Έλενα Τορναρίτη, ένα ποίημα: Λεύκα «τζαι δάση φτερωτά»

© Giovanni Chiaramonti

Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος


Το συγκεκριμένο ποίημα Λεύκα της Έλενας Τορναρίτη βρίσκεται δημοσιευμένο στο βιβλίο Άλφα, εκδόσεις ΑΩ. Το βιβλίο είναι μια συλλογική καλλιτεχνική δημιουργία με εικαστικές και λογοτεχνικές αναγνώσεις του βιβλίου Βομβύκιο του Τεύκρου Ανθία, που γράφτηκε το 1940. Χωρίς να επεισέρχομαι σε μια καλλιτεχνική αποτίμηση της προσπάθειας, ούτε κάποιας κριτικής τοποθέτησης, επειδή πολύ απλά δεν είμαι επαρκώς καταρτισμένος για κάτι τέτοιο, επικεντρώνομαι μόνο σ’ αυτό που εντοπίζω ως αξιόλογο αναφοράς. Το ποίημα Λεύκα της Τορναρίτη επιτυγχάνει κάτι που με δυσκολία εντοπίζεται στην κυπριακή σύγχρονη ποίηση. Η αποκάλυψη εσωτερικευμένων επιστρώσεων μιας ιστορικής εμπειρίας, την οποία θα ονόμαζα εξορία/επιστροφή, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα σημεία του ποιήματος. Για παράδειγμα οι πιο κάτω στίχοι δηλώνουν την εξορία η οποία επισυμβαίνει μετά από το «κόψιμο» της γλώσσας σε «κομματούθκια»:

«Όταν άρκεψκα να μιλώ
έπιανα το ψαλίδιν
έκοφκα τη γλώσσα μου κομματούθκια…»

Στη συνέχεια, η επιστροφή εκφράζεται με τους εξής στίχους:

«ύστερα την ημέραν εσηκώννουμουν
έφκαινα που τη μνήμη
εμάζεφκα κομμάθκια τες λωρίδες…»

Η Τορναρίτη «έκοφκε» και «μάζευκε». Με άλλα λόγια, η Τορναρίτη εξορίζει τον αναγνώστη αλλά δεν τον αφήνει στον τόπο της εξορίας του. Ο τόπος εξορίας βρίσκεται στον ίδιο χρόνο και χώρο με τον τόπο επιστροφής του. Ή μάλλον, ο τόπος επιστροφής είναι μέσα στον «κήπον αιωρούμενο της Βαβυλώνας» ή στον «κάμπο της Μεσαορίας» ή «στα Βαρώσια Σανταλάρης» ή μέσα «σε φρεάτια αποικίες / τζαι κρέατα της Κοφίνου». Πρόκειται για την εξόριστη επιστροφή μιας ιστορικοποιημένης γλωσσικής εν τέλει συνέπειας, μια επιστροφή η οποία διατηρεί στην ουσία της την ιδιότητα της εξορίας φέρνοντας πίσω τον εξόριστο και τραβώντας τον από τη γλώσσα, από ένα «στόμα που χάσκει μες το στόμα μου ανοιχτό». Το ποίημα έχει ένα ξεκάθαρα πολιτικό υπόβαθρο χωρίς να περιέχει κανένα ίχνος ρητορικής υπέρ του εθνικού κορμού. Επιπρόσθετα, το πολιτικό ποιείν στο ποίημα δεν συνδιαλέγεται με τους όρους του τραύματος όπως συνηθίζεται στην κυπριακή σύγχρονη ποίηση και λογοτεχνία γενικότερα, ούτε και ησυχάζει σε μια γλώσσα δοσμένη και ασφαλή. Όταν η ποιήτρια γράφει «τζ’ η γλώσσα μου σκουλούτζιν» το λεγόμενο τραύμα έχει πια αφομοιωθεί ως μια γλωσσική συνέπεια, ως μια δηλαδή ποιητική αποκαθήλωση της ιστορικά εξιδανικευμένης θυματοποίησης. Η Τορναρίτη επιλέγει να ταυτίζει τη γλώσσα με το «σκουλούτζιν» και με «σάβανον» το οποίο:

 «άστραφτε σαν τον έλικαν
επέταν αξινόστραφα
ετσάππιζεν τες σιωπές
εμέτραν τες αντίποινες»

όπως επίσης να παρουσιάζει την οντότητα μιας γλώσσας:

«οχταπλόκαμης
Σαρανταποδαρούσας
με τον λαιμό της κατακόρυφο
να πάλλεται
(…)
που νεκατώνει τα νερά
τζαι σπαρταρά στους δρόμους
υπερωκεάνιο
σώμα
με λέπια φτερωτά
ή παπουτσόσυκα».

Η γλώσσα της Τορναρίτη δεν γίνεται απλά ένα εκφραστικό όργανο κάποιου είδους τραύματος με τη βοήθεια της λογοτεχνίας. Ούτε γίνεται εδώ η γλώσσα η ταυτότητα της ιστορικής μας συνείδησης. Αντιθέτως, η γλώσσα της Τορναρίτη είναι ένα «υπερωκεάνιο σώμα» κι έχει «λέπια φτερωτά». Αστράφτει, πετά, σκάβει και μετρά. Το γεγονός ότι η ποιήτρια εκμυστηρεύεται ότι «εμεγαλώνναν δίπλα μου την ηθική της μνήμης» φέρει ήδη ακρωτηριασμένο το βάρος της γλώσσας (δηλαδή του παρελθόντος χρόνου), κρατώντας την όμως γερά στα χέρια της σαν να είναι η ίδια ένα στόμα που μπορεί

«να καταπίνει το παρόν
να φτύνει σπλαχνικά το μέλλον
να το φιλήσει όποιος μπορεί
να το γεμώσει γαίμα»

Χωρίς το τραύμα να γίνεται σημείο αναφοράς, κι έτσι ο ασφαλής άξονας μιας ευρύτερης λογοτεχνικής παραγωγής, το ποίημα Λεύκα αποδεσμεύεται από το φαντασιακό του θύματος να επιθυμεί διακαώς την ιστορική του δικαίωση από ένα άγραφο συμβόλαιο με το Θείο. Η ποιήτρια ακόμη μια φορά μας εξορίζει από τη μνήμη – «έφκαινα που τη μνήμη» – και μας αποδεσμεύει από την κατάρα του να ζει ο άνθρωπος μόνο ιστορικά, μόνο δηλαδή αυστηρά εντός της μνήμης. Γιατί η πράξη έγκειται στη δυνατότητα της λήθης. Αυτή η αποδέσμευση σωματοποιείται στο ποίημα.  Γίνεται η γλώσσα ως όργανο που πάλλεται:                                                      

«Γλώσσας
οχταπλόκαμης
Σαρανταποδαρούσας
με τον λαιμό της κατακόρυφο
να πάλλεται
κήπον αιωρούμενο της Βαβυλώνας
(με κάχτους τζαι λωτούς)
ή κήτος της θαλάσσης
που νεκατώνει τα νερά
τζαι σπαρταρά στους δρόμους
υπερωκεάνιο
σώμα
με λέπια φτερωτά
ή παπουτσόσυκα
σελώνες της ξηράς
να έρπουνται στη ράση του γκρεμού του»

Η γλώσσα εδώ είναι ένα όργανο που υποδέχεται την ανιστορικότητα ως πηγή μιας ιστορικής αδικίας, αφού η λήθη διαμελίζει τη «γλώσσα [μου] κομματούθκια» και την αφήνει «μετέωρη πάνω σε βράχους μεταλλεία». Παράλληλα, βρίσκεται μπροστά στο μαρτύριο της ιστορικότητας και της μνήμης επιβάλλοντας τη δίκαιη πράξη, καθώς πρώτα «φκαίννει που την μνήμη» μαζεύοντας «τα κομμάθκια τες λωρίδες» για να τις ράψει. Η βασική λειτουργία του κυπριακού τραύματος έχει μια λυτρωτική εφαρμογή, η οποία εγγράφεται στη συλλογική συνείδηση ως μια σωτηριολογικού τύπου απελευθέρωση εγκλωβισμένη στο μαρτύριο της μνήμης. Η μνήμη αυτή δεν εσωκλείει μέσα τη ζωή. Το ποίημα της Τορναρίτη αποσυσχετίζεται από τέτοιου είδους προσδιορισμούς εφοδιάζοντας τη λήθη και τη μνήμη με τη διαλεκτική της άρνησης. Το ποίημα είναι ένα λογοτεχνικό παράδειγμα της απέχθειας του έγκλειστου ιστορικού υποκειμένου στο μαρτύριο της μνήμης.                   

