Απόστολος Θηβαίος | Βιβλία καθρέφτες ή αλλιώς, Στο μεταξύ μας, κύριε Κακίση

Σημείωμα για το μικρό εγχειρίδιο του
Σωτήρη Κακίση
με λίγες σταράτες κουβέντες
«Για την ποίηση»
και φιλοξενούμενους τους
Γιάννη Βαρβέρη, Γιώργο Μαρκόπουλο και
Γιώργο Χρονά
από τις εκδόσεις Ερατώ.
Πίσω από το χαρτόνι
το σκληρό εξώφυλλο της έκδοσης
που φέρει απόχρωση γαλάζια βαθιά, βαθύτατη

 

Τι ζητάνε εκεί ανάμεσα οι λευκές σελίδες, δεν το έμαθα ποτέ. Βρέθηκα να τις φυλλομετρώ. Δεν με προετοίμασε κανείς για εκείνο τον διαθέσιμο χώρο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις συζητήσεις του Σωτήρη Κακίση με τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιώργο Χρονά. Κουβέντες προικισμένες με το πρόσημο της απλότητας, κερασμένες από κάτι μικρές, μεγάλες στιγμές που κάνουν για πάντα τη διαφορά μες στα βιβλία. Και αν δεν μπορεί κανείς να λογαριάσει για μεγάλες στιγμές της ποίησης μας αυτούς τους ποιητές και τους πεζογράφους, εκπροσώπους της γενιάς του ´70 που σήμερα κατατάσσεται και περνά στην λήθη, αρκεί να σκύψει στα έργα και τις ημέρες τους. Τέσσερα από τα άστρα που κάποτε φώτισαν τον ουρανό της νεοελληνικής μας ψευδαίσθησης φιλοξενούνται σε αυτό το σχεδόν αρχαίο βιβλίο από τις εκδόσεις Ερατώ που κυκλοφορεί το 2018. Περιλαμβάνει συζητήσεις, απόψεις, στιγμές διανθισμένες με την αμεσότητα, το ύφος και το πνεύμα αυτών των ξεχωριστών δημιουργών που με εξαίρεση τον Γιάννη Βαρβέρη παραμένουν εδώ, μια γραμμή άμυνας ανάμεσα στην πραγματικότητα που προελαύνει και την ποίηση που όλο υποχωρεί, δίχως να μικραίνουν οι σημασίες της, χωρίς να χάνονται τα κεκτημένα, οι κατακτήσεις που λέμε. Πολυτέλειες τα ποιήματα θα σημειώσει ο Βαρβέρης, σε χρόνια δίσεκτα για την ποίηση, σε μια συγκυρία που όλα μάχονται την ύπαρξή της και κάθε υπεράσπιση φαντάζει μάταιη. Ο θείος Πλάτων τα κατάφερε γιατί είδε πριν από χιλιάδες χρόνια ή μόλις σήμερα η ανθρωπότητα πάλι ένιωσε, εννόησε πως οι ποιητές φαντάζουν ένας κίνδυνος πρώτης τάξεως, ένα κέντρο που δεν ελέγχεται από τους μηχανισμούς και τα εφευρήματα της μόδας με τις επιταγές και την παροδικότητα της. Ίσως να το’γραψε καλύτερα εκείνος που θέλησε να εγκωμιάσει τις ασυμβίβαστες αιχμές της Σαρτρ διά χειρός Χατζηκυριάκου – Γκίκα, όσες σπέρνονται εδώ και εκεί μες στην πολιτεία της Αίγινας. Ζούμε λέει, πάνω στη στιγμή που μικραίνει η μέρα και εγώ συλλογιέμαι πως ετούτη η στιγμή που βιώνουμε στέκει ένας ίσκιος πάνω από την ποίηση. Όμως ο Γιάννης Βαρβέρης δεν το βάζει κάτω και εντοπίζει στη γλώσσα και τον καινούριο μας εαυτό, εκείνον που γεννιέται ώρα με την ώρα, στιγμή τη στιγμή τις συνθήκες που θα καθιερώσουν μια άλλη στέρεη κατάσταση. Και αν η ποίηση δεν βρεθεί σε εκείνο το αύριο, κλεισμένη μες στον εαυτό της θα ανακαλύψει πως έχει όσα χρειάζεται για να σταθεί πλάι σε εκείνους που την έχουν ανάγκη, πολύ μακριά από την επίσημη, την κακοφορμισμένη τέχνη, αυτήν που επωάζεται μες στις μικρές οθόνες και μεγαλώνει άθελά μας μια απόλυτα συμμετρική και ηθική στιχουργική, απόλυτα συμβατή με τα ζητούμενα του καιρού μας. Δεν το ξέρουμε μα ο Βαρβέρης μας δίδαξε πως εντός της TV ο κόσμος μαθαίνει να ψεύδεται. Και μην πιστέψετε πως οι συνδαιτυμόνες απέμειναν με σταυρωμένα χέρια ή πώς προέβησαν σε βαρύγδουπες κουβέντες, δίνοντας ορισμούς που μέχρι χθες δεν υπήρξαν ποτέ. Για αυτούς που αντάμωσαν μες στις συνεντεύξεις τους και απέμειναν φίλοι καλοί και εργάτες αφοσιωμένοι της τέχνης και της ζωής τους τα ποιήματα δεν φτιάχνονται, είναι καμωμένα από ένα άλλο σπάνιο υλικό για το ποίο δηλώνουμε σήμερα μια ένδεια φριχτή και αποτρόπαια.

