Απόστολος Θηβαίος | Το θεατράκι πιο πέρα, με τον γαλάζιο φωτισμό

© Morley Baer

Στην αρχή , όταν ο κύριος Χαρτ με πλησίασε νόμιζα πως θα με διώξει. Άντε δίνε του, ίσως καμιά κλωτσιά, αθέλητα, όχι από σκοπό. Θα νόμιζε πως είμαι κλέφτης και άλλωστε ποιος νοιάζεται αν ο ένας κλωτσάει τον άλλον. Η βιτρίνα να ‘ναι καλά.

Όμως ο κύριος Χαρτ είχε αλλιώτικο σκοπό, θετικό που λένε. Μου είπε, άκουσε, δεν σε συμπαθώ μα καμιά φορά έχω τις καλές μου. Να, πάρε αυτήν την πρόσκληση. Είναι για το θέατρο εδώ πιο κάτω. Θα είναι καμιά ανοησία, από εκείνες που οργανώνουν οι πεθαμένοι όμιλοι της πόλης. Τέλος πάντων, χάρη θα μου κάνεις, γιατί αν την βρει η κυρά θα στολιστεί και θα θελήσει έξοδο. Και το ένα φέρνει το άλλο και δεν είναι καιρός παιδί μου για σπατάλες. Και εσύ, γερός φαίνεσαι, μπορείς να κουβαλήσεις, έτσι δεν είναι; Κρίμα είναι να πηγαίνεις χαμένος. Δεν λέω μοίρα, μα είναι και το χρέος. Σήμερα, αύριο δεν ξέρω και ξεσπάει σε γέλια. Λάμπουν τα ολόχρυσα δόντια του.

Πήρα την πρόσκληση. Τον ευχαρίστησα και έμεινα να τον κοιτάζω. Πίσω του, σαν μια μεγάλη τοιχογραφία πύραυλοι και εθνοσωτήρες και εκτυφλωτικοί, χρηματιστηριακοί δείκτες. Δείκτες για την ανόρθωση και την πτώση, δείκτες για το μέγεθος και τις λοιπές διαστάσεις, δείκτες για τον πληθυσμό, τις δολοφονίες, τα ναρκωτικά, τις απιστίες, την πίστη και τις αιρέσεις, δείκτες για τη μελαγχολία ή τη λύπη και δείκτες ευτυχίας. Υπέροχος ο κύριος Χαρτ, ταιριάζει γάντι στην τοιχογραφία, έτσι σοβαρός που στέκει με έναν πύραυλο Κρουζ που περνάει σαν κομήτης πάνω από το κεφάλι του. Θυμάμαι μια Κυριακή ένα μικρό piper που έφερνε βόλτες με ένα διαφημιστικό πανό. Τίποτε άλλο σχετικά. Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς, επαναλάμβανε ο κύριος Χαρτ που ‘χε γίνει ολόκληρος πια μια καταπράσινη, κολλαριστή καρδιά. Χρειάζεται μόνο να μην ξημεροβραδιάζεσαι εδώ πέρα. Δεν είναι καθώς πρέπει, σημείωσε ο κύριος Χαρτ και εγώ συμβουλεύτηκα την πρόσκληση. Ήταν εκείνη ακριβώς τη μέρα, ω τι δώρο, κύριε Χαρτ, αν ήσαστε ποτέ μόνος θα με καταλαβαίνατε. Αν δεν υπήρξατε τόσο ευτυχισμένος κύριε Χαρτ θα με νιώθατε.

Σουλουπώθηκα και περπάτησα αποφασιστικά ένα τετράγωνο βορειότερα. Είδα το θεατράκι με την χαριτωμένη πρόσοψη, κάτι κούκλες με ξεφτισμένους ταφτάδες, μια κυρία των τιμών της ύστερης, γαλλικής αυτοκρατορίας έφερε μάλιστα ένα τραύμα – ίσως να ήταν τις μέρες της Κομούνας και όλα να πηγαίνουν λάθος απόψε με την υπόθεση χρόνος – στο δεξί της μάτι. Για την ακρίβεια είχε σκοτάδι στο πρόσωπό της και μια τούφα από τα μαλλιά της κούκλας δεν έκανε διαφορά στη μελαγχολική της μορφή. Κανείς δεν θέλει μια τέτοια κούκλα. Θα βρεις σαν και αυτή μια ντουζίνα στο παζάρι.

