Απόστολος Θηβαίος | Μια σπουδαία γυναίκα

© Γεωργία Τσόκου

“Ξέρεις Χανς,
κάποτε θα λέω
 πως γνώρισα
μια σπουδαία γυναίκα”.

 

 

Ο κύριος Χανς υπερασπίζεται
την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια

 

 

Τον πήραν οι άνθρωποι του δήμου. Ο κύριος Χανς , ο αυτοεξόριστος δεν μένει πια εδώ τριγύρω. Και ποιος θα κάνει δικά του εκείνα τα χάρτινα κιβώτια. Και τα ρούχα, ο κύριος Χανς διέθετε αναρίθμητα πουκάμισα, και τα ρούχα; Ήταν όλο του το βιος και έτσι μπορούσε πολύ συχνά να αλλάζει την γκαρνταρόμπα του. Τώρα όλα εκείνα δεν ανήκουν σε κανέναν. Κύριε Χανς, όπου και να ’σαι, να ξέρεις, πως έδωσες μπόλικη χαρά στα παιδιά εκεί έξω που κρυώνουν.

Τα παιδιά του δήμου είχαν μια συστολή, μια τρυφερότητα. Και σκεπάσανε με φροντίδα τον κύριο Χανς, λέγοντας στον ασύρματο, νεκρός, εβδομήντα ετών περίπου, αποπληξία, σωρός μεταφέρεται. Κάποιος από την απέναντι γραμμή, ανταποκρίθηκε με ένα ξερό καλώς και το πλήρωμα μαζί με τον κύριο Χανς μαρσάρισε στην λεωφόρο και χάθηκε.

Το γεγονός με αναστάτωσε. Για την ακρίβεια έχασα τον ύπνο μου. Η μορφή του κυρίου Χανς που περνούσε μες στο όνειρο, με είχε στοιχειώσει. Και έτσι, νικημένος από τα γεγονότα της ζωής που κυλά αδιαφορώντας πλήρως για τους φίλους και για τη δική μας μελαγχολία, στάθηκα κάτω από την τρεμάμενη, κίτρινη λάμπα. Έφερα στο νου μου τον κύριο Χανς. Μια φορά μου ’πε την ιστορία του και με είχε συγκινήσει τόσο βαθιά, όχι μόνο ο προσωπικός του μύθος, μα το γεγονός πως εκείνο το απρόσωπο πλήθος που σαρώνει δρόμους, γραφεία, υπόγειες τροχιές και στοές, κάθε ένας από εμάς, έχει και εκείνο την ιστορία του. Είναι η νοσταλγία, μια πίκρα, ένας αδόκιμος χαμός, ο έρωτας που έχασε στα σημεία, ένα γελαστό απόγευμα. Καθένας κουβαλά μαζί του τη ζωή του εκεί έξω.

Ο κύριος Χανς, λίγο μεθυσμένος καθώς πάντα, όσο δηλαδή επέτρεπε στον εαυτό του, είχε καθίσει εδώ ακριβώς. Η λάμπα του δήμου δεν φώτιζε εκείνο το βράδυ και ο κύριος Χανς είπε επί λέξει, αφού πια δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου όπως κάποτε υπήρξε τι αξία έχει μια λάμπα. Και είχε δίκιο, Θεέ μου είχε τόσο δίκιο.

