Απόστολος Θηβαίος | Γαλάζια τέμπερα

© Debbie-Cuffery

Χριστουγεννιάτικη ιστορία
με ευτυχές – ποιος το ξέρει άραγε αν είναι έτσι; –
τέλος

Χαιρετήθηκε με τους φίλους, λιγότερο εγκάρδια φυσικά, με τους απλούς γνωστούς. Τον φαρμακοποιό, τον ιδιοκτήτη του καθαριστηρίου που τόσα χρόνια καθαρίζει τα άπλυτα του, τον μανάβη που δεν τον συμπαθεί και πολύ και τέλος τον λαχειοπώλη. Με αυτόν τους συνδέει μια σχέση μυστική, για την οποία ωστόσο όλοι κατέχουν μια ιδέα.

Διότι, αν έχει κάποιο ελάττωμα ο καθ’όλα αξιοπρεπής κύριος Φελίξ, ο δάσκαλος, ο αυστηρός, ο άνθρωπος των ηθικών αρχών και του απαραβίαστου προγράμματος, ο επιστήμων, αν έχει ένα ελάττωμα που λέτε, αυτό δεν είναι άλλο από μια ροπή προς τα παίγνια τα τυχερά, τον τζόγο καθώς λένε. Τον είδες πάλι τι κακοφορμισμένος ήταν, μωρέ δάσκαλος να σου πετύχει, να δείτε που παριστάνει και τον άνθρωπο του Θεού, αμ τι, κάτι τέτοιοι φορούν τις μάσκες τους και εντυπωσιάζουν τριγύρω μα έχουν μια καρδιά μαύρη και είναι άλλο να στο λέω και άλλα τέτοια δίναν και πέρναν για τον κύριο Φελίξ. Χαιρέτησε και την Κλάρα που κάποτε τους συνέδεε μια αγάπη μεγάλη και θυελλώδης. Εκείνη κόμπιασε, αυτός βιάστηκε, φέρθηκε αδέξια, έλυσε τον λαιμοδέτη του και την άφησε στα κρύα του λουτρού, εκεί στο προαύλιο της εκκλησίας να θυμάται τις στιγμές εκείνου του άδοξου έρωτα που σφράγισε ο χρόνος.

Τίποτε από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Μήτε η γέννηση του μικρού Θεού μίλια μακριά από εδώ. Κάτι τρύπιοι φράχτες δείχνουν τον δρόμο και είναι να μπερδεύεται κανείς αν αυτό εκεί στο βάθος είναι το θείο αστέρι ή απλά μια συστοιχία από τελευταίας τεχνολογίας πυραύλους εδάφους αέρος. Τώρα περνάει μέσα από τις γειτονιές που παγώνουν και έχει στο νου του μονάχα έναν ακέραιο σκοπό. Κανείς δεν ξέρει τι κρύβει στην καρδιά του ένας άνθρωπος και δεν θα μπορούσε να μην ισχύει το ίδιο για τον κύριο Φελίξ που σαρώνει πίσω του τα πεσμένα φύλλα των δέντρων . Κοιτάζει μες στα σπίτια που τα ζεσταίνει η αγάπη των ανθρώπων. Πώς σμίγουν, πώς κρατιούνται, η ανάσα τους γεμάτη αγάπη καθρεφτίζεται πάνω στα τζάμια. Αύριο θα είναι αλλιώτικα μα απόψε οι καρδιές βρίσκουν τον τρόπο να μιλήσουν δίχως δισταγμούς.

Κάποιος τον χαιρετά από μια αυλή. Γεια σου κύριε Φελίξ, μα εκείνος μόνο γνέφει κουνώντας το κεφάλι όπως σε μια δειλή άρνηση, από εκείνες που καθορίζουν χρόνια μετά τις ζωές μας. Γαλάζιος ουρανός, μια τέμπερα τόσο ζωντανή, μια απλωσιά πρωτόγνωρη εμπρός του. Στο βάθος τα φώτα του μαγαζιού. Και απ’έξω, σαν τις φιγούρες του Τζακομέτι, οι παλαιολιθικοί καπνιστές, παγωμένοι ως το μεδούλι. Τον είδαν και εκείνοι , σαν κοπάδι στάθηκαν με τα νώτα τους στραμμένα κατά τη μεριά του. Δείτε, ο κύριος Φελίξ, και μια μελαγχολία κυριακάτικου μεσημεριού πέφτει παντού σαν χάδι. Λευκό σεντόνι πάνω στον κόσμο, σαν τα πράγματα του κλειστού σπιτιού που κανείς πια δεν τα χρειάζεται. Ετούτα τα Χριστούγεννα δεν σημαίνουν τίποτε για τον κύριο Φελίξ, για τους θαμώνες του μαγαζιού στο τέλος του δρόμου.

Είναι σχεδόν σίγουρος ο κύριος Φελίξ πως αγόρασε τον σωστό λαχνό. Και ήδη φαντάζεται με ένα εφηβικό χτυποκάρδι πως αύριο με ένα γερό κομπόδεμα κάνει το κομμάτι του εμπρός στον μανάβη που τώρα πια τον ζηλεύει παράφορα και δεν τον χαιρετά με εκείνο το υποτιμητικό, το λερό κύριε δασκαλάκο.