Η πρόσκληση ισχύει. Μια κυρία μου ανοίγει την πόρτα, χαμογελάει και χάνεται πίσω μου. Ακούω να κατεβαίνει τα ξύλινα σκαλοπάτια, σαν να βαδίζει πάνω σε ένα θεόστραβο πιάνο η κυρία αυτή υπηρετεί πολλά περισσότερα από την υποδοχή των θεατών. Αλλιώς δεν θα χανόταν μες στο βεστιάριο, έτσι σβήστηκε η μορφή της, θυμάμαι. Οι θεατές λιγοστοί. Δυο ζευγάρια και μια κυρία με εξωφρενική περμανάντ, ένας νεαρός καρφωμένος στην οθόνη και μια παρέα κοριτσιών που γελούσανε και όλο φτιάχνανε το μακιγιάζ τους. Προσεχώς, κούκλες σκέφτηκα.

Όλα τελειώσανε όταν βγήκε στη σκηνή ένας κάπως ηλικιωμένος κύριος. Φορούσε ημίψηλο, ενδυματολογικά δεν έφερε κανένα αξιόλογο χαρακτηριστικό. Υπήρχε βεβαίως μια αναφορά στην εποχή – ο μεσοπόλεμος μελετάται ακόμη, βλέπετε κρατάμε ακμαίες τις μόδες που μας ταιριάζουν- μα τίποτε άλλο, τίποτε συγκεκριμένο που να σημαδεύει. Ένας προβολέας έπεσε πάνω του, μια μεγάλη πεταλούδα άπλωσε τα φτερά της, ήταν ο ίσκιος της θυμάμαι. Και ο κύριος, μίλησε με τρεμάμενη φωνή, που όλο ανακτούσε την έντασή της κατευθυνόμενη προς τον ίλιγγο.

«Τον περισσότερο καιρό έζησα στο παιδικό μου δωμάτιο. Κάθε μέρα καθόμουν στο παιδικό καρεκλάκι ή σκάρωνα ζωγραφιές στο παιδικό γραφείο. Έπειτα συνήθιζα να κοιτάζω μία προς μία τις αστείες φάτσες των παιδικών μου ηρώων. Και ύστερα το παιδικό όνειρο, απαλό, μια συνομιλία με τον άγγελο. Και όσο μεγάλωνα στο παιδικό κρεββάτι δεν το κατάλαβα, συγχωρέστε με, πως δεν ταίριαζα πια στην προηγούμενη ζωή μου. Και με όσες δυνάμεις μου απέμεναν αφού στο παιδικό μου δωμάτιο ουδόλως δοκίμαζα τον εαυτό μου στις νέες εμπειρίες, έσπρωξα την πόρτα και βγήκα στον μεγάλο κόσμο. Και ευθύς περάσανε από πάνω μου τρεις δεκαετίες και εγώ που δεν θυμάμαι τίποτε. Μόνο σκόρπιες αναφορές, ονόματα δρόμων, διευθύνσεις, μαγαζιά και ατέλειωτες παρτίδες μπιλιάρδο στη λέσχη. Μόνο αυτό και ένα σύνδρομο που μου είχε μεταδώσει ανεπανόρθωτα η παιδική μου ζωή, μια αδυναμία να διαχειριστώ τον εαυτό μου. Υπήρξα αφελής και τώρα μετρώ τις πληγές μου. Τα κτίρια με τρομάζουν, συχνά περπατώ στη μέση του δρόμου, κινδυνεύω στα αλήθεια. Κάποια μέρα θα φανώ απρόσεκτος, κάτι περισσότερο από ότι σήμερα Θεέ μου στην λεωφόρο, όταν έκανα ένα βήμα μα με πρόλαβε το λεωφορείο που πέρασε κορνάροντας με δίκαιη την αγανάκτησή του. Θέλω να επιστρέψω στα δωμάτια του χθες, να κοιτάξω μες στον χρόνο, να αγγίξω ότι σώθηκε, σκόρπια πράγματα που τα έχω αφήσει και πεθαίνουν. Και αφού δεν θυμάμαι, αποφασίζω να ακολουθήσω τα πράγματα μέχρι το τέλος, βασιλιάς σαιξπηρικός πάνω στις πολεμίστρες, χρονικό μιας εποχής. Ξέρετε, κάπου έγραψα μερικά πράγματα για την πιθανότητα να χαθώ μες στον κόσμο μου, σαν τα παιδιά που δυσκολεύονται να επιστρέψουν, μα πάει χαμένο. Τα πιο σημαντικά πράγματα παίρνουν τον χαρακτήρα της απώλειας. Άτυχα μυθιστορήματα, με την απόσταση να θολώνει την υπόθεση. Ακόμη και αυτό εδώ το έργο, παραμένει αβέβαιο αν διαθέτει ένα τέλος. Κάθε φορά, είναι εκείνο ή εγώ».

