

© Μονόκλ

Έφυγαν και οι τελευταίοι. Κλειδώσανε τα μαγαζιά, βγήκαν στον κεντρικό δρόμο και καθένας τράβηξε για την μικρή του τη ζωή. Και πίσω τα καταστήματα, κάτι βιτρίνες μονάχα με αναμμένα φώτα, κούκλες και σιωπή να μοιάζουν με εικονοστάσια μες στην τόση ερημιά.

Ο Αντώνης έφυγε και εκείνος. Λίγο αργότερα από το συνηθισμένο. Βλέπεις ήρθε ο καιρός των απογραφών και πρέπει τις ζωές μας να καταγράψουμε. Να βρούμε τι δώσαμε, τι πήραμε, τι ξεπουλήσαμε, τι πράγματα δικά μας προδώσαμε για πάντα. 

Κλείδωσε το μαγαζάκι της οδού Φειδίου και ανηφόρισε. Στο νου του είχε ακόμη τις καινούριες παραλαβές. Και ένιωθε μια στάλα λυπημένος καθώς συλλογιζόταν τα βιβλία μες στα χάρτινα κιβώτια.

 Σε μια φανταστική σκηνή, οι θεατές τον κοιτάνε που απομακρύνεται, τραβώντας τον δρόμο που βγάζει στο κέντρο της πόλης. Ο φακός παραμένει κολλημένος επάνω του μα τώρα κανένας δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον Αντώνη, έτσι όπως γίνηκε σημάδι στο βάθος του κάδρου.

Και όμως, πίσω στο βιβλιοπωλείο της οδού Φειδίου ένας ολάκερος κόσμος που τον νόμιζες νεκρό τώρα ζωντανεύει. Στο βάθος του μαγαζιού ο Ανδρέας Λεντάκης καπνίζει σιωπηρός και βασανισμένος, ρίχνοντας όλο το βάρος της ύπαρξής του πάνω στο ζήτημα το επιγραμματικό ετούτης της ζωής. Σε δυο στίχους πρέπει όλα να ειπωθούν, υπογραμμίζει συχνά πίσω από τους καπνούς του τσιγάρου του. Σέρτικη μεταπολίτευση που καπνίζει στο βάθος της ιστορίας. 

Σε μια άκρη ο Καβάφης με τον Παβέζε υπολογίζουν το κόστος που έχει ετούτη η ανώφελη ζωή. Αθροίζουν την υπόθεση του χρόνου, θυμίζουν προσωπογραφίες στο βάθος ενός συνοικιακού καφενείου. Λίγο μιλούν, αυτόχειρες της νύχτας που ξοφλάει λίγο λίγο τους λογαριασμούς της. 

Πλάι στην πόρτα του μαγαζιού ο Παπαγιώργης καπνίζει και στοχάζεται τον έρωτα των ανθρώπων που είναι πράγμα ταπεινό και σκοτεινό, όπως η ομορφιά. Και ο Πιερ Μπεττενκούρ, ανάμεσα στα πλοία του που σεργιανίζουν τη νύχτα, παιχνίδια υπερρεαλιστικά παίζει με τη μοναξιά του. 

Σε μια γωνιά ο Παζολίνι γυρεύει αποδείξεις στο μεγάλο του Θεώρημα. Έχει στο πρόσωπό του σημάδια μα τα χοντρά, μαύρα του γυαλιά κρατούν κρυμμένα τα ρωμαϊκά του τα μυστικά. Ο Πιερ Πάολο στέκει στην αγκαλιά του αγγέλου του και όλο φιλοτεχνεί εικόνες σθεναρές αυτού εδώ του κόσμου. 

