Απόστολος Θηβαίος | Η Ναυσικά του Leighton χρόνια μετά

© Edward Weston

παλιά ιστορία σε γαλάζιο φόντο


Απόψε φορώ τα καλά μου. Ένα κάπως ντεμοντέ κατάμαυρο, βραδινό κοστούμι. Μου πέφτει κάπως μεγάλο μα δεν θα μπορούσα να βρω κατάλληλο ένδυμα για την περίσταση. Το ραντεβού είναι κανονισμένο εδώ και αιώνες. 

Το κορίτσι θα φανεί εκεί γύρω στις εννιά. Ανοιξιάτικο, με ένα πελώριο, κρεμασμένο χαμόγελο. Τι να τα κάνει τα κοσμήματα, μπορεί να φορέσει την συγνώμη μου, αν το θέλει. Θα ταιριάζει σε όλα εκείνα τα χρόνια που δαπανήθηκαν στην άρνηση. 

Η νύχτα πέφτει σαν ραψωδία τριγύρω στο γαλάζιο μου στενό. Κάτι τελευταίοι που περνούν βιαστικοί μοιάζουν ολότελα γοητευμένοι από τ΄άνθη που έχω δέσει στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα, στον λαιμό του αγάλματος. Όσα περίσσεψαν έχουν τοποθετηθεί φροντισμένα στα κιγκλιδώματα του παρτεριού. Όλα για εκείνο το κορίτσι που άφησα κάποτε. 

Όταν θα φανεί θα την αναγνωρίσω από το βλέμμα. Το ξέρω πως ο χρόνος έχει διαβεί από μέσα μας, το ξέρω καλά πως τίποτε δεν απέμεινε πια ίδιο. Και εκείνη θα έχει αλλάξει και το κόκκινο τόπι της θα έχει πάρει μια θέση μες στις τάξεις της πιο τρυφερής ανάμνησης. Θα έχει επάνω της τα σημάδια του χρόνου, ετούτη η νύχτα θα μοιάζει με το τελευταίο της καταφύγιο. Θα σταθώ απέναντί της,  κουρασμένος, με το κουράγιο μου μετρημένο. Ντυμένος με τα χρόνια και τα λάθη μου, όμως ο ίδιος ακόμη άνθρωπος. Εκείνη θα διστάσει, ανάμεσά μας θα πει,  «περνά ένας ποταμός». 

Τον λένε χρόνο Ναυσικά, εκβάλλει στην λήθη. 

Και όταν φθάσουμε στην απόσταση της ανάσας, καταφύγιο ο ένας για τον άλλον, θα πω το όνομά της  

«Δεν με νοιάζει αν ήσουν μια χαμένη τραγωδία ή πάλι κάποτε υπήρξες σαν πιθανότητα της ζωής μου. Συγνώμη Ναυσικά, έπρεπε να φύγω. Όλοι οι τόποι ήταν τάφοι και εσύ μια μικρή αγία. Κάποτε οι ζωές και οι συνήθειές μας διακόπηκαν από τον έρωτα. Όμως εσύ δεν ήσουν έτοιμη, ήσουν παιδί και εγώ, με όλους τους θεούς στ΄απέναντί μου είχα για βασίλειό μου την απέραντη μοναξιά.

Άραγε να έχουμε απόψε μια ακόμη ευκαιρία Ναυσικά; Τώρα πια δεν υπάρχουν ποιητές για να δέσουν τις ζωές μας. Μονάχα εμείς οι δυο, έξω από τις ραψωδίες, εξαντλημένοι από την ανάμνηση. Δεν έχω τίποτε να σου προσφέρω Ναυσικά, τίποτε έξω από το γαλάζιο μου στενό, ένα νησί κάπου στην πόλη που αφήνει την νύχτα να πέσει επάνω του σαν φινάλε τελετής. Τώρα πια δεν με λένε Οδυσσέα και η ζωή μου εξαντλείται κυκλωμένη από συρματοπλέγματα. Δεν έχω τίποτε δικό μου, έξω από τούτο το παράταιρο, βραδινό κοστούμι». 

Έμοιαζε με μια κυρία που πεθαίνει, χλωμή και λεπτή, τυλιγμένη σε ένα διάφανο πέπλο. Είναι ο χρόνος, ο χρόνος, της είπα που αντιστέκεται. Και όσο μιλούσαμε εκείνη γινόταν πιο όμορφη από τον ήλιο, πιο θερμή απ΄την άνοιξη ακόμη, χαρούμενη, ενάντια στην νύχτα και τον άνεμο, σοφότερη, με τα φτερά της λιωμένα, με την καλοσύνη της απλωμένη τριγύρω σαν μουσική. Αν μπορούσε κανείς να καταγράψει απόψε ετούτη την σκηνή, θα έπρεπε να επιστρατεύσει όλη την τέχνη του πιο επιδέξιου βιογράφου, μόνο και μόνο για να φωτίσει ετούτες τις δυο ζωές, όπως κάποτε φωτίστηκαν οι Οιδίποδες και οι πιο εμβληματικοί, σαιξπηρικοί ήρωες. 

Αν μπορούσε κανείς να καταγράψει την σκηνή, η Ναυσικά θα ήταν η Μπλανς και εγώ ένας σπασμένος Κοβάλσκι, με χιόνια χρόνια στα μαλλιά μου, μες στο απέραντο, γαλάζιο μου στενό. Αν μπορούσε κανείς, θα έπρεπε να καταγράψει σε όλη της την έκταση αυτήν την απλή κατάρρευση που πραγματοποιούν τα αρκτικά παγόβουνα τόσο θεαματικά μια άνοιξη. Δεν το είπα εγώ, Ναυσικά. Το έγραψε κάποτε κάποιος Ντάγκλας Τόμας και μου φαίνεται τόσο ταιριαστό γι΄απόψε, για εμάς τους δυο.

Και η Ναυσικά δεν αποκρίθηκε, μονάχα γλίστρησε στην χαραμάδα που αφήνει για πάντα ανοιχτή ο χρόνος. 

«Γύρνα Ναυσικά στον μύθο σου, δεν είναι για σένα τέτοια αγάπη». 

Το ασθενικό φεγγάρι βγήκε ξαφνικά και όλα τα έσφαξε. Την Ναυσικά, τον μισό μου εαυτό, το στενό μου που έτσι αυθαίρετα σημαδεύει την πολιτεία. Τα μάτια και τα χείλη της και ίσως όλες του κόσμου τις νόρμες.

«Αντίο Ναυσικά» είπα, «από εμένα που ποτέ δεν ταξίδεψα όσο και αν το θέλησα, εμενα που κινδυνεύω πια να πεθάνω από αυτήν εδώ την πόλη, αν δεν σε δω ξανά». 

Ξύπνησα από τ΄όνειρο. Κάτι αφισοκολλητές βριζόντουσαν πάνω από την χάρτινη κούτα μου. Σε λίγο φύγανε. Έπειτα έπεσε Θεέ μου μια βροχή και όταν πια τα μάτια μου άνοιξα, όλα έμοιαζαν επινικελωμένα, τόσο καινούρια και διαυγή. Δώμα η ψυχή μου γεμάτη από εκείνη. Αυτό μόνο.

Απόστολος Θηβαίος