Μάιρα Λάττα | Το Χωράφι με τις Ελιές

© Jan Lukas

Ο Φώτης κοιτάζεται στον καθρέφτη. Περνάει τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά του, τα μπασίματα έχουν αρχίσει να φαίνονται ολοένα και περισσότερο αλλά το λοξό χαμόγελό του έχει ακόμα πέραση. Στάθηκε άτυχος την προηγούμενη Παρασκευή, τελευταία στιγμή η γκόμενα την έκανε, είχε λέει πιλάτες το πρωί και δεν το έχανε με τίποτα. Κρίμα γιατί του είχε φανεί γεροδεμένη, ό,τι έπρεπε για τη δουλειά. Απόψε όμως θα την έβρισκε, δεν έπαιρνε αναβολή, οι ελιές ήταν έτοιμες και ο ίδιος είχε βαρεθεί να είναι μόνος.

Περπατάει κατά μήκος της Μεσογείων σφίγγοντας το κασκόλ στο λαιμό του. Χαζεύει την πολύχρωμη λεωφόρο να κουβαλάει αμάξια, μηχανάκια και ταξί από τα ανατολικά προς την καρδιά της πόλης. Το «Σκηνικό» είναι μισογεμάτο, τρυπώνει στην ξύλινη μπάρα και παραγγέλνει μια βότκα στον Βαγγέλη, χρόνια φίλοι. Ο Βαγγέλης ακουμπά το ποτό μπροστά του και κάτι ξεκινά να του αφηγείται. Ο Φώτης κάνει πως ακούει όπως όταν του μιλάνε μικρά παιδιά. Κοιτάζει τριγύρω, προσπερνά τους αρσενικούς θαμώνες και το βλέμμα του στέκεται επίμονα σε κάθε γυναίκα, την οποία αναλύει σχολαστικά. Έχει πια μάθει να αναγνωρίζει και να αποκλείει αυτόματα τον τύπο εκείνο της γυναίκας που πηγαίνει από άντρα σε άντρα, ανίκανη να βάλει πλάτη στα δύσκολα.
Είναι ήδη δύο, το ξημέρωμα θα ερχόταν στις 7.30 σύμφωνα με το κινητό, και έπρεπε να τον βρει στο χωράφι. Ήθελε μιάμιση ώρα μέχρι το χωριό, άντε μια αν το πάταγε και με τους δρόμους άδειους. Απέμεναν λίγες ώρες μόνο για να την εντοπίσει, να τη γνωρίσει και να την ψήσει να πάει μαζί του. Σκέφτεται τις 200 ρίζες που τον περιμένουν και σηκώνει νοερά το χέρι στο κενό σαν να χαϊδεύει τα φύλλα τους. Πέρυσι είχε μαζέψει 1200 κιλά ελιές και το ελαιοτριβείο του ‘βγάλε 172 κιλά λάδι, τουτέστιν 1 προς 7, κανονική κλεψιά, νταβατζιλίκι με το έτσι θέλω. Δεν το κάνει όμως για τα λεφτά, αν και με έξι κατοστάρικα τσέπη, είχε καταφέρει να βουλώσει αρκετές τρύπες. Η εργασία είναι που γεμίζει την καρδιά του, η αγροτική ζωή, αντρίκια πράγματα. Το σάπιο Κράτος έχει ξεπουλήσει τα πάντα, δεν αφήνει περιθώριο σε κάποιον να ασχοληθεί με τα αγροτικά, με τη γη. Έχει ο άλλος 100 στρέμματα ελιές και λιμοκτονεί ενώ πριν έναν αιώνα με τόσα ήσουν βασιλιάς. Δεν μπορεί ένας και καλά επώνυμος κομμωτής να ζητάει 200 ευρώ για δυο ψαλιδιές και ο άλλος να φτύνει αίμα στα χωράφια και να σκοτώνει τις ελιές του σε ξεφτίλα τιμή. Βρωμεροί πολιτικάντηδες, όλοι κρεμάλες θέλουν. Ζητά επόμενο ποτό στο Βαγγέλη και βγάζει τον καπνό από την τσέπη.
«Θα μου στρίψεις και μένα ένα;».
Ο Φώτης σηκώνει τα μάτια. Η γυναίκα απέναντί του έχει τα πιο μακριά μαύρα μαλλιά που έχει δει ποτέ. Ένα ματσάκι καπνού γλιστρά απ’ τα χέρια του.
