Απόστολος Θηβαίος | Πεθαίνουν τα τζουκ μποξ;

© William Albert Allard

“Σας το λέω πως μια μέρα, μια μέρα από αυτές εδώ θα κάνω μια πράξη ηρωική, ναι, μεγάλη και ανθρώπινη”, έλεγε και σηκωνόταν απάνω, περήφανος, βέβαιος πως αυτό που λέει θα γενεί. Λάμβανε την πόζα των κλασικών εκείνων πορτρέτων που αναπαράγονται κατά δεκάδες και θα τα βρεις παντού. Και ύστερα ορμούσαν οι άλλοι από τα τραπεζάκια τους και να σου κάτι ξεγυρισμένες. 

“Βρε δεν ντρέπεσαι, άντρας πράμα, τον πατέρα σου ρε δεν τον εκτιμάς, που λένε; Τι τρέλες είναι αυτές;” και “πότε θα γίνεις άνθρωπος μωρέ εσύ” και πηγαίνανε και ερχόντουσαν οι ξανάστροφες. Και έπειτα, από καλοσύνη τάχα, κάποιος έλεγε “αφήστε τον μωρέ, τι φταίει και εκείνος” και όλοι γυρίζανε στα τραπεζάκια τους. Ο ταβερνιάρης ησύχαζε και όλα γυρνούσαν στην προτέρα κατάσταση, που λένε. 

“Άντε, πάρε να βάλεις κανένα τραγουδάκι γιατί πολύ μας σεκλέτισες, να ξέρεις” του ‘λεγε ο Ανέστης που λογαριαζόταν για αρχηγός εκείνης της συμμορίας. Και αναμαλλιασμένος, με το πουκαμισάκι του σχισμένο, πήγαινε ο τρελός και έριχνε το κέρμα. Και διάλεγε ένα τραγουδάκι, το ίδιο πάντα και οι άλλοι έλεγαν τα λόγια, κάπως μεθυσμένα και κάπως αστεία, μα με όλου του κόσμου τον σεβντά. Τι έκπληξη και τι μαγεία να’ταν εκείνη που έκανε το παράξενο το μηχάνημα να κελαηδάει, ποτέ δεν θα το μάθει. Και ίσαμε να τελειώσει το τραγουδάκι μαλάκωναν οι καρδιές και ερχόταν ο κάπελας για να κεράσει μια στάλα τα παιδιά. Βαθιά η νύχτα και οι συννεφιές σαν τα τραίνα να περνούνε. “Ένα σκουπίδι παραπάνω δηλαδή”, έλεγε μονάχος του και έβαζε τα κλάματα. Αυτό ήταν το σημείο που αγαπούσε, το φόρτε που λέμε του τραγουδιού. Κάτι σάλευε μες στην ψυχή του, κάτι ξεφυλλισμένα τριαντάφυλλα βρίσκαν ξανά το χρώμα τους. Η μουσική κατείχε τη σημασία τη μεγαλύτερη, μια μουσική που έκανε τις θολές μποτίλιες της ταβέρνας να σαλεύουν πάνω στ’αρχαίο ράφι. Στο νου του δέσποζε ένα πάλκο σπουδαίο, με πολύχρωμους λαμπτήρες και αεράκι και πρόσωπα χαμογελαστά. Άλλο να σας λέω και άλλο να τα βλέπετε όλα εκείνα μες στα δυο του μάτια. 

