Γιώργος Δήμος | Περὶ ψεύδους

© Robert Stolarik

«Τζούλι, κόψε τις μαλακίες, μπορείς; Δεν υπάρχει κανένα πτώμα στο βάλτο κοντά στο σπίτι σου. Ψάξαμε δυο φορές, δεν υπάρχει αμφιβολία.»
«Αποκλείεται, κάποιο λάθος θα έχει γίνει. Σας λέω πως το πτώμα του Άξελ είναι ακόμα εκεί μέσα! Εγώ το έσυρα ως εκεί με τα ίδια μου τα χέρια. Τι νομίζεται, ότι είμαι τρελή;»
Τζούλι Ντένγουντ, ετών 32. Ούτε που ξέρω πως μπλέχτηκε σε αυτή την ιστορία. Πριν από 48 ώρες πήρε τηλέφωνο στο Τμήμα και παραδόθηκε από μόνη της. Είπε ότι πυροβόλησε τον άντρα της δύο φορές, μία στην καρδιά και μία στο κεφάλι, για να είναι σίγουρη πως πέθανε, ύστερα τον πετσόκοψε και τον πέταξε σε ένα βάλτο εκατό μέτρα από το σπίτι τους. Στείλαμε ένα περιπολικό να τη μαζέψει και άλλο ένα για να ψάξει το βάλτο. Σκατά. Ο βάλτος είχε μόνο σκουπίδια και σάπια μέρη αυτοκινήτων. Το πτώμα του κυρίου Ντένγουντ δεν υπήρχε πουθενά.
Στην αρχή νομίζαμε ότι ήταν τρελή. Φέραμε μάλιστα και έναν ψυχολόγο να την εξετάσει. Ο γιατρός έφυγε δύο ώρες αργότερα, λέγοντας ότι ακόμη και εκείνος τα είχε πιο χαμένα από αυτή. Κοιτάξαμε και το ιστορικό της. Δεν υπήρχε κανένα περιστατικό σχιζοφρένειας στην οικογένειά της εδώ και πέντε γενιές. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Κάτι παραπάνω από φυσιολογικά! Η κυρία Ντένγουντ είναι καρδιοχειρουργός και σπούδασε στη Βοστώνη για οχτώ χρόνια, πριν παντρευτεί και εγκατασταθεί εδώ μόνιμα. Τώρα έχει ένα καρδιολογικό ιατρείο στην πόλη, γραμμένο στο όνομά της. Σύμφωνα με τα χαρτιά της, είναι όντως παντρεμένη με τον κύριο Ντένγουντ και έχουν μαζί δύο παιδιά, τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι τα χαρτιά του Άξελ δεν βρέθηκαν ποτέ. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με το ληξιαρχείο, ο Άξελ Ντένγουντ δεν φαίνεται να υπήρξε ποτέ.
«Σας είπα, ο Άξελ δεν ήταν και πολύ στα καλά του τελευταία. Είχε χάσει το μυαλό του με αυτή τη δουλειά. Εγώ του έλεγα να παραιτηθεί, αλλά δεν με άκουγε. Αστυνόμε, σας λέω ότι τον σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια! Πήγε… πήγε να με βιάσει. Δεν έχει απλώσει ποτέ πριν χέρι επάνω μου! Δεν ξέρω τι τον έπιασε. Έπρεπε να δείτε εκείνο το βλέμμα στα μάτια του. Ήταν λες… λες και είχε μπει ο διάβολος μέσα του!»
Δεν άντεξε. Ξέσπασε σε κλάματα με αναφιλητά. Φαινόταν τόσο μετανιωμένη, τόσο στενοχωρημένη! Τα δάκρυα έτρεχαν σαν ρυάκια από τα μάτια της και έβρεχαν τα μπερδεμένα της μαλλιά. Ήταν τόσο προσεκτική σε κάθε της κίνηση. Ακόμη και με αυτό το αβάσταχτο φορτίο στην πλάτη της, κρατούσε μια αριστοκρατική ισορροπία. Δεν ήταν απλώς μία επιστήμονας, ήταν μια αληθινή γυναίκα. Μέσα στη δυστυχία της φαινόταν τόσο φλογερή αλλά και τόσο εύθραυστη ταυτόχρονα. Όσο κοιτούσα τα κατακόκκινα χείλη της, ήθελα τόσο πολύ να την πάρω στην αγκαλιά μου και να την καθησυχάσω. Άναψα ένα Marlboro και της το προσέφερα. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω.
«Ευχαριστώ, Αστυνόμε. Πραγματικά το χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή.»
Έβαλε το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη της και τράβηξε δυο τζούρες. Έμοιαζε να ηρεμεί λιγάκι.