«Ε, μην τον σπαταλάς!», του λέει, «τα μαλλιά ε; Σε αποσυντόνισαν; Συμβαίνει συχνά».
«Μέχρι πού φτάνουν;», την ρωτά.
«Μέχρι το φεγγάρι», γελάει, «Ηλέκτρα».
«Φώτης».
Του πήρε καμιά ώρα να συμπεράνει πως η Ηλέκτρα δεν είναι ο τύπος του αλλά ήταν πια αργά να κάνει πίσω. Εξάλλου την τελική απόφαση θα την έπαιρνε στο χωράφι, στο μάζεμα των ελιών. Η γκόμενα ήταν φλύαρη σαν παπαγάλος και γελούσε με το παραμικρό αλλά αυτή η εξωστρέφεια σε συνδυασμό με την βλάχικη καταγωγή της ίσως αποδεικνύονταν χρήσιμες.
«Μα όλο εγώ μιλάω, πες μου κάτι και για σένα, σκοτεινέ τύπε»
«Δεν είμαι πολύ καλός στα λόγια»
«Και σε τι είσαι καλός;», του χασκογελά.
«Στα έργα».
«Πληρωμένη απάντηση», χαμογελά ξανά.
«Αλήθεια, μπορώ να στο αποδείξω… Θα έρθεις μαζί μου;» λέει ο Φώτης.
«Όπα, με το μαλακό σκοτεινέ τύπε»
«Όχι, δεν εννοώ αυτό…», κοιτάει το πάτωμα, «είσαι για μια μικρή απόδραση; Μια περιπέτεια;», επιστρατεύει το λοξό του χαμόγελο. Η Ηλέκτρα τινάζει τα μαλλιά της και τον κοιτά.
«Δεν είπες πως σου αρέσουν οι περιπέτειες, ο αυθορμητισμός, το άδραγμα της στιγμής; Ήταν μόνο λόγια;», αναθαρρεύει ο Φώτης, «το ξέρεις το Άνω Λουτρό, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ το Ξυλόκαστρο; Είναι το χωριό μου, η λατρεία μου. Εκεί βρίσκεται το χωράφι μου, άλλο να στο λέω, άλλο να το βλέπεις. Ένα μικρό κομμάτι γης με θέα τη θάλασσα γεμάτο ελιές και χορτάρι και λουλούδια, ο παράδεισός μου».
Η Ηλέκτρα στέκεται αμίλητη μα στα μάτια της ο Φώτης βλέπει κάτι που τον κάνει να επιμείνει. «Μένω εδώ κοντά, στην Περικλέους. Έχω το τζιπ στο γκαράζ, πάμε το παίρνουμε και φύγαμε. Σταματάμε για ζεστή τυρόπιτα και καφέ και σε μια ώρα είμαστε στον Παράδεισο, τι λες; Έχεις δει ποτέ τον ήλιο ν’ ανατέλλει από τη θάλασσα;».
«Σοβαρολογείς; Μα ούτε που σε ξέρω… να φύγω μαζί σου εκδρομή για το χωριό;»
«Γιατί όχι; Τι φοβάσαι;»
«Ε, πως… τόσα ακούγονται…»
«Ε, Βαγγέλη!», φωνάζει ο Φώτης διακόπτοντάς την, «πες στην Ηλέκτρα από δω πόσα χρόνια με ξέρεις, έχω ποτέ σκοτώσει κανέναν;».
Ο μπάρμαν τους πλησιάζει και στηρίζει τους αγκώνες του στην μπάρα, «αλήθεια λέει κοπελιά, είναι άκακος ο κύριος από δω… το πολύ πολύ να σε ζαλίσει με τις ελιές και τα γεωργικά, αν αντέχεις…».