Τότε την είδε. Τα λαμπιόνια την δείξανε μες στην αδιαφορία εκείνου εκεί του δρόμου, δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήταν ελαφριά ντυμένη και ονειρευόταν, ποιος ξέρει ποια αγάπη ανεκπλήρωτη. Λίγο ακόμη και όλα σε εκείνο τον δρόμο θα μεταμορφώνονταν σε μια αναγεννησιακή Βερόνα και το κορίτσι θα έριχνε τα μαλλιά του, να ανέβει, να ανέβει ο κύριος Φελίξ ως την καρδιά της. Να την τρυγήσει την πολυαγαπημένη, την όμορφη Αφροδίτη που του ‘λαχε σαν δώρο μια τέτοια μέρα, ανήμερα του Χριστού.

Έπεσε βαριά η σιωπή, σκέτο σίδερο και έπιασε να χιονίζει όπως τότε, στα ποιήματα, όταν ο κύριος Φελίξ ήταν παιδί και μες στο όνειρό του χωρούσαν όλες οι πιθανότητες. Στάθηκε μια στιγμή να την δει και είχε πειστεί πως άλλος σκοπός για τη ζωή του δεν υπήρξε. Μόνον εκείνη, σκαρφαλωμένη στο μπαλκονάκι της, μια κούκλα σπασμένη, διάφανη πίσω από το χιόνι που έπιασε πυκνό πυκνό να πέφτει. Στο βάθος οι μολυβιές χαθήκανε, η μαρκίζα του μαγαζιού άναψε μια φορά περίλαμπρη και έπειτα σαν πλάνεμα, σαν ποτέ να μην υπήρξε πήρε τις λέξεις της και έφυγε.

Δάκρυσε μια στάλα, σαν να του ‘κοβε το βλέμμα η παγωνιά, δάκρυσε που είδε τόση ομορφιά. Και ευθύς το πάθος του επέστρεφε, το πάθος που τον έσερνε εμπρός στης τύχης του τα πόδια. Βρήκε κάπως την αυτοσυγκράτηση του, ο τζόγος πια τίποτε δεν σήμαινε, το κάστρο του καθώς πρέπει δασκάλου συντρίφτηκε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ανήμερα του Χριστού μες στην πόλη που γιορτάζει. Και σαν να θυμήθηκε μόνον για λίγο τον ρόλο του μες στην μικρή κοινωνία της γειτονιάς του και είπε σαν προσευχή απελπισμένου εκείνα τα λόγια. Σε κάποιο επίγραμμα θα τα’χε απαντήσει, μα ελάχιστη σημασία δεν έχει πια, επειδή το νόημά τους αναδείχτηκε μόνον εξαιτίας της κατάλληλης συγκυρίας.

Άι, θ’εγώ, χρυσοστέφαν Αφροδίτα, τόνδε τον πάλον λαχόην. Ω, κύριε Φελίξ και εσείς οι άλλες, οι τυραννισμένες ψυχές, κουράγιο μες στην ανάγκη σας, κουράγιο.

Και εκείνη χαμογέλασε και τον λαχνό τον πέταξε ο κύριος Φελίξ, όπως κανείς ξεφορτώνεται ένα αναμνηστικό μιας κακής εμπειρίας. Ο άνεμος τον πήρε, ο άνεμος που παίρνει μακριά τις φωνές και κάθε τι παλιό δικό μας, ο άνεμος σας λέω που σηκώνεται ξαφνικά εκεί έξω. Το χαρτί χάθηκε, σαν την πέτρα κύλησε πέρα στο δρόμο. Σε λίγο χάθηκε από παντού και ο κύριος Φελίξ λησμόνησε για πάντα το παιχνίδι και τα χρήματα που είχε ποντάρει σε μια παράφορη απόφαση, ολότελα χαμένα από πριν. Όπως και εκείνος, πάνω στη στιγμή που σημαδεύουν τα δυο της μάτια, καταμεσίς στα συντρίμμια, στις μέρες, τους σκοπούς, στη θέλησή του την αδυνατισμένη .

Από ψηλά του φώναξε, Αλίσια, και ήρθε μια άνοιξη εκεί μονάχα, στο μικρό στενό, ανήμερα του Χριστού. Ο κύριος Φελίξ είχε βγει κερδισμένος, είχε κερδίσει κάτι αληθινά σπουδαίο, όπως ακριβώς λέει εκείνο το επίγραμμα – τι τον έπιασε και θυμήθηκε σήμερα όλα αυτά τ’αραχνιασμένα δίστιχα, κανείς δεν ξέρει.

Αρτίως, ναι, αρτίως, μά χρυσοπέδιλλος Αύως. Άμοιρε κύριε Φελίξ, είπαν οι φιγούρες που στο μεταξύ είχαν επιστρέψει έξω από το μαγαζί, με τον οίστρο τους αγριεμένο. Κανείς δεν μπορεί να αψηφήσει τον έρωτα, είπε ένας από αυτούς και ύστερα βλαστήμησε που ‘χασε και τα τελευταία σε αυτό το άλογο με το παράδοξο όνομα. Το «χαμένο άλμα». Για φαντάσου, κύριε Φελίξ, κάτι αστεία που σκαρώνει μια πρόχειρη ιστορία.

Απόστολος Θηβαίος