Απόστολος Θηβαίος | Blue Old Stories – ιστορίες από ένα αλλόκοτο βιβλίο

© Dorothy Bohm

Ι. Ποιος δεν συμπαθεί τα φιλμ νουάρ;

Ο κύριος Χάρβεϊ σκοτείνιασε. Δεν αρνιόταν ποτέ να βοηθήσει έναν παλιόφιλο. Μα είχε την απαίτηση να μην τον γελάει κανείς. Είχε αγοράσει αυτό το δικαίωμα, να πάρει η ευχή. Έτσι, αισθάνθηκε προσβεβλημένος όταν συνάντησε τον παλιόφιλο στο καρέ του κυρίου δικαστή. Δεν είπε τίποτε, μόνον ξάφρισε τον άμοιρο τον Κλεμέντε και τον έκανε να κλάψει πικρά, ειδικά όταν του διευκρίνισε στην πόρτα της εξόδου πως από εδώ και εμπρός του χρωστά τα λεφτά που έχασε στα χαρτιά. Έβαλε τα γέλια και τον άφησε εκεί στη μέση του δρόμου, ουρλιάζοντας ανάμεσα σε ζητιάνους και ταξί, σε μια εβδομάδα παλιόφιλε. Ο Κλεμέντε σκέφτηκε να κρυφτεί, μα γρήγορα το μετάνιωσε. Να φύγει, αυτό είναι. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα δανειστεί δυο δεκάρες, οι τελευταίες θα είναι Μπεά, ορκίζομαι. Και ύστερα θα σου γράψω για να έρθεις και εσύ. Θα σε περιμένω, εγώ και η αγάπη μας Μπεά. Μα εδώ, είναι καθαρή τρέλα να μείνω. Αν μείνω, θα πρέπει να ζήσεις δίχως τον Κλεμέντε σου, της έλεγε και εκείνη μετάνιωνε για τα λόγια που του ΄χε πει. Και έραβε δυο μερόνυχτα για να τον ετοιμάσει κάπως. Ριγέ και μονόχρωμα πουλόβερ τελειοποιήθηκαν και μερικά καλά παντελόνια βρέθηκαν απρόσμενα, ίσως και όχι. Τι να τα κάνουν οι νεκροί, γυμνοί όλοι θα σταθούμε εμπρός στον πλάστη μας, ένοχοι και αμετανόητοι τροβαδούροι.  

Αυτά είναι όλα. Τα χρήματα, τα πουλόβερ, μερικά αναμνηστικά. Η βαλίτσα είναι ξεχαρβαλωμένη και κάθε τόσο κινδυνεύει να ανοίξει. Θα ΄ναι τρομερό, ο Κλεμέντε την κρατάει σφιχτά. Το πλοίο σφυρίζει. Η Μπεά στον ρόλο της με ένα λευκό μαντήλι στην προκυμαία και τη μητέρα της που δεν χαιρετά. Κάτι φωνάζει μα όλοι έχουν πλακώσει στα ρέλια και είναι αδύνατο να σταθεί κανείς. Το πλήθος με παρασέρνει, Μπεά, Μπεά, να περιμένεις να σου γράψω, μα δεν φτάνει πουθενά η φωνή του Κλεμέντε. Βρίσκει μια εσοχή, αγκαλιάζει τη βαλίτσα του και είναι σίγουρος, βέβαιος πως γλίτωσε για τώρα. Μέσα από κοστούμια και φουστάνια και σπρωξιές βλέπει ακόμη μια φορά την Μπεά του. Είναι η καλύτερη μολυβιά εκεί έξω και αν φυσήξει, μόνο για εκείνον αν φυσήξει, το πλοίο θα φτάσει μια ώρα αρχύτερα. Και έπειτα και εσύ Μπεά, και εσύ.