Η Ηλέκτρα νιώθει το ενδιαφέρον να ξυπνά σαν από χειμέρια νάρκη. Τέσσερα χρόνια στην Αθήνα και ακόμα δεν είχε βρει παραμύθι να τη χωράει. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και έμαθε πως πέρασε Παιδαγωγικό όλοι γύρω της να τη συμβουλεύουν προσοχή αυτό και προσοχή εκείνο. Η Αθήνα είναι σκληρή πόλη, σκοτεινή και οι άνθρωποι αρπακτικά πουλιά που γυρεύουν να σε μασήσουν και να σε ξεράσουν σε μια γωνία. Εκείνη όμως δεν είχε βιώσει καμία σκληράδα παρά μόνο μια ατέρμονη βαρεμάρα σε διαδρομές από φτηνά μεζεδοπωλεία σε πάρτι φοιτητικών παρατάξεων και από πηγμένα λεωφορεία σε γκαρσονιέρες με μαρμάρινους νεροχύτες κουζίνας και πατώματα με μωσαϊκό.
«Και τι θα κάνουμε Δεκέμβρη μήνα στο χωράφι, σκοτεινέ τύπε; Θα ξεπαγιάσουμε», λέει η Ηλέκτρα.
«Κάτι θα βρούμε να κάνουμε να μας ζεστάνει», απαντά αφηρημένος και το μετανιώνει, «όχι, δεν εννοώ αυτό που νομίζεις», συμπληρώνει κοκκινίζοντας. Η Ηλέκτρα ζυγίζει τη φάση.
«Πλήρωσε και περίμενέ με απ’ έξω, ειδοποιώ την παρέα μου».

Το Vitara διασχίζει τους δρόμους της Αθήνας σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από κάτι. Μέσα στο τζιπ ακούγεται το Aqualung των Jethro Tull ενώ το φως του πρωινού αποχρωματίζει αργά το σκοτάδι.
«Τι είναι όλα αυτά;», σπάει τη σιωπή η Ηλέκτρα δείχνοντας τα πίσω καθίσματα.
«Εργαλεία», απαντά ο Φώτης.
«Για τον τεμαχισμό μου;»
«Για τις ελιές», λέει και το βλέμμα του είναι συνωμοτικό.
«Έχεις ελιές;»
«Δεν με πρόσεχες όσο σου μιλούσα στο μπαρ ε;»
«Ω ναι, ο παράδεισός σου, με τις ελιές και τα λουλούδια και τη θάλασσα. Εκεί που πάμε…», θυμάται η Ηλέκτρα.
«Σε μισή ώρα φτάνουμε»
«Υποσχέθηκες ζεστό καφέ και πρωινό»
«Θα σταματήσουμε λίγο έξω απ’ το Ξυλόκαστρο σ’ έναν φούρνο που κάνει απίστευτο ψωμί και κουλούρια».
«Και καφέ!»
«Ναι και καφέ…», επαναλαμβάνει ο Φώτης.

Η ζεστή μυρωδιά του καφέ τρυπώνει στα ρουθούνια της Ηλέκτρας, «τι έγινε;», ανοίγει τα μάτια της. Κάτω από τη μύτη της ο Φώτης γυροφέρνει ένα κυπελάκι από φελιζόλ.
«Φτάσαμε! Σε πήρε ο ύπνος ωραία κοιμωμένη. Σταμάτησα αλλά δεν κατάλαβες τίποτα».
Η Ηλέκτρα ανασκουμπώνεται στο κάθισμα, σκουπίζει την πάχνη από το παράθυρο και κοιτάει έξω. Σύννεφα διαγράφονται στο βάθος και το άγριο τοπίο ολόγυρα έχει μια μελαγχολική χλωμάδα. Κοιτά τον Φώτη και αρπάζει το κυπελάκι με τον καφέ.
«Κανονικά κάπου τώρα είναι που με φιλάς για καλημέρα», πίνει μια γουλιά.
Ο Φώτης τεντώνεται, «όλα στην ώρα τους. Έχουμε μεγάλη μέρα», λέει και βγαίνει από το τζιπ. Η Ηλέκτρα κρατά τον πικρό καφέ στο ένα χέρι και ανοίγει την πόρτα. Βρίσκονται στη μέση του πουθενά, σ’ έναν σκονισμένο χωματόδρομο ανάμεσα σε βουνά και χωράφια που τα χωρίζουν σκουριασμένοι φράχτες.
«Αυτό είναι το δικό μου», δείχνει ο Φώτης, «σχεδόν τρία στρέμματα ευλογημένες λιόριζες. Μην το βλέπεις έτσι μικρό στην πρόσοψη, εκτείνεται ως μέσα, βαθιά, και στο τέρμα ν’ αγναντεύεις το γαλάζιο του Αιγαίου και να δακρύζουν τα μάτια σου. Άντε τι στέκεσαι; Βοήθα με να ξεφορτώσω».
