Απόστολος Θηβαίος | Γιατί δεν παραδίνεσαι Νίκο;

© Robert Frank

Να πέφτουν, λέει γαλάζιες οι σφαίρες

Τον είδα που έτρεξε από την πλευρά της λεωφόρου. Τον είχανε πάρει στο κατόπι διάφοροι τύποι και μερικοί αστυνομικοί. Οι σειρήνες ουρλιάζανε που σήμαινε πως το σήμα είχε δοθεί. Ακούστηκαν φωνές από μακριά, του ζητούσαν να παραδοθεί. Ένας αξιωματικός σταμάτησε την κίνηση των οχημάτων. Πάνοπλοι οι αστυνομικοί ξεμύτισαν από καφενεία, κουρεία, γωνιές και δισκοπωλεία. Ένας με ασύρματο στο χέρι τους έλεγε πού να πάνε. Μερικοί στήσανε καρτέρι στις εξόδους του γαλάζιου μου στενού. Ένας άλλος πήρε παράμερα το πλήθος. Γρήγορα συγκέντρωσε όσους μπορούσε και τους κράτησε απομονωμένους πίσω από τα περιπολικά. Είχαν αφήσει τα μαγαζιά τους ανοιχτά, σε κανέναν δεν δόθηκε λίγος χρόνος για να φροντίσει τα χρειώδη. Ήταν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, προείχε η ασφάλεια των πολιτών, καθώς κανείς δεν ξέρει αν ο νεαρός που τρέχει σαν αγρίμι από στενό σε στενό, κανείς δεν ξέρει αν ο νεαρός θα χρησιμοποιήσει το μαχαίρι του.

Ζήτησε να απομακρυνθούν οι αστυνομικοί. Θα παραδοθώ αν φύγουν όλοι αυτοί από εδώ. Μόνο τότε. Αλλιώς πυροβολήστε με. Έκανε ένα γύρο στο τετράγωνο, πίσω τρέξανε μερικοί αστυνομικοί. Σταμάτησε και τους απείλησε με το μαχαίρι του, εκείνοι δείλιασαν, παιδιά ήταν και εκείνος σωστό αγρίμι. Ένα βήμα, κάντε ένα βήμα μωρέ τους έλεγε και δάγκωνε τα χείλη του, τα είχε σχεδόν ματώσει. Ιδρωμένος, γύρευε να σωθεί από τους φρουρούς που είχαν ακροβολιστεί στις εισόδους των γειτονικών μεγάρων. Κάτω από την μαρκίζα περίμενε σαν πάντα ο αρχηγός. Έχει το γενικό πρόσταγμα, οπλίζει και περιμένει την κατάλληλη ώρα όταν θα πέφτει η νύχτα και μες στην φασαρία της πόλης θα μπορεί να κάνει ευκολότερα την δουλειά του.

Στο μεταξύ ο νεαρός έχει εγκλωβιστεί στο βάθος του γαλάζιου μου στενού. Στέκει με την πλάτη στον τοίχο όπως δυο φίλοι ακουμπούν στα δέντρα και αντικρίζουν το μέλλον που έρχεται όταν τα απογεύματα όλα πεθαίνουν από την ακατάσχετη αιμορραγία του ήλιου. Κρατάει σφιχτά το μαχαίρι του, έχει πεισμώσει, γυρεύει να πεθάνει, έχει πια χάσει τον εαυτό του. Εμπρός, ελάτε, τι να σας κάνει ένα τόσο δα μαχαίρι, πείτε μου. Είναι χειρότερο εκείνο το χαρτί που σε ευχαριστεί με φροντισμένους, αραιούς χαρακτήρες. Πολύ αργότερα, μαζί με εκείνο το χαρτί κάποιος θα σε πετάξει τσαλακωμένο στο καλάθι της πόλης. Θα βρεις και άλλους εκεί, χιλιάδες άλλους τσαλακωμένους, τραυματισμένους από εχθρικά πυρά. Άντε, λοιπόν, γιατί δεν πυροβολείτε;

Ο αρχηγός είπε κάτι στον ασύρματο, έσβησε το τσιγάρο του και πέρασε στην άλλη πλευρά. Τον φωτίζουν οι σειρήνες των οχημάτων που εμποδίζουν την οπτική επαφή με το γαλάζιο στενό. Και τώρα προχωρεί, κάτι γυρεύει στις τσέπες του σακακιού του. Σταματά, ανάβει και άλλο τσιγάρο, ρίχνει μια ματιά στα μπαλκόνια. Σε κάποιον κάνει νόημα να τραβηχτεί. Κάποιοι κοιτάζουν με τρόπο από το παράθυρο, καπνίζουν και γελούν εντυπωσιασμένοι σαν να παρακολουθούν ένα φιλμ δράσης. Ακούγεται ο άνεμος που περνά μέσα από το στενό, τίποτε άλλο. Ακόμη και εκείνο το τρανζίστορ που επαναλαμβάνει αποτελέσματα ιπποδρομιών χαμήλωσε και ύστερα σώπασε για πάντα. Τώρα ακούγονται τα βήματα του αρχηγού, ταλαιπωρημένα, κοφτά, σαν χτύποι μοναχικού τυμπανιστή που σ΄ανατριχιάζει ως μες στο αίμα. Δυο βήματα ακόμη και θα αντικρίσει ο ένας τον άλλον. Δυο βήματα και η υπόθεση θα τελειώσει, όπως πρέπει. Ειδικοί φρουροί θα ξεπροβάλλουν στις ταράτσες των κοντινών μεγάρων, ελεύθεροι σκοπευτές θα διασφαλίσουν πως δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε στον αρχηγό που πλησιάζει με τα αργά βήματα. Η πόλη στροβιλίζεται γύρω του, κυκλωτικοί μηχανισμοί συντροφεύουν τον αρχηγό και κάνουν την μορφή του να μοιάζει σαν πίσω από βροχή.

