Απόστολος Θηβαίος | Ευαίσθητες οι νύχτες

© Saul Leiter

Έτσι όπως αποκοιμιέμαι γαλάζια να ξυπνούν
μέσα μου τα ποιήματα

Θα ‘θελα να ‘χω και εγώ μια γωνιά κάπου σε αυτόν εδώ τον κόσμο.  Όχι ένα γαλάζιο στενό, μα μία κάμαρη, παλιά ίσως, με φθαρμένες ταπετσαρίες και λίγη θέα. Πόσο θα αρκούσαν αυτά τα λίγα, πόσο θα αρκούσε μια κάμαρη με το λίγο της το τίποτε και με μια στάλα θέα προς την πόλη. Μπορεί και να ‘ταν ένα διαμέρισμα υπόγειο, χιλιάδες μέτρα κάτω από τα πόδια του καλού λαού. Και οι καναπέδες θα ‘ταν από αγάπη καμωμένες και το σκρίνιο απ’αγάπη και εκείνο και οι τοίχοι βαμμένοι με αγάπη, με τίποτε λιγότερο. Ένα χρώμα ανεπαίσθητα κόκκινο, ίσως ξεφτισμένο γιασεμί ή άγουρο ρόδι. Ένα πιάτο, ένα μαχαίρι, ένα πιρούνι , ένα κλειδί, ένα πουκάμισο και ένα φεγγάρι καρφωμένο στο μπαλκόνι που κοιτάζει τη νύχτα ίσια στα μάτια. Αυτή θα ‘ναι η περιουσία μου, ο επιούσιος ο δικός μου, που λένε.

Και θα περνούσε όλα όπως η αιωνιότητα, αργά σαν το σύννεφο που φέρνει την ξαφνική βροχή. Κουρελιασμένη η τέντα και πεθαμένα τ’άστρα και οι άνθρωποι που ζήσαμε μαζί τους, βαλμένοι μες στις κορνίζες τους, χαμογελαστοί για πάντα, εν τάξει. Ένα σπίτι σκέτη θάλασσα, με τον ορίζοντά του και τους κυματισμούς και τη μορφή μου εδώ και εκεί μες στα παλιά δωμάτια. 

Στο τραπέζι έχω αφήσει ένα ποίημα να με περιμένει. Δεν είναι ολόκληρο, δεν είναι καν ποίημα, μόνο κάτι στίχοι αξεδιάλυτοι, σκόρπια τραγούδια που χυθήκανε ποιος ξέρει από τι ηχείο και τώρα μπερδεμένοι, διστακτικοί κάτι θέλουν να πουν μα δεν το μπορούν. 

Και όλο περνώ λέει τις ώρες μου, με μια θέληση ανεξιχνίαστη να ταιριάξω εκείνες τις λέξεις. Έτσι που το ποίημα να βρει το δίκιο του μες σε αυτόν τον κόσμο τον σκληρό και τον άκαρδο. Μια θάλασσα βαθιά στέκει ανάμεσα σε εμένα και στο ποίημα. Και ένα κόκκινο πορθμείο μες στο νου μου ελέγχει τις διελεύσεις. Μια μέρα σαν και αυτή θα βρω το κουράγιο μου, θα τραβήξω μια χαρακιά στο ύφασμα της νύχτας και εκεί θα περάσω. Μια μέρα σαν και αυτή θα βρουν επιτέλους οι στίχοι μου τον δρόμο τους. Και ευτυχισμένοι θα πλέκουν ομοιοκαταληξίες και θα ονειρεύονται τον κόσμο τον αληθινό που είναι από μόνος του σκέτη μαγεία. Και όλα θα γίνονται μια ζωγραφιά και ονείρων αναλαμπές, καθώς θα παίρνω αγκαλιά εκείνους τους στίχους. Και έξω από τον χρόνο θα τους κρατώ, τον κόσμο να δουν και να μάθουν. Και έτσι ωραίοι, σαν όλα τα πράγματα του κόσμου κύριε Ζενέ θα βρουν την θέση τους μες στους κόλπους της ζωής, όπως ακριβώς το είπατε.