Η Ηλέκτρα παραμένει ασάλευτη.
«Άντε σου λέω, να βγάλουμε τις λιοπάνες και τα τσουβάλια και τα ραβδιστήρια. Θα φέρουν και οι άλλοι βέβαια αλλά όσο περισσότερα τόσο το καλύτερο», συνεχίζει εκείνος, «εσύ φέρε τα νερά και τα φαγητά. Α να, κατά φωνή! Καλώς τους!».
Ένα αγροτικό παρκάρει απέναντι τους. Από το μπροστινό κάθισμα βγαίνει ένας κοντός άντρας μ’ αναμμένο τσιγάρο στο στόμα. Αγκαλιάζεται με το Φώτη εν μέσω βρισιών οι οποίες αποπνέουν οικειότητα. Τρεις αλλοδαποί πηδάνε από την καρότσα φανερά αγουροξυπνημένοι.
«Τι γίνεται εδώ; Θα μου εξηγήσει κανείς;», φωνάζει η Ηλέκτρα.
Οι άντρες κοιτάζονται στιγμιαία μεταξύ τους. Της γυρνούν την πλάτη και ξεκινούν να ξεφορτώνουν το αγροτικό.
«Μάγκες αρχίστε με το στρώσιμο και έρχομαι», λέει ο Φώτης φανερά ενοχλημένος.
Η Ηλέκτρα νιώθει το χέρι της να μυρμηγκιάζει.
«Θα μου πεις τι σημαίνουν όλα αυτά; Ποιοι είναι αυτοί; Γιατί μ’ έφερες εδώ;»
«Ήθελες μια περιπέτεια, σωστά; Ε λοιπόν να τη, μπροστά σου!», ο Φώτης νεύει κατά το χωράφι. «Θα βιώσεις την ιερή τελετή της συγκομιδής της ελιάς, θα ‘πρεπε να χαίρεσαι!», τα μάτια του λάμπουν.
«Μα εγώ…» κομπιάζει εκείνη, «νόμιζα… δεν μου είπες κάτι τέτοιο… δεν είμαι προετοιμασμένη…»
«Ώχου, μη μου πεις πως είσαι και εσύ άλλη μια φαντασμένη πριγκίπισσα που φοβάται μη λερώσει τα γοβάκια της;»
«Μα…»
«Άκου, αν θες κάτσε στο τζιπ και κοιμήσου, μόνο μη με χασομεράς άλλο», λέει ο Φώτης και απομακρύνεται.
Η Ηλέκτρα προσπαθεί να κουνηθεί μα τα πόδια της μοιάζουν να έχουν βγάλει ρίζες. Όλα συνέβαιναν με απελπιστική ταχύτητα. Το χειμωνιάτικο αγιάζι μπαίνει απ’ τα μανίκια του παλτού της και την κοροϊδεύει. Χαζή! Χαζή και επιπόλαια Ηλέκτρα! Να τι παθαίνει όποιος κυνηγά Χίμαιρες… καταλήγει στο πουθενά να μαζεύει ελιές μ’ αγνώστους.
Μπαίνει στο χωράφι και παραπατώντας πλησιάζει το Φώτη ο οποίος είναι σκυμμένος κάτω από μια τεράστια ελιά. Πασχίζει με λινάτσες να καλύψει τον κορμό. Της χαμογελά με το ίδιο λοξό χαμόγελο που την είχε εξαπατήσει στο μπαρ.
«Λοιπόν, σκοτεινέ τύπε, και τώρα τι;», τον ρωτά, «πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;».
Ο Φώτης μαλακώνει, «γύρνα το χωράφι. Στα δέντρα με κατηφόρα, βάζε κλαδιά στις άκριες των πανιών μην κατρακυλήσει ο καρπός. Το ‘χεις;».
Η Ηλέκτρα δεν απαντά, βγάζει το παλτό και το πετά στο έδαφος. Μ’ ένα λαστιχάκι τυλίγει τα μακριά μαύρα μαλλιά της σε κότσο. Σηκώνει τα μανίκια της μπλούζας και τη βγάζει έξω από το τζιν. Η ζωή σαν φάρσα. Σκύβει και μαζεύει αγκαλιά ένα μάτσο κλαδιά από μια συστάδα παραδίπλα.