«Τζούλι, μπορώ να σε βοηθήσω, πίστεψέ με. Ξέρω χρόνια τον Αρχηγό και θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μην πέσει πάνω σου όλη αυτή η ιστορία. Το ότι παραδόθηκες είναι μια καλή αρχή. Όμως, πρέπει να μου πεις όλη την αλήθεια. Για να λύσω μια υπόθεση σαν κι αυτή χρειάζομαι στοιχεία που δεν έχω. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα, ούτε πτώμα, ούτε υπόθεση, ούτε ύποπτοι.»
«Και δεν είμαι εγώ ύποπτη, Αστυνόμε; Εγώ που τον σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια! Εγώ που τον έκοψα σε κομμάτια και τον πέταξα στο βάλτο, σαν να ήταν σκουπίδι;»
Η Τζούλι με κοιτούσε τώρα με υγρά μάτια, γεμάτα πάθος. Ήταν σαν να μου έλεγε ότι με χρειαζόταν, σαν να μου έλεγε ότι όσα έκανε, τα έκανε από μια απερισκεψία της στιγμής, σαν να μου έλεγε ότι με αγαπούσε. Κρίμα που όσα έλεγε ήταν ψέματα.
«Τζούλι, πώς λεγόταν ο άντρας σου;»
«Άξελ»
«Το επώνυμο;»
«Ντένγουντ, φυσικά, τι εννοείτε;»
«Η μητέρα του;»
«Μάργκαρετ.»
«Ο πατέρας του;»
«Τζόναθαν»
«Είχε αδέρφια;»
«Ναι τρία, τη Τζόντι, τον Μάικ και τη Λίλυ. Ο Μάικ πέθανε πέρυσι σε αυτοκινητιστικό.»
Χαμογέλασα και κοίταξα στα μάτια τη Τζούλι. Στο ύφος της υπήρχε μια απέραντη σοβαρότητα και μια σκιά απορίας. Ήταν σαν να απορούσε γιατί της έκανα όλες αυτές τις ανόητες ερωτήσεις. Το τρέμουλο της είχε περάσει τώρα εντελώς.
«Τζούλι, μου έχεις πει ένα σωρό ονόματα. Ο Άξελ δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ! Κανένας από αυτούς που μου ανέφερες δεν υπήρξε ποτέ! Είναι όλα ένα ψέμα που επινόησες εσύ.»
Το βλέμμα της Τζούλι πάγωσε και τα χαρακτηριστικά της έγιναν τώρα πιο σκληρά. Τα χείλη της έχασαν την πορφυροκόκκινη θερμότητά τους και έγιναν γκρίζα και γεμάτα ζάρες. Τράβηξε δυο τζούρες από το μισοτελειωμένο τσιγάρο και το έσβησε στο τασάκι μπροστά της με μίσος.
«Αν υπήρχε πάντως, θα τον είχα σκοτώσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν ένα πραγματικό τέρας.»
«Τζούλι, δεν είναι μόνο αυτό. Κοιτώντας τα χαρτιά σου ανακαλύψαμε κι άλλα πράγματα. Οι σπουδές σου στη Βοστώνη και τα πτυχία σου. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα, Τζούλι! Πώς στο διάβολο το έκανες αυτό;»
«Διάβασα χρόνια για να μπω στο Πανεπιστήμιο, Αστυνόμε. Μόνο εγώ ξέρω την κόλαση που πέρασα για να τα καταφέρω.»
«Είναι όλα πλαστά, που να σε πάρει! Πώς διάβολο κατάφερες να πλαστογραφήσεις όλα αυτά τα έγγραφα! Είσαι άστεγη. Πριν λίγο καιρό δεν είχες καν εισόδημα!»
Τα μάτια της μίκρυναν και βυθίστηκαν βαθύτερα στις κόγχες τους. Κοίταξα τώρα για πρώτη φορά τα ρούχα της. Ήταν κουρέλια. Μια τρύπια ζακέτα πάνω σε ένα λερωμένο μπλουζάκι και μια φθαρμένη φούστα. Δεν φόραγε καν παπούτσια. Πώς δεν το είχα παρατηρήσει τόση ώρα; Έμοιαζε πραγματικά με άστεγη και αρκούσε μόνο μια ματιά για να το καταλάβεις.
«Δεν θέλω να ακούσω άλλα, Αστυνόμε. Θέλω να πάω σπίτι μου.»
«Ναι, μόνο που δεν έχεις σπίτι.»
«Και το σπίτι δίπλα στο βάλτο; Τι είναι αυτό, Αστυνόμε; Αυτό δεν είναι το σπίτι μου;»
«Ζεις σε στέγη απόρων, Τζούλι! Γιατί δεν φαίνεται να το καταλαβαίνεις; Είσαι μια πρώην ναρκομανής, που μόλις έκοψε την ηρωίνη. Βρέθηκες στο δρόμο χωρίς λεφτά, ακόμα και για τα βασικά!»