Σε κάποιον μιλά. Την τριγυρίζουν κάποιοι. Είναι οι άνθρωποι του κυρίου Χάρβεϊ. Άστο παλιόφιλε, να πάει. Ήταν μια χαμένη υπόθεση μα εκείνος υπήρξε ανένδοτος και επέστρεψε όλα τα παρακάλια από φίλους και γνωστούς. Είχε παρακολουθήσει την Μπεά και ήξερε πως βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω από τον Κλεμέντε. Και άλλωστε κυριακάτικα τι να κάνει στην προκυμαία η Μπεά; Ο αδερφός της δεν δουλεύει στα φέρι και η μάνα της, περήφανη αρκετά, θα αρνείται πεισματικά κάθε ανάμειξη με τον κόσμο του λιμανιού. 

Είναι οι άνθρωποι του κυρίου Χάρβεϊ. Ο Κλεμέντε λέει να κρυφτεί στα αμπάρια μα αλλάζει γνώμη όταν βλέπει εκείνο τον θηριώδη τύπο να αρπάζει την Μπεά . Η μάνα της τραβάει τις πλεξούδες της και βρίζει σε μια άγνωστη γλώσσα, ή μάλλον προσεύχεται να μην κάνουν κακό στη θυγατέρα της. Μόνο αυτή θα της εξασφαλίσει μια καλή ζήση για τα ύστερα χρόνια. Μα αν τη σημαδέψουν τότε δεν μπορεί τίποτε να γίνει. Η σημαδεμένη θα λένε και η ομορφιά της θα ραγίσει, ω άγιε, προς τι τούτη η καταδίκη, προς τι; 

Μα δεν έπαιρνε απάντηση και ένας νεαρός την ταρακούνησε και έπειτα την κοίταξε μες στα μάτια. Την τράβηξε παράμερα και την εμπόδισε να επιστρέψει εκεί που γραφόταν η ιστορία της ζωής της, η κρισιμότατη στιγμή της. Στα αμπάρια είναι καλά λέει ο Κλεμέντε μα είναι η Μπεά να πάρει η ευχή. Και αυτή η βαλίτσα , να φίλε, θέλεις μερικά καθαρά ασπρόρουχα, δυο πουλόβερ και μερικά παντελόνια, θέλεις; Και γρήγορα ξεφορτώνεται τα υπάρχοντά του και πίσω μπορείς να δεις το πλήθος που αρπάζει ότι δεν τους ανήκει. 

Κινείται αντίθετα στο ρεύμα, πρέπει να θυμώσει, να παρακαλέσει, να σπρώξει, να συγκρουστεί. Και όμως τα καταφέρνει, ένας ναύτης του λέει πως δεν μπορεί πια να κατέβει, πως θα σκοτωθεί μα εκείνος πηδά στο κενό. Να λοιπόν που στέκει όρθιος εμπρός στους ανθρώπους του κυρίου Χάρβεϊ. Στην αρχή χαμογελά και έπειτα ο κύριο Χάρβεϊ μέσα από τη σκιά ξεπροβάλλει. Δίνει εντολή να αφήσουν το κορίτσι. Και έπειτα πλησιάζει τον Κλεμέντε που μοιάζει σίγουρος για τις τελευταίες του στιγμές. Και ο κύριος Χάρβεϊ χαμογελά, μυρίζει τον φόβο του άλλου και νιώθει σχεδόν ευτυχισμένος. Μα η μητέρα της Μπεά δεν έχει πει την τελευταία λέξη. Και μετά τις προσευχές καταφεύγει στο ανάθεμα. Με ένα κομμάτι σίδερο ορμά και χτυπάει τον κύριο Χάρβεϊ στο μέτωπο. Εκείνος συντρίβεται και η μητέρα τον χτυπά αλύπητα. Οι άνθρωποι του δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Μόνο κοιτάζουν το φριχτό τέλος του αφέντη τους και αμέσως καθένας συλλογιέται κάτι σαν, ήρθε ο καιρός να πιάσω εκείνη τη θέση του φαροφύλακα, ας γίνει λοιπόν όπως το θέλει, την επόμενη Κυριακή παντρεύομαι, ο καημένος πέθανε μες σε τόσο πόνο, πάνε ένα σωρό μεροκάματα, καταστροφή σκέτη! 

