Απόστολος Θηβαίος | Είπε για αυτόν ο Ντίκενς

Σαρλ Ανρί Σανσόν

Σαρλ Ανρί Σανσόν

Από το μπαλκόνι έφθανε η φωνή του εκφωνητή. Το γαλάζιο μου στενό είχε πια ξυπνήσει και οι περαστικοί που μάλλον δεν θα το αγαπήσουν ποτέ όσο εγώ περνούσαν για να χαθούν στις δαιδαλώδεις διαδρομές της πόλης. Η παγωνιά είχε υποχωρήσει κάπως και ένας δειλός ήλιος ζέσταινε τις δίχως ελπίδα καρδιές. 

Ο εκφωνητής έδινε τηλεγραφικά μερικές πληροφορίες για την μέρα που ξεκινούσε. Σκόρπια ονόματα, πρόσωπα και συγκυρίες που σήμερα σκεπάζει η σκόνη των ανεπανάληπτων δεκαετιών. Γαλιλαίος, Μπένθαμ, Ιρένα Σέντλερ, μορφές που άφησαν το σημάδι τους και κέρδισαν για πάντα το αγώνισμα της αιωνιότητας. Ο εκφωνητής πρόσθεσε μερικά ακόμη ονόματα με τελευταίο εκείνο του Σανσόν, του θρυλικού δήμιου που στάθηκε συνεχιστής μιας μακράς παράδοσης, φθάνοντας ως την εκτέλεση του Λουδοβίκου του ΙΣΤ’. 

Και τότε ήταν που βυθίστηκα σε χρόνους συντελεσμένους και από παντού άρχισαν να φθάνουν οι θεατές του μεγάλου γεγονότος. Σε λίγη ώρα στο ικρίωμα θα ανέβει ο ένοχος  και ο Σανσόν, με το χέρι του που το βαστά μια ολόκληρη σκοτεινή, προγονική γραμμή  θα αποφασίσει για το τέλος της ιστορίας. 

«Να τος, ο καταδικασμένος φθάνει, έρχεται, έφθασε. Τον συνοδεύουν στρατιώτες, το παράστημά του παραμένει αλύγιστο. Μόνο στην έκφρασή του αχνοφαίνεται η τρομαγμένη καρδιά που σε λίγο θα πάψει να χτυπά». 

Ο εκφωνητής διαβάζει ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Σαρλ Ανρί Σανσόν, του πιο φημισμένου δήμιου της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας που γεννήθηκε στις 15 του Φλεβάρη του 1739. Όσα ακούγονται από το ηχείο κόβουν την ανάσα.

«Φθάσαμε στην πλατεία Γκρεβ. Η γκιλοτίνα ύψωνε τα δυο κόκκινα χέρια της και το χειμωνιάτικο φως έφεγγε πάνω στο λεπίδι. Από κάτω είχε συγκεντρωθεί το πλήθος. Ο ένοχος αγκάλιασε τον ιερέα και κοίταξε αρκετές φορές τριγύρω καθώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια. Περνούσε ανάμεσα από τους στρατιώτες. Κάποιος του φάνηκε γνωστός, «παλιέ μου σύντροφε», είπε, «αντίο για πάντα». Ο φρουρός δεν δίστασε στιγμή. Πλησίασε και αγκάλιασε τον ετοιμοθάνατο. Ήταν οι δυο τους φριχτά αναστατωμένοι, ο ένοχος είπε «αγκάλιασε με και έτσι δεν θα απομείνει τίποτε ασυγχώρητο». Αυτό με σάστισε κάπως και αν ήμουν εγώ εκείνος που  αγκάλιασε ο καταδικασμένος, μάρτυς μου ο Θεός πως δεν θα μπορούσα να εκτελέσω το καθήκον μου. Και όμως την αδυναμία μου διέκριναν οι βοηθοί. Μια υποψία υποχώρησης ή δισταγμού ήταν αρκετή για να αισθανθούν τον κίνδυνο. Παραμέρισαν τον μελλοθάνατο και τον έβαλαν στην θέση που με τόσα λάθη δικαίως είχε κερδίσει. Δεν πρόλαβα καν να πλησιάσω όταν η λεπίδα έπεσε με δύναμη και αποκεφάλισε τον άμοιρο καταδικασμένο. Κοιτούσα αποσβολωμένος την σκηνογραφία του αίματος και έπειτα που έριξαν το κεφάλι μες στο καλάθι , όσο ένας από τους βοηθούς σφούγγιζε το αίμα. Με κυρίευσε ο φόβος, ένας ακατανίκητος φόβος. Έτρεξα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Χάθηκα μες στην πόλη δίχως να γνωρίζω τι ζητώ. Σκέφτηκα πως οι άνθρωποι θα με πάρουν στο κατόπι σαν καταλάβουν ποιος στα αλήθεια είμαι. Μονάχα σαν έφθασα στο Νεϊγύ βρήκα κάπως τον εαυτό  μου, όσο και μάτωνε η συνείδησή μου. Κάποτε πήρα την οριστική μου απόφαση. Είχα άλλωστε περάσει την γραμμή πια και δεν υπήρχε γυρισμός. Επέστρεψα σπίτι διαλυμένος, ίσως ανακουφισμένος κάπως, νιώθοντας λίγη ανακούφιση στην σκέψη πως το πρώτο βήμα είχε κιόλας γίνει. Μιλώ για το κεφάλι εκείνου του ανθρώπου».

Αισθάνθηκα να χάνω την αυτοκυριαρχία μου. Ο εκφωνητής παρέδωσε την σκυτάλη σε κάτι ελαφριά του συρμού και ο Σανσόν βυθίστηκε και πάλι στην λήθη που αξίζει σε ένα τέτοιο, χαμένο και πικρό καθήκον. Και όμως, άγγιξα τον λαιμό μου με τρόμο, λογαριάζοντας πως στο τέλος του στενού, με προσμένουν τα σκαλιά ενός καταδικασμένου. Κοίταξα τους περαστικούς, όλοι τους μοναχικοί, με ένα φορτίο, να γυρεύουν άσυλο σε καριέρες, ερωμένες και πάθη. Συνέχισα να αγγίζω τον λαιμό μου, να συλλογιέμαι πως εκείνον τον άμοιρο τον θάψανε με τα κουρέλια του, ένα τέτοιο πρωί, μες σε γαλάζια ομίχλη. 

Καλύτερα τα λαϊκά συλλογίστηκα και είπα ένα ρεφραίν, πιο ζωντανός από ποτέ καταραμένε Σανσόν!

Απόστολος Θηβαίος