Απόστολος Θηβαίος | Amor hominis ή πού χάθηκαν οι έρωτες

© Walker Evans

Έπεφτε γαλάζιο το σκηνικό. Ο έρωτας μεσολάβησε. Είχαν οι δυο τους μια όψη τρικυμιώδη, δεν άνηκαν σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Όλα μίκρυναν, τόσο πρωτόγονη, τόσο ιερή ήταν εκείνη η συναλλαγή τους. Καμία τέχνη, δεν είπε τίποτε. Μόνον η φωτογραφία, βουβό αρνητικό, παιδικό δωμάτιο ή αλλιώς, δωμάτιο ενστίκτων διέσωζε κάτι. Καμία άλλη τέχνη, δεν μίλησε.

«Πόσοι εραστές δεν πλάστηκαν στα σημειώματα που καίνε, πόσα κορίτσια δεν ξαναδιάβασαν ώσπου να σβηστούν οι χαρακτήρες, τα παλιά, ερωτικά γράμματα. Ο καιρός της αθωότητας σφραγίζεται με αυτήν την τελευταία αναφορά στο μυστήριο του έρωτα. Με την γλώσσα και τις ιδιοτροπίες και τις εκφράσεις του που ξυπνά στην ψυχή τα πιο πρωτόγονα ένστικτα, τα πιο ιερά. Έπειτα τίποτε. Μια φίλη έγραψε πως στις κρεβατοκάμαρες οι άνθρωποι κλαίνε. Κάτι ιστορίες με ολόγυμνα αγγίγματα, με λεπτομέρειες τρομακτικής ειλικρίνειας όμως,  άλλα λένε. 

Κάτι από τον έρωτα μεταγγίστηκε στις λέξεις, εκείνες τις πρώτες και τις τελευταίες. Έπειτα η σοβαρή λογοτεχνία ντύθηκε το δέρμα της εποχής, βρήκε με τις σιωπές έναν τρόπο να εννοήσει την αλήθεια, ας πούμε ζωγραφίζοντας χρυσόψαρα εκεί που θα έπρεπε δυο κορμιά να παλεύουν και να μονοιάζουν. Η πράξη του έρωτα παρέμεινε μια πλάγια αναφορά, χώρεσε ανάμεσα στα σημεία στίξεως με την σοβαρή προτροπή προς τον υπαινιγμό. Κανείς δεν είπε ξανά τίποτε για αυτά τα πράγματα. Μονάχα τις νύχτες, σε απόλυτο σκοτάδι οι άνθρωποι φέγγουμε δισταγμό και αμετροέπεια. Και η λογοτεχνία να μην παραμένει ηθικά προστατευμένη, όχι μια ιδέα κομψότερη από την ζωή, όχι κάλπικη μα εξισωμένη με την στάθμη των πραγμάτων, με τις φράσεις  των σωμάτων, τις πιο συνηθισμένες. 

Η ερωτική λογοτεχνία, προσηλωμένη σε ένοχες εικονογραφίες παράμεινε πιστή στην ένταση της στιγμής, την βαρύτητα του μυστηρίου, την αδύναμη και άφοβα ελαττωμένη αντίσταση, κρύφτηκε στις σελίδες των βίπερ και στα γράμματα των αναγνωστών ή τις ερωτικές ιστορίες των πρόστυχων περιοδικών. Πλούσιοι πλέι μπόις, με αμύθητες περιουσίες ή απλά ένα αξιοπρόσεκτο παρουσιαστικό, με εξωτικές ρίζες που ρίχνουν τα δίχτυα τους σε κουρασμένες Ευρωπαίες παρέλασαν από αυτά τα μέρη.  

Οι συμβάσεις βλέπετε, λέει όλο πόζα η καινούρια λογοτεχνία όπως και η προηγούμενη και κάθε άλλη. Πρόκειται για μια τέχνη γεννημένη μες σε αναποφάσιστες ψυχές, μαθημένες στην άπειρη ποικιλία του καλού και του κακού και δεν θα μπορούσε να μην κουβαλά, να μην εκπέμπει την αρρώστια που την πλουτίζει με όλον αυτό τον κίνδυνο. Κάτω από την επίσημη οπερέτα της η αντοχή της είναι μηδενική και η πόζα της κακοπαιγμένη. 

