Απόστολος Θηβαίος | Δεν χωρούν ειρωνείες κύριε Χόγκαρθ

© André Kertész

Οι νεκροί κοιμούνται με ένα γαλάζιο χρώμα
μες στις καρδιές τους.
Δεν διαφέρουν από εμάς.
Συνεχίζουν να ζουν
σαν αστοί πέρα από
τρεις, απόκρημνους
γκρεμούς.

 

Η αγάπη έχει τον τρόπο της να σκοτώνει, συλλογίστηκε. Σηκώθηκε, φόρεσε το καλό του, γαμπριάτικο κοστούμι και έκανε να βγει από το δωμάτιο. Έξω ο καιρός φυσούσε λυσσασμένα, σε μια ριπή επάνω θα μπορούσε να χαθεί η ζωή του. Τι ειρωνεία, μια ζωγραφιά του Ουίλιαμ Χόγκαρθ με αντίκρισμα ηθικό. Κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέφτη, όλοι οι τοίχοι άφηναν δακρυσμένες κλωστές υδραργύρου. Ω ναι, η αγάπη μπορεί να σε σκοτώσει σκέφτηκε και στάθηκε για μια στιγμή εμπρός στο είδωλό του. Ώστε αυτός ήταν, εκείνος ο άνθρωπος στο βάθος του καθρέφτη ήταν ο ίδιος, χρόνια μετά. Κοίταξε πίσω του και είδε τους νεκρούς συγγενείς, τους όρκους της νεανικής αγάπης. Έπειτα όλοι τους, ένας προς ένας πήραν να ξεθωριάζουν, σαν χαλασμένα χρώματα. Εσύ πατέρα, δεν θα σταθείς πλάι μου, δεν θα μου πεις μια κουβέντα;

Μα ο πατέρας κράτησε για πάντα το στόμα του κλειστό, το χώμα εμπόδιζε όλες τις λέξεις. Με ένα βουβό βήμα μπήκε στο κάδρο του και έφυγε για τις μανιασμένες εξοχές με τα χρυσά παράθυρα. Όταν πια όλοι τους ήταν πεθαμένοι, αποφάσισε πως ήταν ώρα. Βγήκε στον διάδρομο, τα βήματά του ακούγονταν όπως τα ξυλοπάπουτσα του πατέρα. Κοίταξε στο βάθος ενός δωματίου. Και είδε τον γιο του που σκάλιζε πάνω στην ζωή σχήματα παράδοξα και όρκους μαλαματένιους. Καλό σου ταξίδι γιε μου, ψιθύρισε και κανείς δεν τον άκουσε. Στην απέναντι όχθη, – γιατί ένας διάδρομος καμιά φορά μοιάζει με απέραστο ποταμό – η κόρη του μεγάλωνε το αγέννητο μωρό της. Δεν ήταν ροδαλό, μα ένα γερασμένο μωρό με σκασμένα χέρια. Τα χρόνια του περνούσαν το ένα μετά το άλλο και εκεί στην αγκαλιά του κοριτσιού, το μωρό γερνούσε, σε λίγο πέθαινε μες στην αγκαλιά της. Αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων, αυτός είναι ο σκληρός μορφασμός της ζωής, η πιο σκοτεινή της χειρονομία.

Πλανήθηκε σαν σκιά υδάτινη μες στον πύργο εκείνου του διαμερίσματος που είχε χτιστεί ακριβώς με την έναρξη της μεταπολίτευσης. Άγγιξε τους τοίχους και διάβασε όσα το σπίτι έχει να πει. Οι σκασμένοι σοβάδες, το φως με την σκόνη που σφάζει το πάτωμα, όλα βρίσκονταν εκεί. Εκείνο το σπίτι παρέμενε πια ένα εξημερωμένο θηρίο και τίποτε περισσότερο. Κοίταξε πίσω του και είδε τους νεκρούς συγγενείς του να γνέφουν, όλοι τους συγκεντρωμένοι στην μεγάλη και ανυποχώρητη απουσία.