Και άλλοι πολλοί σηκώνονται μέσα από τα βιβλία, ο Βάρναλης και ο Άμλετ και ένας ξεπεσμένος, απόκοσμος βασιλιάς, δοσμένος στον παραληρηματικό του μονόλογο πεντακόσια χρόνια τώρα. Πουθενά δεν έβγαλε, να ξέρεις βασιλιά μου, πουθενά. Και ο Σολωμός ανάμεσα στα σχεδιάσματά του γυρεύει ακόμη μια ζωή για να πει το μεγάλο του τραγούδι. Κάπου εκεί και ο Τζον Κητς, ολότελα βασανισμένος από την αγάπη του για την νεαρή Φάνυ Μπράουν. Και ο Ταχτσής εκεί, με τρία στεφάνια στα χέρια του σαν τελετάρχης , να δοξάζει τούτο το άρρητο της ζωής μας. Και το πουλί το Μαραμπού να κράζει σκαρφαλωμένο στην πλώρη του μικρού καραβιού που αρμενίζει έξω από τα συνηθισμένα επί της οδού Φειδίου. Κοσμοκαλόγεροι και σαρκοφάγοι και σιμιγδαλένιοι ήρωες και ο Χριστιανόπουλος με την ερωτική του την καρδιά που είναι σ’όλα εναντίον. Όλους θα τους βρεις εκεί. Θα παίζουν και θα γελούν χωμένοι μες στο παρήγορο φέγγος τους, τ’απόκοσμο.

Κατά τις εννιά έφθασε στο μαγαζί. Καλημέρισε τους γείτονες και είπε μια δυο κουβέντες μαζί τους. Για τον καιρό, για το πρωτάθλημα, για τα ποιήματα που του αρπάζουν τις νύχτες το νου και όλο τον τραβολογάνε από την Εμμανουήλ Μπενάκη ως μες στην καρδιά του. Και έπειτα μπήκε στο μαγαζάκι του μα τα ‘βρε όλα αλλαγμένα. Σαν τάχα κάποιο χέρι μαγικό να ήλθε εν τω μέσω της νυκτός αρπάζοντας τα τιμαλφή που διασωθήκανε. 

Επανέλαβε τις γνώριμες κινήσεις. Έβγαλε έξω και το τραπεζάκι να έχουν οι φίλοι να κάθονται σαν φέρνουν τις προσφορές τους ίσαμε το βράδυ που γίνηκε γλυκό και μας πονά. Με την άκρη του ματιού του ξεχώρισε τα βιβλία που ‘χαν μπει σε άλλες θέσεις. Παράταιρα στεκόταν ο Παπαγιώργης την ώρα που ο Καβάφης κρατούσε το βλέμμα του χαμηλωμένο. Είδε τα άνθη και τα ποτήρια και βεβαιώθηκε πως μες σε εκείνο το βιβλιοπωλείο έλαβε χώρα ένα γνήσιο, καθ’όλα θαύμα. 

Από την είσοδο ακούστηκε μια φωνή. Καλημέρα σας. Ο Αντώνης ανταποκρίθηκε με τον γλυκύτατο τρόπο του. Ωστόσο, όταν γύρισε προς τη μεριά εκείνου του άνδρα , του φάνηκε παλιομοδίτικος με κάτι ρούχα σκισμένα. 

Λέγομαι Μπεττενκούρ και ήρθα να σας πω ότι κακώς στρογγυλοκαθίσατε εδώ μέσα και δεν μιλάτε. Φανταστείτε, τούτη την ώρα που σας μιλώ τα πλοία βγήκαν για σεργιάνι, το φαντάζεστε;

(Εκείνη την ώρα ακούγεται το κορνάρισμα του πλοίου και από την οδό Φειδίου γλιστρά σαν χίμαιρα τ’απογευματινό το αεράκι. Πίσω του σέρνει ένα καραβάκι, σαν την Ελλάδα μας που μας  ξεγλίστρησε και εχάθη. Και έβλεπε ο Αντώνης, ω εκ θαύματος, να περνούν τα πλοία και τα χρόνια με στολισμένα γαλάζια τα πανιά και μια σειρά σημαιάκια. Στο κατάστρωμα οι φίλοι και το μαραμπού που όλο μετράει τον καιρό. Λίγο πιο πέρα η Εμμανουήλ Μπενάκη παλιά όσο και τα τραγούδια της ζωής μας.)

Απόστολος Θηβαίος