Όταν τέλειωσε η γριά, η Μπεά την κράτησε στην αγκαλιά της. Πήρε το σίδερο από το χέρι της, φίλησε το πρόσωπό της που είχε παραμορφωθεί από την ένταση και κοίταξε τριγύρω τους ανθρώπους του κυρίου Χάρβεϊ. Δεν σας χρωστά τίποτε, έτσι δεν είναι; Τώρα αυτός δεν υπάρχει , είπε και έδειξε τον σκοτωμένο, και κανείς δεν χρωστάει σε κανέναν. Τι λέτε για μια μπύρα, παλικάρια;

Και έπειτα όλοι μαζί τραβούν στην παμπ του Ληστή και πίνουν μέχρι το πρωί. Και η Μπεά χορεύει με όλους ώσπου ξεσπάει ο καυγάς και στη σκηνή λαμβάνει χώρα ένα φοβερό μακελειό και κάποιος πρέπει να συγκρατήσει αυτήν την ιστορία που παίρνει παράξενες στροφές. Ζωντανή στο τέλος η μητέρα της Μπεά, κραδαίνει το σίδερο και πίσω της η μικρή που κάνει ότι μπορεί για να θυμηθεί ποια είναι αυτή η γυναίκα. Σε λίγο καιρό ο Κλεμέντε δουλεύει για αυτές και η γριά μητέρα της Μπεά, μια καλοβαλμένη γυναίκα της γειτονιάς μεταμορφώνεται στον αρχηγό μιας τρομερής συμμορίας που ως σήμερα στελεχώνει αστικές δοξασίες και μύθους. Κανείς δεν το περίμενε αυτό και όλοι είχαν να πουν χρόνια μετά πως δεν πρέπει τίποτε και κανείς να υποτιμάται και πως αν τάχα κάποιος τις ακούσει να μιλούν έτσι για τη γριά, το τέλος τους θα είναι βέβαιο. 

Ας πουν κάτι άλλο, λοιπόν, πάνε μέρες μετά από εκείνο το συμβάν. Μα ένας γαλάζιος φωτισμός από την οθόνη του αυτοσχέδιου κινηματογράφου τα βύθισε όλα μες στο οινόπνευμα. Ο Κλεμέντε και η Μπεά κοιτάχτηκαν με έρωτα παράφορο και έπειτα αυτός, επικίνδυνα κοντά στο αλάβαστρο του λαιμού της ψιθύρισε, ποιος δεν συμπαθεί τα φιλμ νουάρ; Κανείς δεν άκουσε, κανείς όταν πρόβαλε η μητέρα και με το ίδιο, παλιό, καλό σίδερο κανόνισε τον Κλεμέντε. Για το καλό των κερδών,ε Μπεά;

ΙΙ. Το χέρι του δολοφονημένου

Πάνε δυο μέρες που τον έχουν στο υπόγειο του Ντιέγκο. Τον πληρώσανε αρκετά και έχει φύγει για λίγες μέρες. Η κυρά του χάρηκε και οι δυο τους φύγανε για την θάλασσα. Κανείς τους δεν ξέρει τι άσχημα πράγματα συμβαίνουν στο υπόγειο. Η συμμορία των πέντε, που με όλο αυτό το πιστολίδι έμεινε με τρία μόνο μέλη και αυτά προδομένα, εύκολοι στόχοι που λένε, κάνει την τελευταία της δουλειά. Το σχέδιο προβλέπει να αρπάξουν είκοσι χρυσές ράβδους. Όλα πρέπει να γίνουν προσεκτικά. Ο Γιονάς δούλεψε σαράντα χρόνια και δεν του αξίζει όλο αυτό. Οι τρεις της συμμορίας κάθε τόσο του του υπενθυμίζουν μα αυτός παραμένει σιωπηλός και ανένδοτος. Και δεν του παίρνεις μιλά. Είσαι γελασμένος πως θα πάρεις κανένα βραβείο με τη στάση σου γέρο. Για την ακρίβεια κάνεις ένα μεγάλο λάθος, ίσως το λάθος της ζωής σου. Και τα χτυπήματα και οι μαχαιριές πάνε και έρχονται και όλα έχουν πλημμυρίσει στο αίμα. Μα ο γέρος δεν λέει κουβέντα ούτε όταν ακόμη σε μια κρίση τρέλας οι τρεις τον ακρωτηριάζουν βάναυσα. Ω, μια σκηνή πολεμική διαθέτει μεγαλύτερη ευγένεια από εκείνους τους αγροίκους που ορμούν στο θύμα τους. Μοιάζουν χαμένοι, τα μάτια τους γυρίζουν σαν του σκοτωμένου βοδιού, βρίζουν και βλαστημάνε και κόβουν ότι μπορούν από το γέρο, έτσι που τώρα να έχει απομείνει διάσπαρτος εδώ και εκεί μες στο υπόγειο του Ντιέγκο. 

