Γιώργος Δήμος | Κάτω από το νερό

© Harry Callahan

«Εγώ θα πεθάνω στον ύπνο μου. Έτσι πέθανε η μητέρα μου και ο παππούς μου πριν από εκείνη. Είναι ο πιο ανώδυνος θάνατος…»

Ο Τζον και η Άννα είχαν ήδη μοιραστεί με το γκρουπ τον τρόπο με τον οποίο θα πέθαινε ο καθένας τους. Το πάρτι είχε πια σχεδόν τελειώσει και τα φώτα στο σαλόνι ήταν χαμηλωμένα. Ήμασταν όλοι αρκετά μεθυσμένοι και έτσι η κουβέντα γι αυτό το (μάλλον δυσάρεστο) θέμα κυλούσε ήρεμα, χωρίς τις συνήθεις αναστολές που έρχονταν με τη νηφαλιότητα. Η παρέα αποτελούνταν από δέκα άτομα, μαζί με τον οικοδεσπότη, δηλαδή εμένα: τον Τιμ, τον Τζον και την Άννα, τον Τόνι, τον Ρέι, την Έλεν, την Κέλλυ, τον Μαξ και τη Ρίτα. Με τη Ρίτα είμαστε ζευγάρι εδώ και ενάμισι χρόνο.

Τη συζήτηση την ξεκίνησε ο Τόνι. Ο καθένας έπρεπε να μας περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο επρόκειτο πεθάνει. Ο Τζον, που είναι φανατικός καπνιστής, είπε πως θα πεθάνει σίγουρα από καρκίνο του πνεύμονα. Η Άννα, με τη σειρά της, θα πάθει καρδιακή προσβολή. Οι προβλέψεις άλλοτε βασίζονταν σε δεδομένα και στη λογική και άλλοτε καθοδηγούνταν εξολοκλήρου από ένα προαίσθημα.

«Εγώ το βλέπω να πεθαίνω από βαθιά γεράματα. Η μέρα αυτή θα αργήσει πολύ να έρθει,» είπε ο Ρέι, ρουφώντας μια μεγάλη γουλιά μπίρας από το κουτάκι Amstel που κρατούσε στο χέρι του.

«Αυτή η σιγουριά σου με τρελαίνει,» του είπε η Κέλλυ ειρωνικά. «Εγώ θα πεθάνω από το ζάχαρο που με ταλαιπωρεί εδώ και τόσα χρόνια. Κάποια μέρα θα φάω μόνη μου μια ολόκληρη τούρτα και θα πεθάνω. Τουλάχιστον θα φύγω ευτυχισμένη.»

Ο Τιμ ήταν σκυθρωπός. Η συζήτηση τον έκανε να νοιώθει άβολα, καθώς ο πατέρας του είχε πεθάνει μόλις πριν μερικές βδομάδες από σκλήρυνση κατά πλάκας και το τραύμα ήταν γι αυτόν ακόμη νωπό.  Είχε έρθει η σειρά του να μιλήσει.

«Εγώ μάλλον θα πεθάνω όπως ο πατέρας μου… Λένε πως είναι κληρονομικό…» Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του και τελικά τα δάκρυα κύλησαν από τα υγρά του μάτια. Η Έλεν τον αγκάλιασε.

«Εσύ Μαξ,» είπε ο Τόνι, που δεν είχε ακόμη αποκαλύψει σε όλους τον τρόπο με τον οποίο θα πέθαινε ο ίδιος, «Από τι βλέπεις να πηγαίνεις;»

«Εγώ ήμουν πάντα σίγουρος πως θα πάω από τροχαίο. Δεν μου αρέσει το οδήγημα και αποφεύγω τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους.»

«Αυτό μας εξηγεί γιατί οδηγάς σα τη χελώνα,» είπε η Ρίτα χαμογελώντας. Ήταν η πιο εύθυμη της παρέας, ακόμη και με φόντο μια τέτοια ψυχοπλακωτική συζήτηση.

«Εσύ, Τόνι, δε θα μας πεις;» ρώτησε η Έλεν.

«Εγώ θα πεθάνω από λευχαιμία. Οι δικοί μου λένε πως θα κολλήσω AIDS. Μπορεί τελικά να λέμε και το ίδιο πράγμα. Ένας φίλος μου που είχε AIDS έπαθε τελικά λευχαιμία. Εσύ, Έλεν;»

«Δεν… δεν ξέρω. Ίσως… μπα, δεν ξέρω…»

Η Ρίτα την κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Έλεν;»

«Έχω ένα προαίσθημα ότι θα με δολοφονήσουν.»

«Πότε σου καρφώθηκε αυτή η ιδέα, όταν αποφάσισες να προδώσεις τη CIA και να δουλέψεις με τους Ρώσους;» την κορόιδεψε ο Ρέι.

«Σκάσε Ρέι, έχεις πρόβλημα,» τον σταμάτησε η Κέλλυ.

