Ο φύλακας των ανθισμένων δέντρων

Γράφει ο Αντώνης Τσόκος

Η ανάγνωση μιας ποιητικής συλλογής δεν υπόκειται σε κανόνες. Δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Η σειρά με την οποία θα διαβαστούν τα ποιήματα δεν επηρεάζει την τελική κρίση του αναγνώστη. Ξετυλίγω λοιπόν το κουβάρι του “Φύλακα των ανθισμένων δέντρων” από το έκτο ποίημα της συλλογής που έχει τίτλο “Για πάντα”.

Μα φυσικά και όλα κάποτε θα τελειώσουν
Οι σκιές θα μικρύνουν και θα εξαφανιστούν.
Οι περαστικοί θα περάσουν και θα φύγουν.
Οι δρόμοι θα εξαφανιστούν πίσω μας
και ό,τι ακούμε θα ξεχαστεί για πάντα.

Αφού λοιπόν όλα κάποτε θα τελειώσουν (και δεν διαφωνώ καθόλου με αυτό) γιατί εξακολουθούμε να γράφουμε ποίηση; Μα γιατί τα ποιήματα διαθέτουν ρίζες. Ακόμη κι αν γίνει θρύψαλα ολόκληρος ο πλανήτης, ακόμη κι αν εξαφανιστεί κάθε ίχνος ζωής, ένα ποίημα κι ένα δέντρο θα μείνουν όρθια ανάμεσα στα συντρίμμια. Για να συνεχιστεί το εφήμερο της ύπαρξής μας …

Ζούμε και αναπνέουμε, ενώ γύρω μας ρέει συνεχώς η άμμος του χρόνου. Ο χρόνος, από μόνος του δεν έχει καμία άξια, καμία γνώση. Κυλά, κι αυτό είναι το μόνο που ξέρει να κάνει. Ο άνθρωπος τού δίνει αξία, ακολουθώντας τις επιταγές του.
Η κλεψύδρα μετρά το φως που απομένει, μετρά την υπομονή της άνοιξης, τη βιασύνη του χειμώνα. Βρισκόμαστε συνεχώς σε μια αντίστροφη μέτρηση. Από το πολύ στο λίγο, από το Ζενίθ στο ναδίρ. Στην άμμο του χρόνου χτίζεται η ζωή. Σε μια αχανή έρημο …

Γράφει ο Νεκτάριος Μπέσης


Ένα όμορφο πρόσωπο χωρίς μάτια, αυτή είναι η έρημος.
Όταν δεν μπορείς να δεις την ομορφιά,

για να αγαπήσεις αυτό που σου λείπει.

Το βλέμμα καταβροχθίζει, αντί να εντοπίζει, την ομορφιά. Η όραση τείνει να καταργηθεί.
Οι πόλεις κατακλύζονται από θορύβους σιωπηλών ανθρώπων, πλασμάτων εγκλωβισμένων στις σκέψεις τους, σάρκινων αγαλμάτων.
Η σιωπή όμως αυτή απέχει από την σιωπή που φύεται από ποίημα σε ποίημα. Από τη σιωπή που ονειρεύεται ο ποιητής.

Ο Φύλακας των ανθισμένων δέντρων, η τρίτη ποιητική συλλογή του Νεκτάριου Μπέση, είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον χρόνο. Μια αναμέτρηση με τη θύμηση, τον έρωτα, τον θάνατο και την αναγέννηση της φύσης. Μια συνομιλία με την άνοιξη που απλώνει τα κλαδιά της από μέσα προς έξω. Μιας άνοιξης που γκρεμίζει τοίχους.

Όποιος και να ‘σαι: Το βράδυ να βγεις έξω από το δωμάτιό σου. Εκεί μέσα τα ξέρεις όλα, έχει γράψει ο Rainer Maria Rilke.

Η απόδραση από τα στενά πλαίσια του μυαλού απασχολεί έντονα τον ποιητή. Γι’ αυτό, τον ουρανό των ποιημάτων του κατακλύζουν πουλιά, λουλούδια, πεταλούδες…

Γράφει:

Ελάτε να γεμίσουμε τον κόσμο με σοβαρά λουλούδια και κρίσιμες πεταλούδες …
Ελάτε να διαλύσουμε τον κόσμο με τις καρδιές μας.