Σάστισαν για τα καλά σαν βρήκαν την αυτοκυριαρχία τους και είδαν το χέρι του γέρου να σαλεύει. Κάποιος από τους τρεις το κλώτσησε, εκείνο αναπήδησε, μια δυο και με γρήγορες κινήσεις έπνιξε τον έναν μετά τον άλλον τους συμμορίτες. Έπειτα γλίστρησε από τη χαραμάδα της πόρτας και χάθηκε μες στην πόλη. Κανείς δεν βρήκε ποτέ το χέρι του θύματος και οι αρχές ισχυρίστηκαν πως κάποιος θα το χρησιμοποιήσει για δακτυλικά αποτυπώματα. Υπήρχε αληθινός κίνδυνος. Και όμως, στο Παλέρμο και αλλού οι μανάδες, σαν αρνούνται πεισματικά τα παιδιά να φάνε τις λαχανόσουπες, πάντα θυμούνται το χέρι που κυκλοφορεί εκεί έξω και που μπορεί να χτυπήσει το παράθυρο σου αν δεν έχεις φάει σαν καλό παιδί. Το χέρι δεν μιλά, σφίγγει τους λαιμούς των ανθρώπων και τα μικρά ξεσπούν σε κλάματα και τρώνε όλο το φαΐ τους. Είναι στα αλήθεια σκληρό να μεγαλώνεις στο Παλέρμο. Το κάνουν τόσο δύσκολο οι λαχανόσουπες που πλημμυρίζουν με μια άκομψη μυρωδιά όλα τα γύρω στενά.