«Δεν είναι όπως φαίνεται, Αστυνόμε. Ναι, ήμουν εθισμένη για χρόνια στα ναρκωτικά. Ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου! Ήμουν πολύ άρρωστη, όμως, και μου χορήγησαν μορφίνη για πρώτη φορά στο νοσοκομείο, για να περάσει ο πόνος. Σιγά-σιγά εθίστηκα. Πόσο ανόητη ήμουν! Έκλεβα από την ίδια μου την κλινική. Ήταν φρικιαστικό, δεν θέλω να το θυμάμαι.»
Όσο μιλούσε παρατηρούσα τα δόντια της, που ξεπρόβαλλαν πότε-πότε όταν άνοιγε το στόμα της. Το θέαμα ήταν φριχτό. Ήταν όλα σάπια και μαύρα. Όλα χαλασμένα και έτοιμα να ξεκολλήσουν από τα χαλαρωμένα ούλα της. Μια γεύση εμετού ανέβηκε στο στόμα μου. Σηκώθηκα με αποστροφή και κοίταξα τον τοίχο πίσω μου. Είχα ανάγκη να μην βλέπω αυτή την εικόνα για λίγα δευτερόλεπτα.
«Τζούλι, γιατί το κάνεις όλο και πιο δύσκολο; Τι συμβαίνει με εσένα; Γιατί επιμένεις να ζεις σε αυτή την απάτη;»
Η Τζούλι άπλωσε τα κοκκαλιάρικα χέρια της στο κρύο τραπέζι του ανακριτηρίου και έκρυψε το βρωμερό της πρόσωπο ανάμεσά τους. Έμοιαζε πραγματικά διαλυμένη. Η φωνή της βγήκε βραχνή και αλλόκοσμη, σαν να είχε πάρει το λόγο τώρα ένα πνεύμα που κατοικούσε μέσα της.
«Μερικές φορές, Αστυνόμε, ένα ψέμα είναι πιο αληθινό από μια αλήθεια. Πόσες φορές έχετε πει ψέματα για να σώσετε το τομάρι σας; Δεν θα το παραδεχτείτε, το ξέρω. Έτσι γίνεται με όλους τους μεγάλους ψεύτες: Δεν παραδέχονται ποτέ ότι λένε ψέματα. Αυτό είναι άλλωστε και το νόημα του να λες ψέματα, το να τα πιστεύεις και να τα αφήνεις να σε οδηγήσουν εκείνα στο δρόμο που θέλουν. Τι σημασία θα είχε να πω την αλήθεια; Πώς θα κέρδιζα με αλήθειες το ψωμί που έχω τώρα και τη δουλειά που απέκτησα με τόσο κόπο; Όλα αυτά που έχτισα, τα έχτισα με ψέματα. Τα έκανα όμως όλα αυτά με ένα σκοπό. Τα έκανα για τα παιδιά μου, για να ζήσουν σε ένα καλύτερο κόσμο από αυτόν που έζησα εγώ.»
Αναστέναξα απελπισμένος στο άκουσμα των τελευταίων της λέξεων. Τοίχος. Ένας συμπαγής τοίχος. Κράτησα το κεφάλι μου, που τώρα, ύστερα από τρεις ώρες στο ανακριτήριο απέναντι στη Τζούλι Ντένγουντ, έναν όμορφο καθρέφτη που έλεγε ό,τι ήθελες να ακούσεις, κόντευε να σπάσει από την αγανάκτηση.
«Τζούλι, για τελευταία φορά, δεν έχεις παιδιά: Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ είναι ήρωες ενός παιδικού παραμυθιού.»
Το πρόσωπό της έγινε κάτασπρο σαν το πανί. Μια έκφραση φρίκης ζωγραφίστηκε στα μάτια της και άρχισε να ουρλιάζει σαν μανιακή. Στο τραπέζι απέναντί μου δεν βρίσκονταν πια η Τζούλι. Ήταν ένα θηρίο που θρηνούσε, σαν να έμαθε ότι τα παιδιά που βρίσκονταν στην κοιλιά της για οχτώ μήνες, γεννήθηκαν νεκρά.
«Όχι, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Δεν μπορείς να μου πάρεις τα παιδιά μου! Όχι τα παιδιά μου, πάρε ότι άλλο θες, πάρε τη δουλειά μου και το σπίτι μου. Πάρε τον άντρα μου, ούτως ή άλλως τον μισώ! Πάρε εμένα την ίδια αν χρειαστεί, αλλά άφησε τα παιδιά μου ήσυχα!»

 


Ο Γιώργος Δήμος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή και Φιλοσοφία στο Pratt Institute, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε για 8 χρόνια. Το 2019 επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε εκδίδει συστηματικά άρθρα και κριτικές στα περιοδικά «MAXMAG», «Artviews» και «Χάρτης», σχετικά με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και τα εικαστικά, καθώς και διηγήματα στο περιοδικό «Μονόκλ». Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.