“…Το πανεπιστήμιο βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη”, συνέχισε χωρίς διακυμάνσεις συναισθηματικές. “Το μέρος ήταν εξοχικό και ιδανικό για σκοπούς όπως η φοίτηση. Ωστόσο για μένα όλος ο κόσμος βρισκόταν κάπου στο κακόφημο κέντρο. Ένα τόσο δα μαγαζάκι, με μια ξύλινη σκηνή και κάτι γέρικους θαμώνες με θρυμματισμένες βιογραφίες. Μα είχε καρδιά και το κέφι περίσσευε. Κάθε βράδυ έτρεχα για να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο που πηγαίνει κάτω στην πόλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, όλο και πιο δυνατά όσο το βαρύ όχημα πλησίαζε στον τερματικό σταθμό κάπου στην πόλη. Και έπειτα, οι φίλοι απ’ εκείνο τον κόσμο ακροβολισμένοι στις γωνιές των δρόμων, αγαπώντας τόσο λίγο τα κορίτσια τους αφού μπορούσαν να δεχτούν μια απιστία έναντι λίγων χρημάτων. Γεια σου Χανς, μου ‘λεγαν με νόημα τα κόκκινα κορίτσια και εγώ τα κερνούσα τσιγάρο, κάτι ελάχιστο μα σπουδαίο αληθινό για τα παιδιά των δρόμων. Και έπειτα τρύπωνα στην πλαϊνή είσοδο χαιρετώντας τον γέρο Στήβενς που είναι τόσο παλιός όσο και αυτός εδώ ο δρόμος. Καμιά φορά θαρρώ πως κάποτε στο μέλλον θα τον ανακαλύψουν κάτω από χαμένα στρώματα κάτι μοντέρνοι αρχαιολόγοι. Και θα σκύψουν επάνω του, έστω τότε, να μάθουν τι σόι πράγμα είναι αυτή η ανθρωπότητα που κρατάει όρθιο το νόημα του κόσμου. Ύστερα η Τζόαν εισβάλλει χαμογελώντας στο καμαρίνι – ο Θεός να το κάνει, περισσότερο με μια αποθήκη μοιάζει που γλίτωσε μες στον κατασκευαστικό πυρετό. Η Τζόαν είναι πάντα χτυπημένη μα δεν λογαριάζει τη ζωή της δίχως το χάδι του, “όσο σκληρό και αν είναι, αυτό έχω” του ‘λεγε. Και ο Χανς δοκίμαζε τις πουκαμίσες και έμπαινε μες στο πετσί του ρόλου του όσο έβλεπε σιγά σιγά να ‘ρχεται από τα βάθη του καθρέφτη η πιο αληθινή του εκδοχή. Και η Τζόαν άπλωνε το μακιγιάζ και πίσω από τα μάτια του κυρίου Χανς, ενός νέου και χαμένου για πάντα Χανς η ζωή έπλαθε τα υπέροχα σενάρια της. Σε λίγα λεπτά ήμουν ένα αληθινό κορίτσι και οι φίλοι μου ακόμη δεν θα με γνώριζαν. Μα για μένα ήμουν πέρα για πέρα ο εαυτός μου και έβγαινα σε εκείνη την ετοιμόρροπη σκηνή και έλεγα μερικά τραγούδια που ζεσταίνανε την χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα εκείνου του μπαρ. Θυμάμαι ακόμη εκείνους που κλαίγανε όταν περνούσα στις αισθηματικές μπαλάντες. Το χέρι τους σήκωνε το ποτήρι και τρέμοντας έπνιγαν τον εαυτό τους στα λιγοστά δάχτυλα του φτηνού τους πιοτού. Και εγώ γινόμουν η Μαργαρίτα και άλλοτε μια λαίδη, κάπως σαιξπηρική και αφάνταστα κιτς, κάποτε η Κλεοπάτρα και άλλοτε η Αφροδίτη ή μια Ελένη στην κόψη του Ελλήσποντου. Ήμουν τα πάντα και τίποτε, ένα αδειανό ηχείο που τραγουδούσε την αγάπη με κάθε δυνατό τρόπο, αυτό μόνο. Εκείνο το βράδυ τους είδα στα μπροστινά τραπέζια. Έκαναν φασαρία και είχαν προλάβει να μεθύσουν για τα καλά. Μιλούσαν άσχημα και είχαν βαλθεί να ξεβολέψουν τους άκακους μεθύστακες που σύχναζαν τόσο χρόνια σε εκείνο το καταγώγιο. Το αφεντικό προσπάθησε με το καλό, πότε με την αγριάδα να βάλει μια τάξη μα η παρέα των συμφοιτητών του υπήρξε ανένδοτη. Όχι μόνο δεν δείλιασαν όταν τ’αφεντικό επιστράτευσε κάμποση αγριάδα και μάλιστα σπάσανε χάμω μερικά πιάτα. Θα ‘πρεπε κανείς να πάει με τα νερά τους, θα ‘πρεπε. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι, που λένε, όταν ένας από αυτούς, ο πιο νταής σήκωσε το χέρι του και κατάφερε μια στον Έρικ, το παιδί για τα θελήματα. Με το ζόρι μιλούσε και μες στη μοναξιά του εκείνος ο νέος ακουμπούσε το αυτί του πάνω στη λάκα του πιάνου  νιώθοντας τις συγχορδίες, τα τριημιτόνια, τα presto και τ’adaggio που κάνουν μια σονάτα περισσότερο ανθρώπινη. Ο Έρικ χώθηκε σε μια άκρη όσο ο νταής έπινε και ζητούσε τραγούδι , και άλλο τραγούδι, εμπρός, τραγούδι! 