Τώρα φθάνει στην σκάλα. Κατεβαίνει με αργά βήματα τα σκαλοπάτια. Μερικά από αυτά είναι καμωμένα από σάρκα τρυφερή και άλλα θυμίζουν το ασήμι των Ανδαλουσιανών στίχων. Την σάρκα που πονά την νιώθει κάτω από τα πόδια του που σαλεύει σαν το νερό. Ώστε εδώ κάτω περιμένει η ζωή του, τελειωμένη, μια συντριβή, μια τρυφερή, αστική ιστορία με πένθη και σκληρά αγωνίσματα. Είναι όλοι εκεί. Τα πράγματα που τον εμπόδιζαν στην ζωή, οι συνάδελφοι και οι έρωτες της ζωής του. Εκεί το παγωμένο αεράκι του φθινοπώρου που ανακουφίζει τους νεκρούς από όλα τα καλοκαίρια αυτού του κόσμου. Να ξέρετε, τα φθινόπωρα οι νεκροί βγαίνουν από τα κάτασπρα σπίτια τους. Τεντώνονται και πίνουν την γεύση του κόσμου που τόσο τους έλειψε. Η μάνα, ο πατέρας ξανά, η γυναίκα του με το χαραγμένο πρόσωπο της λύπης. Οι γείτονες και οι συνάδελφοί του, εκείνος ο πλανόδιος πραματευτής που έδινε νόημα στις Κυριακές της οικογενειακής θαλπωρής. Και στο μέσον εκείνος, με το κατάμαυρο κοστούμι του, ακίνητος, αφοσιωμένος στο όνειρο που δεν περνά. Τώρα έχασε την σκιά του και στον κόσμο θα γυρίζει με αυτήν την ιδιότυπη αναπηρία. Επειδή τελικά ο θάνατος ενός υπαλλήλου κρίνεται τόσο θλιβερός επειδή ο άνθρωπος αυτός φαντάζει καταδικασμένος να επιβιώσει δίχως τον ίσκιο του. Και αυτό δεν είναι λίγο, όχι δεν είναι λίγο. Έφερε στο νου του τα πένθιμα άλογα του αμαξά που θα τον πάνε ως το κοιμητήριο έξω από την πόλη. Τον κοίταξε που ανάβει το τσιγάρο του πάνω στον σταυρό του μνήματος και έπειτα γελά με εκείνη την έκφραση των στωικών που τους ανέδειξε στην σπουδαία, ιστορική τους θέση. Αν αποτελούσε ήρωα μιας νουβέλας, αυτός θα ήταν ολομόναχος, σαν ελπίδα.

Σκέφτηκε πως λίγος θάνατος κάνει τον άνθρωπο να δείχνει αξιοσέβαστος και χαμογέλασε όπως μονάχα οι νεκροί κατορθώνουν ανεπαίσθητα να κάνουν. Στάθηκε εμπρός από την γυναίκα του. Το ξέρω πως νύχτες ολόκληρες κλαις στην κάμαρη μα είναι πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν αλλιώτικα, είναι πράγματα. Τα κόκκινα χείλη του τον κάνουν να μοιάζει με έναν νεκρό κλόουν που πήρε μαζί του όλα τα μυστικά μιας τέχνης.
Πριν το ξημέρωμα έκανε να φύγει. Άνοιξε την πόρτα όπως τόσες χιλιάδες φορές. Έξω, μυρωδιά φρεσκοπλυμένης νύχτας, ροδώνες, σκόρδα και η ζωή που μαγειρεύει μες στα στενά δωμάτια τον μυστικό της δείπνο. Και λίγο πιο πέρα μια νύχτα τρελή, νύχτα των νεκρών και των ερωτευμένων. Ένας άνεμος, όπως αυτός που φυσά ανάμεσα στους στίχους ενός φλογερού κάντο έσβησε την θλίψη από τα μάτια εκείνων των ανθρώπων. Ο αμαξάς πήρε την σωρό όπως κανείς μαζεύει ένα δεμάτι ξύλα και έφυγε για το κοιμητήριο. Ένιωσε μια δυσφορία και σταμάτησε κάτω από τα ντροπιασμένα φώτα των δρόμων. Τι στοχαστικά που στάθηκε, ένας νεκρός σαν όλους τους άλλους, καμωμένος από την παλιά τέχνη της φαγεντιανής. Τώρα μες στην γαλάζια σιωπή εκείνων των μικρών ωρών, ο νεκρός ανάρρωνε από τον σκηνοθετημένο θάνατο που μοιάζει με απέραντη, μαύρη θάλασσα. Μια απόστρατη, γαλάζια ζωή που τώρα κάνει στην άκρη όσα της φράζουν τον δρόμο.

Προχωρήστε στην αποβάθρα παρακαλώ, του λέει ένας ναύκληρος με σταχτιά ρούχα. Ίσως να τον έχει ξαναδεί κάπου μα τα όνειρα κρατιούνται από μια κλωστή, τίποτε περισσότερο. Προχωρήστε στην αποβάθρα, του λέει ξανά, πιο επιτακτικά αυτήν την φορά ο ναύκληρος. Είναι εκείνη στο βάθος, ανήκει στην νύχτα. Μα εκείνος συλλογίστηκε με νοσταλγία μεγάλη την γυναίκα του που είχε πικραθεί ανεπανόρθωτα. Θα ήθελα να μείνω κοντά της, ψέλλισε όμως ο ναύκληρος επέμεινε. Πιο μετά προσέχοντας να μην τον δουν εκείνο το ακέφαλο αγόρι, ο άνδρας με το μισό σώμα και η γυναίκα με το κόκκινο φουστάνι που κλαίει ασταμάτητα, ο ναύκληρος έγειρε προς την μεριά του νεκρού και είπε, η γυναίκα σου τώρα πια ζει απέναντι από αυτόν εδώ τον ωκεανό. Τότε ο νεκρός έκλαψε πικρά που τα έχασε όλα και γέμισε τις τσέπες του με υπομονή και χρόνο, τα μόνα που θα του χρειαστούν.

Στο γαλάζιο μου στενό ξημέρωνε. Ίσως ο νεκρός να πέρασε από εδώ. Σκέφτηκα, ο θάνατος είναι ανίκητος, καλύτερα να μην ξέρω. Ο θάνατος είναι ανίκητος, σαν το νερό, είναι τόσο τρυφερός όταν μιλά στην θέση μας.

Απόστολος Θηβαίος