Ο Βαρβέρης, ο Χρονάς, ο Μαρκόπουλος και ο Κακίσης συνομιλούν, πρόσωπα δανείζουν ο ένας στον άλλον. Μέσα από τις χαραμάδες κοιτάζουν, για εκείνα που δεν νοιάστηκε κανείς οι ίδιοι επιμένουν. Και ελάχιστα σοφοί για αυτό και ευτυχισμένοι, κοιτάνε να ξεκρίνουν τις χίμαιρες που ξεγλιστρούν, τις χίμαιρες που μιλούν για έναν κόσμο που κάθε τόσο πετά σαν τα πουλιά της κορυφογραμμής και πάλι σέρνονται στη γη, κάνοντας εμπόριο με τα πιο ακριβά πράγματα. Ο στίχος ετούτης της γλώσσας της χιλιόχρονης, που κουβαλά εντός του την Σαπφώ και το παλιό ρεμπέτικο δεν αφήνει καμιά στιγμή να πάει χαμένη. Και ο Σωτήρης Κακίσης που αναμετρήθηκε με το ελληνικό τραγούδι και ξεχώρισε σε όλα αναγνωρίζει κάτι από τη διαμορφωμένη ταυτότητα της σύγχρονης, ελληνικής ποίησης. Μιας τέχνης γεμάτης από το ήθος του δημιουργού που βρίσκει τον τρόπο να επισκιάσει κάθε νόημα και κάθε ουσία. Της ποίησης που κάνει κομμάτια σαν το θελήσει τις στείρες ανακοινώσεις και έτσι παραμένει αδιεκπεραίωτη μες στην ξέφρενη εναλλαγή των στίχων που συνωστίζονται σε ανθολογίες και ράφια και βρίσκουν τη θέση τους, επιστρατεύοντας το πιο φθηνό, αξιακό σύστημα, μια ευτελή θεώρησή τους για να κάνει τη διαφορά. Από τη φωνή του Τσαρούχη ως τον φασαριόζικο κόσμο της αγοράς και του πολέμου, από την μικρή μας, απερίγραπτη οθόνη ως τα ξέφτια της ζωής μας που κάτω από τη μορφή της μπορεί να βρει κανείς εκείνη την ικανή ποσότητα του χρυσού που μπορεί να στείλει τις ψυχές ως την παράδοση, υπάρχει ακόμη η ποίηση. Ανάμεσα στους χαρτουλάριους που γεμίζουν με κριτικές αναλύσεις τα περασμένα οι τέσσερεις αυτοί σωματοφύλακες, δίχως καμιά πρόθεση επιβεβαιώνουν πως εκεί έξω υπάρχει ελπίδα και το μεταξύ μας , αυτή η τελετή ανάμεσα στο βιβλίο και σε εμάς λαμβάνει μια θέρμη κλασική, που δεν μπορεί παρά να αποτελεί την φημισμένη οικειότητα με την ζωή.

