Απόστολος Θηβαίος | Τα στενά της Ζίτσας είναι απέραστα

© Sally Mann

Η δε όνος είδεν
άγγελο


Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπογράφει τους στίχους. Ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποιεί την ποίηση του σπουδαίου Θεσσαλονικιού δημιουργού. Η Ντόρα Μπακοπούλου στο πιάνο και ο Ανδρέας Καρακότας να ερμηνεύει. Μα κανείς τους δεν υποψιάστηκε τι αξία μπορεί να αποκτήσει ένα τραγούδι χρόνια μετά. Όταν το αίσθημα του κινδύνου νικιέται από την ντροπή και το μεγάλο έργο της ανθρώπινης ζωής ξεφτιλίζεται μες σε ρεκλάμες τηλεοπτικές. Τότε ένα τραγούδι γίνεται αληθινή παρηγοριά και υπόμνηση, περιγράφοντας στέρεα μια ολόκληρη ράτσα.

Πάνε μέρες που γύρισα στο γαλάζιο μου στενό. Τακτοποίησα τα πράγματά μου, πότισα τα άνθη που είχαν χάσει το χρώμα τους, που πάλευαν για την ζωή τους την ίδια. Τι τρόμο θα περάσανε μες στην αδειανή μου πολιτεία, δίχως ένα χέρι να τους ρίξει μια στάλα νερό. Έτσι για δικαίωση. Άμα τέλειωσα κάθισα και κοίταξα την πόλη που καιγόταν, την πόλη του ωραίου, νεοκλασικού τσιμέντου. Την κρίσιμη στιγμή τράβηξα το παραβάν που με φυλάει από τα αδιάκριτα βλέμματα και πέρασα στους ύπνους. Τότε ήταν που όλα συνέβησαν, μες σε γαλάζια οινοπνεύματα. Όσα έγιναν αφορούν εκείνη την δροσερή χειρονομία που μας επιφυλάσσει καμιά φορά η ζωή.

Θα με πήρε ο ύπνος, γιατί ένιωθα που μετεωριζόμουν και άκουγα τους αρμούς εντός μου να λύνονται. Δεν είχα τρόπο να επιστρέψω, ακόμη και οι δευτερεύουσες σκηνές εκείνη την στιγμή που τόση χαρά μου έδιναν άλλοτε, τίποτε δεν σήμαιναν. Βυθίστηκα στα όνειρα που αποκάλυπτε το καλέμι του ύπνου. Κάπως έτσι γεννιέται κάθε νύχτα το φεγγάρι στα αρχαία λατομεία της Κοζάνης, είπα και παραδόθηκα. 

1Αδέσποτο στους δρόμους τριγυρνάει ένα μικρό γαϊδούρι μοναχό, κανένα χορταράκι μασουλάει γιατί ‘ναι πεινασμένο το φτωχό. 

Αυτό θα ήταν που ξεχώρισα μες στην φασαρία που κάνει η ευτυχία στα όνειρά μου. Αυτήν ακριβώς την φράση. Τότε, – στο όνειρό μου πάντα – βρήκα το κουράγιο, σηκώθηκα όλο έκπληξη από την θέση μου. Ρώτησα, ποιος, ποιος μα δεν υπήρξε απόκριση. Μόνον μια σκιά στο βάθος του κάδρου που στάλαζε σκοτάδι σαν τραύμα. Ποιος, ποιος ρώτησα με ακόμη περισσότερη ένταση στην φωνή. 

Δεν με γνωρίζεις; Είμαι το γαϊδουράκι εκείνου του τραγουδιού. Έρχομαι καμιά φορά όταν κοιμούνται οι πολιτείες και γευματίζω στην άκρη των δρόμων. Κάθε νύχτα διαλέγω μια άλλη γειτονιά, κάθομαι σκυφτός και όλο τρώω. Απόψε έχω μαζί μου και έναν φίλο. Δεν είναι από εδώ, το ένα του ποδάρι είναι σπασμένο. Δεν μπορεί να πάει παραπέρα, όπως εγώ, μα έχει αρκετό χορτάρι εδώ για μας. Όχι όπως λέει εκείνο το τραγούδι, άλλη ήταν η αιτία.

Βρήκα κάπως την αυτοκυριαρχία μου, εκείνη που διακρίνει τους βέβαιους, τους επιστημονικούς ανθρώπους του άστεως. Αδύνατος σαν την σκιά προχώρησα προς την μεριά του γαϊδουριού, περίεργος να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει. Πού να φανταστώ πως πρόκειται για του ύπνου τα έργα, πώς. 