«Εσύ Ρίτα;»

«Όπως κι αν πεθάνω, σίγουρα θα είναι με τον Τζέικ. Μπορείτε, λοιπόν, να ρωτήσετε εκείνον…»

«Πολύ ρομαντικό, Ρίτα. Νομίζω πως συγκινήθηκα,» κορόιδεψε ο Ρέι. «Οπότε, Τζέικ, εσύ από τι θα πεθάνεις;»

Έμεινα για λίγο σκεφτικός. Μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό μου. Αποφάσισα να τους την περιγράψω:

«Είμαι στο μπάνιο… Όχι απαραίτητα στο δικό μου, αλλά σε ένα με πράσινα και μπλε πλακάκια στους τοίχους και κουρτίνες με χρυσόψαρα. Το νερό του ντους τρέχει με φόρα… Τρέχει τόσο που η στάθμη στη μπανιέρα αρχίζει να ανεβαίνει… Προσπαθώ να το κλείσω, αλλά είναι μάταιο. Το νερό από το ντους έχει κατακλίσει το δωμάτιο μέχρι τη μέση…

«Μετά από λίγη ώρα είμαι πια ολόκληρος κάτω από το νερό… Πνίγομαι, αλλά δεν πεθαίνω. Το μπάνιο μοιάζει με μεγάλη πισίνα. Τα χρυσόψαρα ζωντανεύουν από τις κουρτίνες και αρχίζουν να κολυμπάνε. Ένα από αυτά έρχεται προς το μέρος μου και με κοιτάζει…

«Έτσι όπως ανοιγοκλείνει το στόμα του, είναι λες και μου μιλάει… Μου λέει:

“Τζέικ, ήρθε η ώρα να πεθάνεις. Μη φοβάσαι, είμαστε μαζί σε αυτό. Όλοι πεθαίνουν κάποτε. Αν μια μέρα σε ξεχάσω, μη μου κρατήσεις κακία. Ρίχτο στην κακή μου μνήμη που τα διαγράφει όλα μέσα σε ένα λεπτό…”

«Τότε παίρνω μια βαθιά ανάσα και το νερό εισχωρεί στα πνευμόνια μου. Πλημμυρίζει το στέρνο μου και τελικά φτάνει στην καρδιά μου, μέχρι που εκείνη δεν αντέχει άλλο και παύει να χτυπάει. Είμαι πια νεκρός…»

Όλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο Μαξ, που είχε ξεκινήσει να τρώει ένα κομμάτι πίτσα πριν αρχίσω την περιγραφή, έριξε άθελά του όλο το τυρί στο πάτωμα. Η Ρίτα χαμογέλασε:

«Ναι, έτσι ακριβώς θα πεθάνω κι εγώ.»

*

Δύο ώρες αργότερα το σπίτι ήταν άδειο. Τα μόνα υπολείμματα του πάρτι ήταν κάτι τσαλακωμένα κουτιά Amstel, ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι και δύο τεκίλα και μερικές στοίβες από κουτιά Domino’s. Η Ρίτα κι εγώ πηδηχτήκαμε και δώσαμε το καλύτερο δυνατό τέλος σε ένα αρκετά καλό πάρτι. Όταν τελειώσαμε, τη φίλησα στο στόμα και της είπα αντίο. Έφυγε. Πήγα να κάνω ένα ντους.

Άνοιξα το νερό στο ζεστό. Το προτιμώ έτσι. Έβαλα αφρόλουτρο και έκλεισα τα μάτια μου. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα το βυθό της θάλασσας.

Το όνειρο αυτό που περιέγραψα σε όλους νωρίτερα με απασχολούσε εδώ και κάμποσους μήνες. Δεν μπορούσα να καταλάβω τη σημασία του μέχρι τη στιγμή που το μοιράστηκα στα πλαίσια εκείνης της συζήτησης. Τώρα πια μπορούσα να το δω ξεκάθαρα. Ήταν το τέλος και δεν βρισκόταν μακριά.

Το νερό ξαφνικά κρύωσε. Άνοιξα τέρμα το μίκτη προς το καυτό. Το νερό κρύωνε ολοένα και περισσότερο. Τότε κατάλαβα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Ήταν το χρυσόψαρο και με κοιτούσε επίμονα, όπως στο όνειρο. Δεν μπορούσα να μιλήσω, το μπάνιο είχε βυθιστεί στο νερό. Παρατήρησα το χρυσόψαρο καλύτερα: Είχε υπέροχα σγουρά μαλλιά και πράσινα μάτια. Ήταν η Ρίτα:

«Μην ανησυχείς… Θα πεθάνεις, αλλά σ’ αυτό είμαστε μαζί. Αν σε ξεχάσω ρίχτο στη χαζή μου μνήμη που τα διαγράφει όλα μέσα σε ένα λεπτό.»

Έκλεισα το ντους. Το μήνυμα ήταν σαφές. Σκουπίστηκα εκνευρισμένος με την πετσέτα και έκλεισα την πόρτα του μπάνιου πίσω μου με δύναμη.


 

Ο Γιώργος Δήμος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή και Φιλοσοφία στο Pratt Institute, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε για 8 χρόνια. Το 2019 επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε εκδίδει συστηματικά άρθρα και κριτικές στα περιοδικά «MAXMAG», «Artviews» και «Χάρτης», σχετικά με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και τα εικαστικά, καθώς και διηγήματα στο περιοδικό «Μονόκλ». Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.