Εκείνη τη νύχτα όλα γινήκαν αλλιώς. Άμα τέλειωσε το τραγούδι βγήκε από το μαγαζί. “Πάλι τα ίδια, δεν τα σώνει τούτος εδώ”, είπε ο Ανέστης και όλοι γελάσανε. Όμως ο Γιώργης στέκει κιόλας εμπρός από τη βιτρίνα του παλιού φωτογραφείου. Τι παράξενο το χαρτονένιο φιγουρίνι. “Αν είσαι ο Μάρκος, μίλα μου, πες μου μια λέξη. Εσύ τα βρήκες όλα εύκολα. Πέσανε επάνω σου οι Τούρκοι, τα’βαλες μαζί τους και πήρες όλο το μερτικό του σεβασμού. Τι έμεινε για μας Μάρκο, για πες μου; Εκείνο το τζουκ μποξ και το τραγουδάκι, δεν λέω πως είναι λίγο πράμα η μουσική. Μα έξω από αυτά τα λίγα και τ’αναγκαία για τη ζωή μας, τι κερδίσαμε εμείς ρε Μάρκο; Μείναμε δίχως Τούρκους και πες μου εσύ τώρα, πού να βρούμε εχθρούς να κάνουμε και εμείς ένα λογαριασμό βρε αδερφέ. Να γίνουμε, λέει ήρωες και εμείς. Να μας σκαλίσουν το τούτο  μας, να μας στήσουν στας εξοχάς. Να γράφει, λέει, “Γιώργης, έπεσε ηρωικώς” και δώστου τα στεφάνια και οι δάφνες και οι λόγοι του δημάρχου και των άλλων. Δεν μιλάς μωρέ Μάρκο; Και τι να πεις; Στέκεις εκεί πέρα, σαν χαρτονένιο περιστέρι, μήτε που θα μιλήσεις ποτέ σου να μάθουμε και εμείς με τι υλικά φτιάχνονται οι ήρωες. Βολεύτηκες εσύ Μάρκο μου, έρχονται τις Κυριακές τα παιδιά, ένα τάλιρο και να σου η πλάκα με τον Μάρκο. Ωραίος, με καλά στερεωμένη την απόφαση μες στα χαρακτηριστικά του. Να τα αρπάζει λέει τα σήμαντρα η μορφή του, η συννεφένια . Ά ρε Μάρκο πέτρινος είσαι δρόμος, σκέτη σιωπή. Πες μου, να χαρείς μια κουβέντα, πες μου, να χαρείς, “Γιώργη, θα κάνεις τούτο και θα γενείς ήρωας”, πες μου ρε Μάρκο και μου ‘χουν ταράξει τη ζωή οι βλάμηδες στην ταβέρνα. Εσύ δεν ξέρεις τι σόι πράμα είναι να σε περιγελούν. Εσύ, και χαρτονένιος που είσαι, ήρωα σε ανεβάζουν, ένδοξο σε κατεβάζουν. Πες μου ρε Μάρκο, τι κρατάς τα βλέφαρα ακίνητα; Να χαρώ εγώ έναν ήρωα, σκέτο χαρτόνι είσαι”.

Και έπειτα πήρε την πέτρα, -πώς του’ρθε – και έσπασε το παράθυρο. Βγήκε έξω ο φωτογράφος, του ‘πε κάτι βλαστήμιες, του’πε πως την άλλη μέρα θα πήγαινε στον αστυνόμο, πως σώθηκε η υπομονή του. Να χαθεί, να μην το βρει άμα ξημερώσει του’πε ο παθών και μπήκε μέσα. Μα ο Γιώργος βρισκόταν κιόλας μακριά. Κρατούσε πάνω από το κεφάλι του τον χαρτονένιο Μάρκο και έπαιρνε το δρόμο για το ταβερνάκι. Είδε τα φώτα από μακριά σβηστά και είπε τώρα είναι η ώρα. Κάποιους που συνάντησε βάλανε τα γέλια και μεθυσμένοι καθώς ήσαν τον περιφρόνησαν ολότελα. 

Τα σπίτια κλειστά, γεμάτα ψυχές. Άλλες πονούν και άλλες ευφραίνονται, ποιος το ξέρει, τι πράγματα φαιδρά και απαίσια συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές τις γρίλιες. Κάποιος που αγαπά και δεν μπορεί να κοιμηθεί και ένας άλλος, γεμάτος κουράγιο και δίκιο να υπομένει την άσχημη, τη φριχτή του τη ζωή. Συλλογίστηκε όσους πονούν και εκείνους τους άλλους που ´χουν την αγάπη μες στην αγκαλιά τους. Τους άκουγε που περπατάγανε μες στα σαλόνια τους τα σκοτεινά, τους άκουγε να πατάνε απάνω στα σπασμένα τα γυαλιά αυτού εδώ του κόσμου και η καρδιά του τους συμπόνεσε. Έφερε στο νου του και τον εαυτό του τον ίδιο και την υπόσχεση που ‘χε δώσει, μια υπόθεση στράφι και χαλάσματα μόνο, τίποτε άλλο. “Όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νια κλωνάρια”, είπε μονάχος του και είδε από μακριά τ’άσπρο καραβάκι της Φανής που αρμένιζε στο πουθενά και το πάντα. “Αντίο Φανίτσα”, είπε, πάντα μονάχος του και στάθηκε άλλη μια φορά, τελευταία εκείνη, έξω από το Δημαρχείο. Στα νιάτα του εκείνο το κτίριο θα ‘ταν ένα καθώς πρέπει νεοκλασικό, πολύ γουστόζικο, με γρύπες και ανθεστήρια και αετώματα, με γύψινες περικοκλάδες και μαρμάρινες υδρορροές. Μα τώρα πάλιωνε, μια λέξη ήταν πάνω στην κάτασπρη σελίδα του τόπου. 