Θα΄ταν καλύτερα να το σκεφτείς, κομματάκι παιδί μου. Δεν θα σε βγάλει πουθενά αυτός ο δρόμος. Το ΄χω δει να συμβαίνει ξανά. Θέλεις να σου πω το τέλος της ιστορίας; Το λοιπόν, κάποιος νευρικός φρουρός θα παρεξηγήσει εκείνη την μια σου, την μοιραία κίνηση. Θα αδειάσει τον γεμιστήρα πάνω σου και τότε – Νίκο δεν σε είπαμε;- τότε Νίκο, πάει τέλειωσαν όλα. Θα΄σαι νεκρός με το μαχαίρι σου, μα νεκρός. Και όλα θα επιστρέψουν απ΄εκεί που ξεκίνησαν, ήσυχα, ειρηνικά η πόλη θα σκεπάσει όλα τα σημάδια σου. Κανείς δεν θα θυμάται τίποτε από όλα αυτά. Οπότε Νίκο, έτσι όπως το βλέπω εγώ, αυτή η ιστορία δεν έχει ευτυχισμένο τέλος. Το δικό σου τέλος, Νίκο, πρόσεξε με, οι λέξεις μου δεν είναι τυχαίες.

Ο Νίκος δεν μιλά. Η καρδιά του έχει παγώσει από τον φόβο και την απελπισία. Μα εκείνη την στιγμή, από το βάθος του στενού μου, φθάνει η Μαργαρίτα. Κάποτε θα την αγάπησε περισσότερο από κάθε τι άλλο, εκεί έξω και τώρα που την χρειάζεται επιστρέφει. Δεν μπορεί να΄ναι αλήθεια, μια και η Μαργαρίτα είναι νεκρή πια από χρόνια. Δεν του καίγεται καρφί του Νίκου για τον αρχηγό. Όλος ο κόσμος, η Μαργαρίτα τώρα πια, η δική του Μαργαρίτα με τα πέταλά της σκορπισμένα μες στις δεκαετίες. Φορά το κυριακάτικο φουστάνι της, αλλού την λένε αγάπη, μα απόψε το όνομά της είναι εκείνο του σπάνιου λουλουδιού. Τι γυρεύεις εσύ εδώ, καλύτερα να φύγεις, ψιθυρίζει ο Νίκος που ΄χει την καρδιά του πια χαμένη. Μα η Μαργαρίτα του, τ΄άστρο που πέθανε στα δεκαεπτά του μόλις χρόνια, δεν νοιάζεται και όλο φθάνει κοντά του από έναν άλλον, μαγικό δρόμο. Τώρα την βλέπει καθαρά, μια διάφανη ψευδαίσθηση και τίποτε. Θα με πιάσουν Μαργαρίτα, η ζωή μου πάει χαμένη. Και εσύ, πόσο μου λείπεις Μαργαρίτα μην φύγεις.

Έπειτα δόθηκε το παράγγελμα και πέσανε βροχή οι σφαίρες . Τίποτε δεν απέμεινε πια από τον Νίκο της ιστορίας. Το σώμα του θα λείψει πια για πάντα. Ο αρχηγός στέκει πάνω από την σωρό του νέου. Σου είπα Νίκο παραδώσου. Μα γιατί δεν παραδόθηκες Νίκο, παιδί μου; Κανείς δεν ξέρει από πού ξεφύτρωσε τότε εκείνος ο άνεμος ο ξαφνικός, σαν νότα παράταιρη, ο άνεμος που φυσάει πάνω από τις μαργαρίτες όλου του κόσμου. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψει κανείς την ανατριχίλα πάνω στην ραχοκοκαλιά της πόλης, εκείνη ακριβώς την στιγμή.

Τώρα όλα επιστρέφουν, γαλάζια και απέραντα μοναχικά. Όσο για την ανθρωπιά Μαργαρίτα, αυτή είναι καμωμένη από χαρτόνι γαλαζωπό και έτσι κανείς δεν την ξεχωρίζει, καθώς με ένταση και πίκρα ρωτούμε το φεγγάρι για εκείνο και για τ΄άλλο, για το πολύτιμο και το μυστικό.

Ο αρχηγός έδωσε οδηγίες και απομακρύνθηκε. Μετά από χρόνια, τα κορίτσια θα πουν γι΄αυτόν. Όταν τα χρώματα θα ΄χουν πεθάνει και όλες τους θα μοιάζουν με την αρχαία των μυθιστορημάτων Έμιλι.

Απόστολος Θηβαίος