Το χωράφι του Φώτη ήταν σαν εκείνα που την έπαιρνε ο παππούς της μικρή, όταν πήγαινε να βοηθήσει τους συγχωριανούς. Το έδαφος βραχώδες και τα λιόδεντρα, στοιχισμένα συμμετρικά, μερικά ριζωμένα σε πέτρινες αναβαθμίδες ανάμεσα σε ξερόκλαδα και πουρνάρια. Κανένα λουλούδι, ψέματα της είχε πει. Άδεια από σκέψεις, ξεκινά να στριφογυρνά από ελιά σε ελιά και να στοιχίζει κλαδιά. Οι άντρες την κοιτάνε να περιδιαβαίνει σκυμμένη καθώς ραβδίζουν τα δέντρα με ορμή ενώ ο ήλιος έχει πια στερεωθεί στον ουρανό από πάνω τους. Δουλεύει αδιάκοπα με τον ιδρώτα να μουσκεύει το μέτωπο και τις μασχάλες. Ο ελαιώνας είναι φυτεμένος σε μια απόκρημνη βουνοπλαγιά και έτσι ίσα που προλαβαίνει να αναχαιτίζει την κατρακύλα των καρπών. Ο Φώτης τής ρίχνει κλεφτές ματιές.
Μια λάμψη την αποσυντονίζει. Σηκώνει το κεφάλι και κοιτά μακριά. Χωρίς να το καταλάβει έχει φτάσει στην άκρη του χωραφιού. Πετάει τα κλαδιά και σηκώνεται όρθια. Σκουπίζει τα χέρια και πλησιάζει πιο κοντά στον γκρεμό. Η ατμόσφαιρα έχει καθαρίσει και μέσα σ’ εκείνο το κρύο διαυγές πρωινό, η Ηλέκτρα αντικρύζει την ασημένια θάλασσα να σαλεύει κάτω στον κάμπο.
«Ωραία θέα ε;», λέει ο κοντός άντρας. Η Ηλέκτρα δεν τον είχε αντιληφθεί πίσω της. Γυρνά και τον κοιτάζει. Στο στόμα του χάσκει ένα ακόμα μισοτελειωμένο τσιγάρο.
«Άλλοι αναπνέουν φρέσκο αέρα, εγώ καπνό», χαζογελάει. «Πρέπει να είναι ερωτευμένος μαζί σου», της δείχνει το Φώτη που τους κοιτάει από μακριά, «δεν τον έχω ξαναδεί τόσο αναστατωμένο, ούτε τις ελιές δεν μπορεί να ραβδίσει».
«Πόσο μακριά είναι η θάλασσα;», τον ρωτά η Ηλέκτρα.
«Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα και φτάνεις στην κοντινότερη παραλία, πέντε λεπτά με τ’ αμάξι».
«Διάλειμμα!», ακούγεται η φωνή του Φώτη.
«Ώρα για κολατσιό και ανάπαυλα», της κλείνει το μάτι, πετάει το τσιγάρο και το πατά με την αρβύλα του.
Ο Φώτης και οι εργάτες έχουν μαζευτεί κάτω από τη σκιά μιας τεράστιας ελιάς και ψαχουλεύουν στις σακούλες. Οι άντρες έχουν φέρει τρόφιμα τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, τυρί και σαλάμι, ελιές και ντομάτες, τσίπουρο σε δυο μεγάλες μπουκάλες. Η Ηλέκτρα εξαντλημένη, γλιστράει με την πλάτη κατά μήκος του κορμού και προσγειώνεται στο σκληρό χώμα.
«Τελικά δεν είσαι πριγκίπισσα», την πλησιάζει και της ψιθυρίζει στο αυτί ο Φώτης, «είσαι βασίλισσα…».
Η Ηλέκτρα θέλει κάτι ν’ απαντήσει όμως νιώθει ένα άγχος που διαρκώς διογκώνεται. Κλείνει τα μάτια, σκέφτεται το εκθαμβωτικό γαλάζιο της θάλασσας και ηρεμεί. Η ζωή σαν φάρσα. Χαμογελάει στο Φώτη και πίνει μια γουλιά τσίπουρο.