Από τεχνικής άποψης, πέρα από τον αδιαμφισβήτητο ποιητικό ρυθμό που διακρίνεται εύκολα, χρησιμοποιούνται μ’ επιτυχία ρεαλιστικές εικόνες και έννοιες. Καμιά εικόνα ούτε έννοια δεν έχει υποπέσει τουλάχιστον στην αντίληψή μου σε αλόγιστες υπερρεαλιστικές εκφράσεις και διατυπώσεις, ούτε σε μια υπερβολική δόση λεκτικών γλωσσικών παιγνίων. Ο ρεαλισμός του ποιήματος, από την άλλη, δεν είναι ούτε φωτογραφικός ούτε έχει εκτυπωτική λειτουργία. Η εικόνα στο ποίημα λειτουργεί αιρετικά χωρίς να κυριαρχεί η αποτύπωση του λόγου στην εικόνα. Μάλλον παραχωρείται στον λόγο ντο δικαίωμα να παρεμβαίνει στην εικόνα. Η γλώσσα του ποιήματος διατηρεί την απεμπλοκή της τόσο από την συναισθηματική αφηγηματικότητα όσο και από την υπαρξιακή της τοποθέτηση. Η συχνή χρήση ρημάτων στην ποίηση αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα και προϋποθέτει μια απαιτητική διαδικασία ποιητικής σύνθεσης ώστε να γίνεται μ’ επιτυχία. Στο ποίημα Λεύκα τα ρήματα όχι μόνο τοποθετούνται σχεδόν με χειρουργική ακρίβεια στη σωστή θέση αλλά διαμορφώνουν τόσο τον ρυθμό όσο και την εννοιολογική χαρτογράφηση του ιστορικού βάρους που κουβαλούν. Τέλος, ο μουσειακός λόγος της κυπριακής απουσιάζει επιτυχώς και παντελώς όπως επίσης απουσιάζουν οι όποιες παραδοσιακές ποιητικές τεχνοτροπίες, επιτρέποντας στο ποίημα να θεμελιώνει τη δική του ποιητική γλώσσα.

Λεύκα

Όταν άρκεψκα να μιλώ
έπιανα το ψαλίδιν
έκοφκα τη γλώσσα μου κομματούθκια
ετύλια την σε μακρές λωρίδες ρούχου
(άσπρες σαν τα σάβανα)
έριφκα την που ψηλά
έπεφτε χαμηλά
πάνω σε βράχους μεταλλεία
τζ’ όπου είχεν λούκκους πιο βαθκιά
εχάννετουν
στον ύπνο μου τη νύχταν
αλακάτιν
ανέβαζε νερά
ύστερα την ημέραν εσηκώννουμουν
έφκαινα που τη μνήμη
εμάζεφκα κομμάθκια τες λωρίδες
έραφκα τες σε μιαν
(γλώσσα τεράστια
αμανάτι
σαν το κουκκούλλι που μ’ ετύλιεν ολόκληρη)

έκλεια
εσφάλιζα τα μάθκια μου
τζ’ ομπρός μου αναφαίνετουν η Μέδουσα
εχαμογέλαν
εμειδίαζεν
εθώρε σαν τον Βούδαν
με τα θερκά της τζεφαλής της ετσάττιζε ψιμύθια
ονοματοθετούσεν
εβύζαννε τα στήθη της
εχάιδευκε το πράμα της
εγέλαν μες το γάλα της
στο στόμαν της
ατέλειωτη σειρά εμακρύνισκε
γεναίτζες που το πουθενά
τζαι άντρες
ωκεανοί
(άλλοι με ανάστροφο το δειν τους)