Τα κορίτσια είχαν μόλις φύγει και το ένα ζευγάρι ερωτοτροπούσε δίχως καμιά, ευτυχώς αιδώ. Και εγώ που γνώριζα τον εαυτό μου εκεί επάνω στη σκηνή και ήθελα να μοιραστώ αυτό το κοινό με κάποιον. Ίσως με τον κύριο Χαρτ και χειροκρότησα με πάθος. Έπειτα έτρεξα έξω, δεν σκέφτηκα αν τέλειωσε, μόνο έβαζα το νου μου σε τάξη για να πω, με όλες τις λεπτομέρειές τους τα πράγματα στον κύριο Χαρτ. Το σπουδαίο έργο που παίζει στο θεατράκι, μιλάει για κάποιον που μου μοιάζει. Ίσως βρείτε ταιριαστό με σας αυτό το αστείο με τον χρόνο. Θα γελάσετε κύριε Χαρτ, θα δείτε πως θα γελάσετε με την καρδιά σας, όπως γελούν παλιά αρχοντικά με άναυδους φεγγίτες. Μιλάει για μια κρίσιμη στιγμή, μα η ανάσα του σαν να κόβεται.

Ο κύριος Χαρτ μιλάει με τους ανθρώπους της τάξης του. Τον δείχνουν και είναι όλοι τους θυμωμένοι. Ο κύριος Χαρτ κλωτσάει μερικά χαρτονένια στρωσίδια που με φυλάνε από τη βροχή. Δεν πειράζει, άλλωστε μου έκανε ένα υπέροχο δώρο. Εν τω μεταξύ, στην τοιχογραφία τώρα το δείγμα έχει περάσει στις σκηνές από τον θάνατο που έρχεται χαριτωμένα βάναυσος, με όλη τη λεπτομέρεια της κίνησης που μας άφησε ο Ιερώνυμος Μπος. Οι πύραυλοι παραμένουν και έχουν προστεθεί τα περίφημα τροχιοδεικτικά που σχίζουν τον ουρανό. Ο κύριος Χαρτ φτύνει με νόημα καταγής και ίσως είναι φρόνιμο να λάβω τα μέτρα μου. Ίσως η πρόσκληση, ίσως να μην θυμούνται πως πέρασα από εκεί πριν λίγο. Ο φωτισμός είναι γαλάζιος και μοιάζει με το στενό μου. Πρέπει μόνο να αντέξω τον εαυτό μου που κομματιάζεται πάνω στη σκηνή. Μα καλύτερο αυτό από κάθε συναλλαγή με όλους αυτούς τους κύριους Χαρτ που με δείχνουν με το δάχτυλο. Όλο αυτό το τρέξιμο, η σπατάλη μες στον κόσμο, όλη η προσπάθεια δίχως λόγο, εγώ να γλιστρώ λέει από τις χαραμάδες που βγάζουν ως κάτω στη ζωή. Να ξεπουλάς λέει τα χρόνια, για να αγοράσεις πόζα. Ετούτο είναι το στάδιο του ανθρώπου που γίναμε.

Κανείς δεν με θυμόταν και έτσι με γνώρισα τρεις ή τέσσερις φορές απάνω στη σκηνή και έπειτα αποκοιμήθηκα στις πρώτες σειρές που κανείς δεν προσέχει στην τελευταία επιθεώρηση του χώρου. Είχα όλη τη σκηνή δική μου, κύριε Χαρτ, να ξέρετε. Εσείς χάσατε, εσείς.

Απόστολος Θηβαίος