Θέλεις να δεις με τα μάτια σου; Λες, ένα γαϊδούρι που μιλά με έναν φίλο του βοσκάνε στους δρόμους. Λοιπόν, πλησίασε και αν θέλεις μπορείς να βοσκήσεις και εσύ. Δεν θέλει τρόπο, μόλις σκύψεις την ράχη σου θα θυμηθείς τον τρόπο, εκείνο το συναίσθημα που σε πήγε εμπρός. Έλα, πλησίασε.

Τότε ήταν που το δεύτερο γαϊδούρι μίλησε. Εγώ είμαι από την Ζίτσα και εκεί το χορτάρι είναι προσεγμένο και όλο δροσιά μας προσμένει , όπως η νιότη. Δεν είναι κανένα σπουδαίο μέρος, μα έχει και εκείνο όλους τους τύπους των ανθρώπων και του χορταριού. Πάει να πει, πως υπάρχει το τρυφερό χνούδι του βουνού που βοηθάει στην πέψη και έχει να κάνει με τους καλούς ανθρώπους, μια αληθινή πολυτέλεια. Και υπάρχει και το ξεροβότανο, απλωμένο εδώ και εκεί, αρπαγμένο από τον ήλιο. Αυτό σε γδέρνει μες στο στόμα, σαν τους ανθρώπους που γδέρνουν με τα νύχια την παιδική καρδιά του κόσμου. Εγώ προτιμώ το πρώτο μα είναι φορές που πρέπει για το καλό μου να πάρω μια άλλη απόφαση. 

Έπειτα το γαϊδούρι συνέχισε να μασουλάει σκεπτικό. Ο φίλος του κατάπινε γενναίες μπουκιές και ήταν προσηλωμένος σε εκείνη την τελετή. 

Τότε ήταν που το πρώτο γαϊδούρι, το αθηναϊκό, το προσηλωμένο, πήρε τον λόγο. Τα ομορφότερα από τα πλάσματα του Θεού έχουν μια πελώρια ατέλεια. Μα μες στις καρδιές τους διαθέτουν το σπάνιο χάρισμα της πίστης. Σαν προφήτες δεν παρακάμπτουν από την ελπίδα τους. Και τότε εκείνος τους χαρίζει μια σπάνια ανταπόδοση. Να, κάτι σαν τούτο το τρυφερό χορτάρι που τόσο νοστιμίζει τις νύχτες. Τα δυο γαϊδούρια γέλασαν με δυο γκαρίσματα πρώτης τάξεως και βυθίστηκαν σε μια άλλη εποχή.

Ακούστηκε η φωνή του πραματευτή που κάθε τέτοια ώρα ξυπνάει την πλάση. Με βρήκα σκυφτό, σαραβαλιασμένο, παραδομένο στην ζέστη του άγριου νυχτεριού. Ήμουν βέβαιος πως η τελευταία φράση με αφορούσε. Πέρα το πανόραμα της Βαβυλώνας καλά κρατούσε. Και τα γαϊδούρια; Άλλο και τούτο, να βλέπεις λέει δυο γαϊδούρια που μιλούν στον ύπνο σου. Χαμογέλασα και γέμισα λίγο γαλάζιο χρώμα τις τσέπες μου, έτσι για τις δύσκολες μέρες που θα έρθουν . Έδιωξα μακρύτερα τον χρόνο τίποτε να μην μου παίρνει και συνέχισα τον δρόμο μου. 

Θα ήταν το μεσημέρι κιόλας που όλα εξηγήθηκαν. Οι απέναντι τηλεοράσεις, πάντα σε τιμή προσφοράς και αναρίθμητες, άτοκες δόσεις ούρλιαζαν τον χρησμό. Το γαϊδουράκι σύρθηκε στον δρόμο ώσπου το σώμα του γίνηκε κομμάτια. Το ένα του πόδι ήταν ραγισμένο και είχε την βαριά ανάσα των ετοιμοθάνατων πλασμάτων. 

Ώστε έτσι εξηγούνται τα πράγματα, μονολόγησα. Κάποιος πλάι μου, σαν σβησμένη ορχήστρα, είπε 

Καημένο γαϊδουράκι, που διαβαίνεις χωρίς ποτέ να χάρηκες στοργή. 

Ο παρουσιαστής κράτησε μια παρατεταμένη σιωπή, σαν συμφωνία. 

Βρήκα το γαλάζιο χρώμα μες στις τσέπες μου. Μα και κάτι άλλο εξίσου παράξενο. Βρήκα, λέει τρυφερό χορτάρι και έσκυψα την ράχη μου από ντροπή πια, μονάχα από ντροπή. Ο εκφωνητής πάλι συνέχισε. 

1. Από το “Γαίδουράκι” του Μάνου Χατζιδάκι και τα “Τραγούδια της Αμαρτίας” του. Σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μερικοί στίχοι από το τραγούδι στο τέλος του κειμένου.

 

Απόστολος Θηβαίος