Τζ’ εσαιρετούσα
ένευκα τους που μακριά μα εν μ’ έβλεπαν

Σαν να ‘μουν ναυαγός στον Κάτω Κόσμο τζαι τζείνοι
τα φαντάσματα τζ’ ο Αχέροντας ήταν ο μέγας
κάμπος της Μεσαορίας

τζαι μέσα μου είχα για οδηγό μόνο τη μάνα μου
μπορεί τζαι τη γιαγιά μου
τζ’ η γλώσσα μου
(το σάβανον)
εξετυλίετουν
εγίνετουν ιστός
λέξεις αράχνες επαιδεύκαν τον
αραχνοΰφαντον ξανά
σαν που κατακλυσμού
εκλώθασιν τον κόσμο
Δικέφαλος ασπρόμαυρος τζαι καταβεβλημένος
κόσμος αρσενικός
εχάννετουν

τζ’ η γλώσσα μου σκουλούτζιν
γλωσσαρκά
όπου είσεν σκήτη τζαι πολιτικήν
έφτυννεν οχετούς φίθκια τζαι σμέρνες
τζ’ όπου είσεν μαύρα πορφυρά
ενεκαλιέτουν
εφιλούσεν
Βαρώσια
Σανταλάρης

τζ’ όπου του νου της τα διάκενα εσπιθηροβολούσαν
ιπποπόταμους της μνήμης
άστραφτε σαν τον έλικαν
επέταν αξινόστραφα
ετσάππιζεν τες σιωπές
εμέτραν τες αντίποινες
Δικέφαλος ασπρόμαυρος τζαι καταβεβλημένος
κόσμος αρσενικός
εχάννετουν

Τζαι δάση φτερωτά
ασπάλαθοι
κλήθρες συκαμινιές
θάλασσες τζαι μελίσσια
μαζί με κουρκουτάες ουρές
που εντόσθια όργανα
βουνά
ρεπτίλιας γλώσσας
εγλείφαν σωθικά του δρόμου μου
τα μέλλοντα

Τζ’ εγίνουνταν τα οράματά μου πύργος της Βαβέλ
κάπου καταμεσήμερο στους ουρανούς της Λεύκας

μακρά
λωρίδα
άσπρα
μαλλιά

ίδια με τη γλώσσα μου
των προηγούμενων γενεών
εφτά
εμεγαλώνναν δίπλα μου την ηθική της μνήμης
σε φρεάτια αποικίες
τζαι κρέατα της Κοφίνου
χωματερές φιλοξενίας της κυανής μου λύπης

Δικέφαλος ασπρόμαυρος τζαι καταβεβλημένος
κόσμος αρσενικός
εχάννετουν

Σε αδένες σιελογόνους
Γλώσσας
οχταπλόκαμης
Σαρανταποδαρούσας
με τον λαιμό της κατακόρυφο
να πάλλεται
κήπον αιωρούμενο της Βαβυλώνας
(με κάχτους τζαι λωτούς)
ή κήτος της θαλάσσης
που νεκατώνει τα νερά
τζαι σπαρταρά στους δρόμους
υπερωκεάνιο
σώμα
με λέπια φτερωτά
ή παπουτσόσυκα
σελώνες της ξηράς
να έρπουνται στη ράση του γκρεμού του

στόμα που χάσκει μες το στόμα μου ανοιχτό
γεμάτο θρύψαλα τζαι χρώματα
να καταπίνει το παρόν
να φτύνει σπλαχνικά το μέλλον
να το φιλήσει όποιος μπορεί
να το γεμώσει γαίμα

Όταν άρκευκα να μιλώ/
επιάνναν το ψαλλίδιν/
εκόφκαν τη γλώσσα μου/ κομματούθκια
ετυλίαν την σε μακρές λωρίδες ρούχου/
άσπρες σαν τα σάβανα/
ερίφκαν την που ψηλά
έρπετουν χαμηλά