«Ξουτ! Ξουτ! Μαλακισμένο!», ουρλιάζει εκείνος και πετάγεται όρθιος. Στην άκρη της ελιάς, ένα αδέσποτο έχει πλησιάσει τη σακούλα με τα τρόφιμα. Το σώμα του είναι κοκαλιάρικο και το τρίχωμά του λειψό εδώ και κει. Οι εργάτες γελάνε και το σκυλί οπισθοχωρεί, κάνει μια σβούρα και κοντοστέκεται στα πίσω του πόδια. Η Ηλέκτρα κοιτάει τα τσιμπλιασμένα του μάτια. Ο Φώτης σκύβει και αρπάζει ένα κλαδί, «μην τολμήσεις κοπρόσκυλο!». Το σκυλί χασμουριέται και απομακρύνεται με κατεβασμένη την ουρά.
«Μάγκες, το διάλειμμα τελείωσε! Άντε, όρθιοι! Έχουμε μονάχα λίγες ώρες πριν νυχτώσει, πάμε να τελειώσουμε», φωνάζει ο Φώτης.
Οι άντρες απρόθυμα τεντώνονται να ξεμουδιάσουν.
«Αντέχεις;», την ρωτάει σιγανά.
Η Ηλέκτρα κοιτάει τις σακούλες με το φαγητό αφηρημένη, «πως, βέβαια…», απαντά.
«Αυτό είναι το κορίτσι μου!», φωνάζει εκείνος να τον ακούσουν όλοι, «Μάζεψε τα φαγητά και πήγαινέ τα στ’ αμάξι, ναι, καλή μου; Κλείσ’ τα καλά μην ξανάρθει ο κόπρος!».
Η Ηλέκτρα του χαμογελά και ξεκινά να μαζεύει τα αποφάγια. Χώνει τα πλαστικά ποτήρια το ένα μέσα στο άλλο και ρίχνει χύμα στη σακούλα τα μισοφαγωμένα τυριά και ό,τι περίσσεψε απ’ το σαλάμι.
«Το τζιπ είναι ξεκλείδωτο. Έλα εδώ…», λέει ο Φώτης και ανοίγει τα χέρια προς το μέρος της.
«Τα πάω κι έρχομαι», του χαμογελά γλυκά, «ξεκίνα κι έρχομαι».
Περπατά αργά με τη σακούλα στο χέρι, προσπερνά την τελευταία ελιά και βγαίνει από το χωράφι. Πλησιάζει το τζιπ και ανοίγει το πορτμπαγκάζ. Κοιτάει πίσω της, στην άκρη του δρόμου το αδέσποτο σκυλί κουλουριασμένο με τα μάτια κλειστά. Ρίχνει μια ματιά στο χωράφι. Διακρίνει το Φώτη στο βάθος, πάνω σε μια σκάλα. Παραδίπλα οι άλλοι τινάζουν τα κλαδιά των ελιών με μανία και από κάτω βρέχει πράσινους καρπούς και ασημένια φύλλα. Με μετρημένα βήματα κατευθύνεται κοντά στο σκυλί, σκύβει και χαϊδεύει την εκτεθειμένη κοιλιά του, «βρωμάς», λέει. Εκείνο ξαφνιασμένο, ανοίγει τα μάτια και αποτραβιέται. Σηκώνεται και παίρνει να ξεμακραίνει νωχελικά στο χωματόδρομο ενώ κάπου κάπου γυρνάει προς τα πίσω και κοιτάει την Ηλέκτρα. Εκείνη σκέφτεται το παλτό της στο χωράφι. Δεν κρυώνει. Λύνει τα μαλλιά της και ακολουθεί το σκυλί κρατώντας σφιχτά τη σακούλα με το τυρί και το σαλάμι, «ελπίζω να πηγαίνεις στη θάλασσα», σκέφτεται.

 

 


Η Μάιρα Λάττα γεννήθηκε στην Καρδίτσα, μεγάλωσε στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια ζει στη Ζυρίχη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο «Εκπαίδευση και Πολιτισμός» από το Χαροκόπειο  Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει πολύχρονη επαγγελματική εμπειρία στους κλάδους της ιδιωτικής  εκπαίδευσης και μετάφρασης. Συμμετέχει σε εργαστήρια Δημιουργικής γραφής ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά Φρέαρ, Fractal και Χάρτης.