Στερέωσε τον Μάρκο στο μέσον της ταβέρνας. Δεν άναψε το φανάρι, συλλογίστηκε πως θα τον παίρνανε χαμπάρι και ευχαριστήθηκε με την προνοητικότητα του. Και έβαλε το μαχαίρι του και προσπάθησε μια στάλα, ίσα που τρέξανε χάμω τα κέρματα. Πήρε ένα, τι ευλαβικά που το σήκωνε και το ‘ριξε μες στο μηχάνημα. Και ξεχύθηκε η φωνή, κάπως σπασμένη στην αρχή. Ανάψανε οι λάμπες του τζουκ μποξ και πήρε ζωή ξανά εκείνο το πάλκο που σας είχα πει. Πέρασε από το λαιμό του χαρτονιού το παλιό, σκονισμένο στεφάνι από το πατάρι του μαγαζιού που το καταθέτουν χρόνια τώρα δίχως αντίκρισμα. Είναι της Πιερίας το τριαντάφυλλο, αυτό είναι, τίποτε λιγότερο μες στο νου του. Και ήρθαν τα λόγια και τον βρήκαν ίσια στην καρδιά και ήπιε ώσπου να πνιγεί η καρδιά του. 

Και έπειτα πεισμωμένος καθώς ήταν από το πιοτό, τα’βαλε με το τζουκ μποξ, του μαγαζιού το ακριβότερο απόκτημα. Λέγεται πως ο ταβερνιάρης το ‘φερε από τις Αμερικές, σαν ήρθε να ζήσει τα στερνά του. Και από πού δεν ήρθαν για να το δουν, χάλασε ο κόσμος. “Πού είναι κρυμμένη η φωνή Μάρκο; Λες να’ναι κάποιος φυλακισμένος μες στην κοιλιά του μηχανήματος ρε Μάρκο; Και εγώ, εγώ τι κάνω εδώ πέρα;”, είπε και άρχισε με τη βαριά να ρίχνει εδώ και εκεί πάνω στη βιτρίνα και στα πλαϊνά και το τραγούδι έσβηνε. Ο Γιώργης κούρνιαζε ολοένα και περισσότερο μες στην παράφορη την ανάγκη του και ήταν αδύνατο πια να επιστρέψει. 

Κατάφερε άλλη μια και όλα μαζί τα τραγούδια χυθήκανε από την κοιλιά του αμερικάνικου κήτους. Σάστισε ο Γιώργης, Θεέ μου τι έκανα, είπε και έσκυψε να μαζέψει τους στίχους. Μα για κάποιο λόγο όλα μπερδεύτηκαν και τα τραγούδια αλλάξανε, όπως οι δρόμοι της ζωής μας που παίρνουν μια άλλη θέση. Και ήταν μες στο δικό του πέλαγο πια, ένας μελλοθάνατος ο Γιώργης που ‘χε χορτάσει στη ζωή του νεκρούς και ταπεινώσεις και χρονολογίες χαραγμένες πάνω στους σταυρούς. “Πες μου ρε Μάρκο, τι γίνεται τώρα; Πώς θα τα σώσω τα τραγούδια, ανακατώθηκαν τα ρεφραίν και μπερδεύτηκαν τα κουπλέ, οι ορχήστρες, τι καταστροφή Μάρκο. Δεν μιλάς;”

Η πόρτα άνοιξε απότομα. Οι βλάμηδες ορμήσανε στο μαγαζί. Ο Γιώργης πρόλαβε μονάχα να πει, “να τη λευτερώσω ήθελα, να ρωτήστε τον” και ο Μάρκος κοιτούσε με ύφος παγωμένο που του παίρνανε τη ζωή. Για μια στιγμή μόνο ένιωσε τα καρφιά μες στα μάτια του και μια υγρασία, όπως εκείνη που σκοτώνει τα αμπέλια. Και όλα τελειώσανε. Κανείς δεν έκλαψε για τον Γιώργη και τώρα μαζί με την Φανίτσα, γυρεύουν τον Μάρκο στου κάτω Κόσμου τις ταβέρνες.

Θα μου πείτε πώς μου’ρθε αυτή η ιστορία. Φταίει εκείνος ο τύπος που ‘ρθε μες στη νύχτα και άφησε το χαλασμένο τζουκ μποξ στην άκρη του δρόμου. Δικό του έργο αυτή εδώ η ιστορία. Έπειτα χάθηκε μες στο γαλάζιο των νυχτερινών φωτισμών και η νύχτα ξανάγινε η ίδια παλιά, νεκρή σαιζόν. Σκέφτηκα πως οι άνθρωποι, εκεί έξω δεν έχουν το θάρρος για να γίνουν ήρωες και ένιωσα πιο άστεγος από ποτέ μες στο φινάλε της ιστορίας, μες στο ρομαντικά πένθιμο στενό μου. Ένιωσα μια κάποια λύπη για τον Γιώργη και μίσος, – ένα άγριο μίσος για την ακρίβεια – για τύπους όπως ο Μάρκος, για βλέμματα βαθυστόχαστα και αληθινά μεγάλες πράξεις. Και θυμήθηκα πως κάποιος πολύ εύστοχα είπε, πως “αγνάντια στους ήρωες, τους υπεράνθρωπους, τους απάνου, με συγκινούν οι άνθρωποι σαν πιο πολύ”. Τ’ακούς Γιώργη; Έτσι συμβαίνει και με μένα.

Απόστολος Θηβαίος