Όταν θα τελειώσω εκείνο το ποίημα η ζωή μου θα έχει ξοδευτεί. Μα εγώ θα έχω δική μου, για πάντα εκείνη την πληγή που χάσκει χρόνια τώρα. Και εκεί μέσα θα βουτώ το κοντύλι μου και λέξη προς λέξη θα φτιάχνω από την αρχή τους χάρτες μου. Μια πόλη, ένα ξέφωτο, μια θάλασσα, μια κοιλάδα και πάλι από την αρχή. Ξωκλήσια και ύφαλοι κοραλλιογενείς θα γίνουν λέξεις και αποχαιρετισμοί, μια ολοζώντανη ιστορία. Και το ψεύτικο το μακιγιάζ του χρόνου θα ξεθωριάσει και τίποτε τριγύρω δεν θα ‘ναι αυτό που φαίνεται. Πλυμένος θα’ναι ο κόσμος και αδειανή η σκιά του. Όταν εκείνο το ποίημα βρει το χαρακτήρα και το ύφος του, ο κόσμος δεν θα’ναι μια φύση νεκρή σαν τα ξέχειλα καλάθια του Μπαρτολομένο Μπίμπι. Και οι παγετώνες που με κρατούσαν αποκλεισμένο σε τούτα εδώ τα νησιά θα λιώσουν μες στο δικό μου καλοκαίρι, αυτό που μεγαλώνω εντός μου με τόσες θυσίες. Τα οδοφράγματα της ζωής μου για πάντα θα παραμερίσουν και τα υπερωκεάνια μαζί τους θα με πάρουν, λίγο μακριά από εδώ, λίγο πιο κοντά στης ζωής μου τα απάνεμα λιμάνια. 

Δεν θέλω να γίνομαι λυρικός. Μου φαίνεται πως απόψε το παράκανα. Και άλλωστε ποιος νοιάζεται μες σε αυτόν τον κόσμο αν τάχα εγώ, μες στο γαλάζιο μου στενό μελαγχόλησα; Κανείς, μήτε άνθρωπος, μηδέ αιώνας δεν νοιάστηκαν ποτέ για τη βαθύτερη μου την έκφραση. Τι σημασία έχουν πια τα ποιήματα μες σε τούτο τον κόσμο τον κολασμένο; Και τι μπορούν να αλλάξουν από όλα εκείνα που πια δεν σώζονται; Κανείς δεν αποκρίνεται. Και πέφτει μια παγωνιά τριγύρω. Έρωτες, σκηνογραφίες, αρχιτεκτονικές και πολεοδομίες, όλα συγκρούονται μες στην πόλη που αλλάζει σαν τα πουκάμισα τους αιώνες. Δεν είναι υγρασία αυτό που στάζει εκεί έξω, είναι το νερό της μνήμης με την αρχαία του ηλικία. Και εγώ δεν ξέρω τίποτε, τίποτε άλλο να σας πω, έξω από εκείνο που λέει, πως κάθε φορά είναι μια κρίσιμη ώρα για την ποίηση, πως κάθε φορά, – έτσι πιστεύω- είναι μια κρίσιμη στιγμή για να γυρίσει ανάποδα ο κόσμος, για να στερεωθεί, λέει, εκείνη η ανατρεπτική έκφραση του κόσμου, η βαθιά του.

Και έπειτα ήρθε ο ύπνος να με πάρει, βυθίζοντας στα μάτια μου καρφιά. Και μόνο το φεγγάρι πρόλαβα να αποχαιρετήσω από το γαλάζιο μου στενό, ένα φεγγάρι που κατέβαινε λοξά, έναν άλυτο γρίφο μες στο όνειρό μου που όλο πλησιάζει.

Απόστολος Θηβαίος