Η φασαρία κράτησε αρκετή ώρα. Οι καρέκλες πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας και οι αράθυμοι θαμώνες του ’διναν τώρα και καταλάβαιναν. Δυο τρεις είχαν πέσει επάνω στους άλλους όσο ο νταής είχε πέσει στα χέρια μου που έκανα ότι μπορούσα για να τον πονέσω. Στο τέλος τους πετάξαμε έξω σαν τα τσουβάλια, ψευτόμαγκες της νύχτας, παιδιά καλών οικογενειών που διψούν για σκοτεινές εμπειρίες. Ήταν λάθος μας , ψέλλισε ο ένας από αυτούς καθώς με αίματα και πουκάμισα σχισμένα βγαίναν από το μαγαζί. Το αφεντικό τακτοποιούσε με τον Έρικ τις ζημιές. Το μάτι του μικρού φροντιστή ήταν πρησμένο και κατακόκκινο, σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι. Το αφεντικό του χάιδευε κάθε τόσο τα μαλλιά και στο τέλος του ‘δωσε στο χέρι μια χούφτα δολάρια. Ο Έρικ του φιλούσε το χέρι μα τ’ αφεντικό δεν έκανε κέφι τέτοιες δουλικότητες. Και οι δυο τους συγύριζαν αμίλητοι όσο οι θαμώνες βρίσκαν ξανά τα παλιά τους πόστα. Η φορεσιά μου ήταν πια κομμάτια και το μακιγιάζ μου ανακατωμένο με αίματα. Μα ένιωθα καλά.

 Και έμελλε να νιώσω ακόμη περισσότερο όταν τ’ αφεντικό ήρθε και με πήρε παράμερα. Διέταξε το γκαρσόνι να μας κεράσει δυο ποτά, κάναμε μια σιωπηρή πρόποση και κατεβάσαμε το περιεχόμενο βιαστικά. “Ξέρεις κύριε Χανς, λίγοι άνθρωποι μπορούν να φερθούν τόσο θαρραλέα. Θέλει αρκετή ψυχή για να τα βάλεις με τον κόσμο εκεί έξω. Ξέρω, ξέρω πως θα μου πεις ότι τούτο εδώ είναι το σπίτι σου, μα θέλει κουράγιο κύριε Χανς η στάση σου. Σε ευχαριστώ Χανς”. 

Και καθώς απομακρυνόταν γύρισε μια τελευταία φορά. “Ξέρεις Χανς, κάποτε θα λέω πως γνώρισα μια σπουδαία γυναίκα”.

 Τώρα ο κύριος Χανς κοιμάται στα βάθη του Σχιστού. Κανείς δεν τον ξέρει και το φανάρι του παραμένει σβησμένο. Κάτι λίγοι όμως έχουν νιώσει πως εδώ κείτεται ένα πρόσωπο με αξία. Ο   κεκκοιμημένος δούλος, ο κύριος Χανς, που για τους φίλους του παρέμενε απλός μέχρι συγκινήσεως. Ο Κύριος Χανς διαστέλλεται όπως ο χρόνος, , ένα ναύτης εν πελάγει ή πάλι ένας υπεροπτικός νέος και τίποτε περισσότερο. 

Μόνο να βλέπατε κύριε Χανς, την ομορφιά που στάλαζε επάνω στον κόσμο ετούτο το ανοιξιάτικο φεγγάρι.

Απόστολος Θηβαίος