ΙΙΙ. Ο καλοσυνάτος αρχηγός

«Ακούστε, κάτι δεν πάει καλά με αυτόν. Του έχουμε φέρει ένα κάθαρμα. Μιλάει εδώ και μήνες στις αρχές, είναι ένας καθώς πρέπει ρουφιάνος, με την καθώς πρέπει δουλειά του και την καθώς πρέπει οικογένειά του. Μα δεν μπορούσαμε να μην προσέξουμε πως τα απογεύματα πίνει τον καφέ του με τον διευθυντή της αστυνομίας και δεν γελούν καθόλου, απόδειξη πως ανταλλάσσουν σημαντικές πληροφορίες. Πάντα κερνάει το κάθαρμα και έτσι πιστεύουμε πως εκείνος έχει ανάγκη τον διευθυντή για να κρατά καθαρές τις δουλειές του. Του τα εξηγήσαμε, βεβαίως κύριε, χίλιες φορές. Εκείνος μας είπε πως δεν υπάρχει λόγος να τον σκοτώσουμε. Του εξηγήσαμε ξανά, του είπαμε πως τέτοια καθάρματα πρέπει να παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Εκείνος, αρνιόταν πεισματικά να δώσει την εντολή. Είδαμε και αποείδαμε και του βάλαμε να δει λίγο από εκείνη την ταινία, μήπως και θυμηθεί τι σημαίνει να ορίζεις τις τύχες μιας φαμίλιας. Μα τίποτε, τίποτε κύριε! Επέμενε να τον αφήσουμε ήσυχο, έλεγε πως τα παιδιά του Χριστού δεν κάνουν τέτοιες πράξεις, πως είναι αρχηγός και πως κάνει κουμάντο και η εντολή του είναι αμετάκλητη. Μας εξηγούσε πως πρόκειται για ένα ανθρωπάκι, αδύναμο και κάπως φιλοχρήματο, κάποιος που είπε πως ζει αδέξια. Πως δεν θα το ξανακάνει, πως το κάθαρμα του το υποσχέθηκε. Του θυμίσαμε πως υπάρχει το ενδεχόμενο της ψευδούς υποσχέσεως. Εκείνος σηκώθηκε από τη θέση του οργισμένος, μας έβγαλε έναν λόγο για τα ανδρικά παντελόνια. Ποιος εκείνος που φορούσε όλο λινά. Ως γνωστόν τέτοια φορούν οι φτωχοί, κύριε. Στο τέλος ο Τζίνο δεν άντεξε, τράβηξε το όπλο του, απείλησε τον αρχηγό, εμείς οι υπόλοιποι έπρεπε να πάρουμε θέση. Έπεσε πιστολίδι, δεν ξέρω κύριε ποιος άρχισε τον σκοτωμό. Το θέμα είναι πως τώρα που σας γράφω ο αρχηγός με σημαδεύει με ένα περίστροφο. Όλοι οι άλλοι είναι σκοτωμένοι, το κάθαρμα τη γλίτωσε, για φαντάσου, ο Άγιος του χρωστάει μερικά χρόνια ακόμη. Και προσπαθώ, σας παρακαλώ κύριε δηλαδή, να σας τον δώσω να του πείτε δυο κουβέντες. Να μην με σκοτώσει, εγώ ότι είπα το ξεστόμισα από σύνεση και αγάπη στον αρχηγό. Να του πείτε δυο κουβέντες, σας παρακαλώ, γιατί να μην ζήσω, επειδή έκανα λέει τη δουλειά μου; Είναι πράγματα αυτά; Να μην μπορούμε να στραφούμε πουθενά; Εμείς δεν έχουμε δικαιώματα, πείτε μου κύριε, να το καταλάβω. Κύριε, κύριε; Με ακούτε;

Ο αρχηγός απασφάλισε το όπλο του. Χαμογέλασε πικρά και πυροβόλησε τρεις φορές. Αμέσως η πόρτα άνοιξε και ένας νεαρός ντυμένος bell boy τράβηξε τον νεκρό από τα πόδια και τον εξαφάνισε πίσω από μια πόρτα. Δύο άλλοι εμφανίστηκαν και έτριψαν το πάτωμα, βιαστικά έστησαν ένα παραβάν, ο αρχηγός άλλαξε το κοστούμι του, γέμισε το περίστροφό του. Πήραν και τους άλλους.

Όλα έμοιαζαν ίδια, σαν τίποτε να μην είχε συμβεί. Θα μου πείτε πώς τα θυμάμαι όλα αυτά; Μα δεν πέθανα ακαριαίως, άντεξα λίγα λεπτά και χρειάστηκα τη χαριστική βολή που να τον έχει καλά ο Θεός μου εξασφάλισε ο αρχηγός. Τελευταίος θόρυβος κάποιος νεαρός που είπε γελαστός, θα τον λέμε ο καλοσυνάτος αρχηγός. Και μάζευε σφυρίζοντας τα αίματα από τους μπουφέδες και τις ράχες των βιβλίων και τριγύρω από τα μάτια του αρχηγού που διψούσαν. Για καλοσύνη. Τότε πέθανα και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο να σας πω κύριε. 

Πάρτε τον, στα καζάνια!, είπαν από τα ηχεία. 

Τελικά, όλοι οι αρχηγοί είναι καλοσυνάτοι, ω ναι, μες στην καρδιά τους έχουν μια άπειρη έκταση καλοσύνης, ακριβώς αυτό.

Απόστολος Θηβαίος