Απόστολος Θηβαίος | Κατά βάθος, ζωγραφιά

© Saul Leiter

Για κάθε
Νίκο
που εκεί έξω
προσπαθεί
και
κυρίως,
μας ανέχεται
και
ζωγραφίζει

 

Απόψε το γαλάζιο μου στενό φοράει τα καλά του. Τα καλοκαιρινά του. Που σημαίνει πως από απόψε το γαλάζιο μου στενό θα ξεχωρίσει ανάμεσα σε κάθε αδιάφορο στενό αυτής εδώ της πολιτείας με τα κλειδωμένα σπίτια. Θα μεταμορφωθεί μες σε μια νύχτα σε εξωτική παραλία, με πουλιά και κύματα και μπακιρένιους ορίζοντες.
Θα μου πείτε πώς άραγε μπορεί σε μια νύχτα αυτός ο άσημος δρόμος της πόλης να αλλάξει έτσι γρήγορα την όψη του. Όμως εκείνοι που ξέρουν πως κάποτε μες στην νύχτα συμβαίνουν θαύματα πρωτόγνωρα, ούτε λεπτό δεν θα διστάσουν να πιστέψουν. Αυτοί είναι και εκείνοι που θα σκύψουν σαν πουλιά πάνω από τα χέρια μου δοκιμάζοντας το νερό της νύχτας. Ως το πρωί θα έχουν γίνει άστρα, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα γραφτεί χρόνια μετά.
Οι φίλοι μου φάνηκαν με τα μαργαριταρένια τους χαμόγελα. Χαλούσαν τον κόσμο με τα γέλια τους. Κάποιοι από αυτούς είχαν στην θέση των χεριών τους δυο τρυφερά, κάτασπρα φτερά. Δυο από τους φίλους μου πήραν να αδειάζουν τις κλεψύδρες του χρόνου που κάθε καλοκαίρι πέφτουν και σπάνε πάνω στα ολομόναχα βράχια. Άπλωναν την αμμουδιά και κάρφωναν τα κοράλλια εδώ και εκεί. Άφηναν ροδιές πάνω στην άμμο με τα αμαξίδιά τους και υπόσχονταν πως θα αγαπιούνται για πάντα. Έσφιγγαν γερά τα χέρια τους, πόσα χρόνια έλεγαν, θεέ μου πόσα χρόνια και έσπερναν την ζεστή άμμο εκεί που κάποτε έστεκε ο λερωμένος, πλακόστρωτος κόσμος του γαλάζιου μου στενού.
Οι πιο τολμηροί ανέλαβαν να καρφιτσώσουν το φεγγάρι μα στάθηκαν άτυχοι. Όμως σας είπα τις νύχτες ξυπνούν τα θαύματα και έτσι κάποιος τρελός ένοικος του φεγγαριού που εκπροσωπεί σήμερα τον καλύτερο μας ρομαντισμό, ανέλαβε να συγκρατήσει για όσο κρατά μια φωτογραφία εκείνο το αυτοσχέδιο τάσι. Τον ευχαριστήσαμε με την καρδιά μας και του χαρίσαμε έναν μεγάλο αστερία που έκλαιγε σαν μωρό μακριά από την θάλασσά του. Αργότερα μάθαμε πως εκείνος ο ένοικος ήταν ο ποιητής που κέρδισε με το σπαθί του την σιωπή.
Κάποιοι άλλοι κουβάλησαν την θάλασσα μες στις χούφτες τους. Μα γίνεται, θα μου πείτε; Και όμως, ναι. Στην αρχή άφησαν να γεννηθεί μες στις χούφτες τους μια λίμνη μικρή και κάπως αδειανή. Και αργότερα, όταν όλα πια είχαν πάρει τον δρόμο τους άφησαν να στάξει η θάλασσα εμπρός στα πόδια τους. Χρυσές και ασημένιες ράχες και άλλα πλάσματα παράξενα που δεν τα είχε αντικρίσει ανθρώπου μάτι, περιφέρονταν στον βυθό του γαλάζιου μου στενού. Μια ομάδα από αθλητές του στίβου αντοχής ξεφυσούσαν συγχρονισμένα και σε λίγο μια ελαφριά ταλάντωση ξύπνησε την ψεύτικη θάλασσα. Όλοι μαζί χειροκρότησαν και τότε κάποιος είπε, κάτι ακόμη. Οι άλλοι τον άφησαν μονάχο του και στάθηκαν γύρω από την φωτιά. Τους είπε πως έχει κατά νου έναν μώλο που θα τραβάει ως την ακροθαλασσιά. Ριχτήκαν όλοι στην δουλειά και ως το χάραμα φύσαγε μελτέμι από την μεριά του ανοιχτού πελάγου. Το γαλάζιο μου στενό, πιο χρωματισμένο από ποτέ, ξημέρωνε τρυφερά, ανηφορίζοντας τις βαθμίδες ως την σωτηρία του κόσμου.
Το επόμενο πρωινό ένας προς ένας οι λουόμενοι έπαιρναν το βαγονέτο που τραβά ίσια στον βυθό. Τα μικρά παιδιά το πήραν για παιχνίδι μα κάποιος σχολίασε πως είναι μια κατασκευή καμωμένη από ανθρωπιά, μια καλή πράξη αφού ανταποκρίνεται στην απλή, την παθητική ζωή εκεί έξω, που έτοιμη να διδαχτεί την εμπειρία γυρεύει να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό. Ένας μόλος από την καρδιά μας που μηδενίζει την απόσταση,για φαντάσου.
Όλα έμειναν στα χαρτιά. Λυπάμαι από τα βάθη του γαλάζιου μου στενού. Την ιστορία αυτή δεν την ξαναείπε κανείς. Τα βαγονέτα είμαστε εμείς, αδειανές κουκέτες σταματημένοι μες στις γαλαρίες. Μετά από λίγες μέρες είχαμε το λοιπόν, επιστρέψει στις κακές μας συνήθειες. Και ο μόλος που μετά βίας φθάνει ως τις καρδιές μας απέμεινε το όραμα της ζωής αυτής της καθημερινής εκεί έξω. Ω ναι, μπορούμε και καλύτερα, είπα καθώς ξημέρωνε στο γαλάζιο μου στενό και ένας ένας οι άγγελοι της πολιτείας κατέβαιναν από τα μπαλκόνια τους, έτοιμοι να πεθάνουν από αγάπη.

Απόστολος Θηβαίος