Η καρδιά αφυπνίζει τ’ όνειρο και τ’ όνειρο με τη σειρά του το παιδί. Οι άνθρωποι δεν μεγαλώνουν. Παραμένουν παιδιά που τα κοιμίζει ο χρόνος. Κατά καιρούς αρκεί μια σιωπή για να ξυπνήσει πάλι το παιδί. Χρειάζεται όμως ένας φίλος να παραστήσει τη σιωπή που θα μαδήσει τον χρόνο.

Ο ποιητής αναμοχλεύει συχνά το παρελθόν. Ανακατεύει τις ημέρες. Εκείνες που έφυγαν κι εκείνες που έρχονται. Παρελθόν, παρόν και μέλλον γίνονται μια ανάσα. Ένα “μαζί” που συχνά σπάει και συμπεριφέρεται σαν δύο εγώ.

Φυτεύει χειμώνες για να θερίσει καλοκαίρια. Όσο συνεχίζεται αυτός ο παράξενος χειμώνα, μας λέει, εγώ θα φυτεύω αγκάθια και στη συνέχεια θα θερίζω τριαντάφυλλα.

Δεν φοβάται να πληγωθεί. Γνωρίζει πως οτιδήποτε όμορφο σ’ αυτόν τον πλανήτη υπερασπίζεται τον εαυτό του με μία πληγή.

Στην ποίηση του Νεκτάριου Μπέση οι λέξεις έχουν χρώμα:

Τα πουλιά είναι κάτασπρα, τα φύλλα των δέντρων λευκά, τα παράθυρα καφέ, τα σύννεφα γκρίζα, οι θάλασσες είναι ασημένιες, ο ορίζοντας έχει πορτοκαλί και η δύση γκρίζο χρώμα. Πουλιά κι αστέρια συνυπάρχουν αρμονικά στον ουρανό των ποιημάτων.
Ο ήχος των φτερουγισμάτων είναι συχνός και έντονος. Τα πουλιά χρησιμοποιούν τα φτερά τους, όχι μόνο ως μέσω μεταφοράς αλλά για να βρίσκονται όσο πιο κοντά γίνεται στην κουρτίνα του ουρανού.

Τα πουλιά, γράφει ο Επαμεινώνδας Γονατάς, είναι η πιτυρίδα των δέντρων. Μια σχέση ανάλογη είναι αυτή που μοιράζεται ο ποιητής με την φύση. Ο Νεκτάριος Μπέσης καλλιεργεί αυτή τη σχέση δημιουργώντας έναν κατά τη γνώμη μου αστικό παράδεισο. Με ποιήματα που ανθοφορούν.

Την ποίηση του Νεκτάριου Μπέση χαρακτηρίζει μια μουσικότητα. Τα ποιήματά του έχουν ρυθμό. Αυτό οφείλεται στον τρόπο με το οποίο είναι φορτισμένες οι λέξεις. Ο Έζρα Πάουντ είχε πει ότι φορτίζουμε τις λέξεις με τρεις κυρίως τρόπους: με την εικονοποιία, την μελοποιία και τη λογοποιία. Χρησιμοποιείς μια λέξη για να δημιουργήσεις μιαν οπτική εικόνα στη φαντασία του αναγνώστη ή τη φορτίζεις με ήχο ή, ακόμη, χρησιμοποιείς ομάδες λέξεων για να το επιτύχεις.

Η ανάγνωση της ποιητικής συλλογής του Νεκτάριου Μπέση αφήνει μια αίσθηση ονείρου. Μια παρηγοριά σε όλους εκείνους που φτάνουν στο χείλος της ζωής αλλά δεν γεύονται τον καρπό της. Αφήνει όμως και μια αμφιβολία στο μυαλό. Την αμφιβολία της ποίησης. Το ακριβότερο δώρο του ποιητή στο στον αναγνώστη.