Τους φαντάζομαι να στέκουν σε κάποιον ανθισμένο κήπο, πάνω τους τουφωτοί ουρανοί και ένας ήλιος μακρινός, σαν λεπτό επεξεργασμένο μέταλλο που κάποιος λησμόνησε στον ουρανό της Ελλάδας. Τους φαντάζομαι να γελούν και το απόγευμα που παίρνει το χρώμα της βιολέτας για χάρη τους. Ξαφνιασμένοι ερευνητές, εύθυμα ένστικτα και παράξενοι αφηγητές μοιάζουν με τις φιγούρες στο βάθος ενός καφενείου. Τα τραγούδια και τα σκετς με τα στερνά λόγια του πολέμου έχουν τελειώσει. Κάποιος θα σκαρώσει για το μέλλον κάτι εξωφρενικές βινιέτες που θα’ναι ανέφικτες και όμως θα τις συνθέτουν όλα τα σκεύη της ποίησης, όλα της τα υπάρχοντα, όσα χαρίσματα την κάνουν να υψώνεται σήμερα μεγαλειώδης και ανυπεράσπιστη, πλάι στον χρόνο που σαρώνει κάθε προπέτασμα. Συζητούν, όσο τις φωνές τους ανταγωνίζεται η μεταλλική καρδιά του αεροπλάνου που περνά γεμάτη γκρουπ τουριστών από όλο τον κόσμο, με γλώσσες παράταιρες και αταίριαστες, με το σαράκι των ποιημάτων προικισμένες και εκείνες. Δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Και έτσι μεταξύ μας γράφονται οι σελίδες της έκδοσης με τίτλο Για την ποίηση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ερατώ και φιλοξενεί από καρδιάς συζητήσεις ανάμεσα σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς που κατοχυρώνει σήμερα το σπουδαίο της ενεργητικό, έτοιμη να δώσει τους καρπούς της, να στερεώσει το αποτύπωμά της μες στην ταραγμένη, νεοελληνική πραγματικότητα.

Θυμάμαι εκείνον που είπε να μην ασχοληθούμε με τη συνολική ιδέα αλλά να αγαπήσουμε και έχω πια την πεποίθηση πως έτσι , δίχως κλειδί και απάντηση δεν μένει τυχαία το μικρό, μεγάλο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση που έρχεται μες σε μια εποχή σκληρή και υπερβολική για να ξαναφέρει στο προσκήνιο την ποίηση που γράφεται και προσπαθεί και ξεφεύγει από τις νόρμες σαν ξεστρατισμένο πουλί. Είναι η ποίηση των εξαιρετικών αισθημάτων του Γιώργου Χρονά, μια στιγμή που ακόμη δεν έχει έρθει ή πάλι φάνηκε κάπου κοντά μας και εμείς, λογικοί όσο ποτέ χάσαμε την ολόχρυση ευκαιρία να τη διακρίνουμε. Σε ένα παράξενο καρέ , γεμάτο με φίλους και ανθρώπους στοχαστικούς το ταχτοποιημένο και το συνειδητό της ποίησης των πολλών, δεν έχει πια σημασία και έτσι όπως γυρεύουμε κάτι αρκετό καλό για το -μετά της εποχής μας, ακούμε τους φίλους, τους ποιητές, να διατρέχουν τούτα τα χρόνια τα παράδοξα, ευτυχισμένοι που τον κόσμο μαστίζουν κράματα, αμφιβολίες, προκαταλήψεις. Έχουν κάτι για να παλέψουν. Και για να συζητήσουν.

Τελευταία λήψη. Τα έξυπνα βιβλία τα αγαπούμε βαθύτερα και σαν καθρέφτες τα αφήνουμε να μιλήσουν για εμάς και την εποχή μας. Βιβλία σαν του Κακίση που διαβάζονται με κάθε τρόπο ξανά και ξανά.Για το μεταξύ μας πάντα θα μιλούν, για τον δεσμό μας με την ποίηση που αντέχει και λιγοψυχά και πάλι χύνεται απλόχερα μες στη ζωή μας.

Απόστολος Θηβαίος