Η καινούρια λογοτεχνία έκρυψε τις ρεαλιστικές, ερωτικές αναφορές, τις χαρακτήρισε πορνογραφικές και τις πέρασε στο άλλο άκρο της ηθικής ακεραιότητας που πρεσβεύει. Τα γράμματα, οι στίχοι, οι εξαντλητικές περιγραφές του σώματός της όταν υπέκυπτε στα χέρια του παράφορου εραστή, απέμειναν μια αξία αναμνηστική, κάπως γραφική, πέρασαν όλα πια στην τάξη της φαντασίωσης που όλο και πλάτιαζε. Όλα διαμορφώνονταν πια με έναν τρόπο εσωτερικό, επιτέλους η γενιά του ΄70 κέρδιζε την θέση που δικαιωματικά κατέκτησε μες στην μοναξιά της.  Ο κόσμος των βίπερ πέρασε και αυτός, τώρα τα χαρίζουν στα παζάρια, τα δέκα πέντε ευρώ. Η ερωτική λογοτεχνία συνιστά την πιο αδικημένη από τις εκδοχές της τέχνης αυτής. Επειδή, καταργώντας τα όρια της ευγένειας ενός κλασσικού ρομάντζο η λογοτεχνία αυτής της στόχευσης,  βρήκε στο σώμα αναπαραστάσεις, γραμμές και ηδονές πρωτόγνωρα ειπωμένες, άμεσες, ρεαλιστικές, ανακάλυψε στις λέξεις την ένταση του γεγονότος, τις λειτουργίες που εναλλάσσονται προτού τα κορμιά περάσουν στην ύπαρξη ολόφωτα και πλανημένα, στο σφρίγος μιας μουσικής συμφωνίας. Αυτή η ορθογραφία των σωμάτων λείπει από τις σελίδες των καινούριων μυθιστορημάτων, θαρρείς και νιώσαμε ντροπή πια και μήτε να τον κοιτάξουμε δεν μπορούμε τον έρωτα. Σκύβουμε το κεφάλι, τον υπομένουμε που κάνει κομμάτια την ελευθερία μας, που μας ταπεινώνει και μας βγάζει έξω από τον εαυτό μας, ενώπιον του κόσμου, τον πιο δαπανημένο μας εαυτό, φριχτό μες στην επιθυμία μας να κοιτάζουμε, σε αιώνια αναμέτρηση με το σώμα, να προλάβει να τρυγήσει όσα  μπορεί από τους λόφους και από τις συστάδες.  Για αυτό δεν τον συμπαθούμε και όλο τον εννοούμε στις νουβέλες μας, όλο περνούμε από κοντά του, αποδίδοντάς του όλη την ευθύνη, δίχως τίποτε να λέμε για όσα μας συντρίβουν την ώρα της συναλλαγής. Θα πει κανείς, έτσι όπως με οριακή, ηθική αντοχή ανέχτηκε το ελληνικό κοινό μαρτυρίες όπως του Χριστιανόπουλου, έτσι όπως προσπάθησε και επέμεινε να διασώσει αυτόκλητα το λερό από την υψηλή ιδέα, δεν θα μπορούσε να σταθεί ανεκτικό εμπρός σε μερικές σελίδες τολμηρής ζωγραφικής. Η δόξα της ζωής δεν ακουμπά τα κρεβάτια και ας ρωτά όλο για αυτά μες στα μάτια τους ανθρώπους.

 Η φωτογραφία και η ζωγραφική συγκρατούν το προσωπικό, τίποτε δεν αποκαλύπτεται από όσες δυνάμεις δρουν εκείνη, ακριβώς την στιγμή που οι γραμμές σωριάζονται η μια μετά την άλλη, άμυνες σαθρές μου, τίποτε. Όλα είναι ασφαλή.  Όταν η λογοτεχνία προσέγγισε όμως αυτές τις θάλασσες, έδωσε φωνή σε μια πράξη ισοδύναμη της εσχατιάς, χάρισε στον έρωτα το θαύμα μιας ηδονής που υπάρχει, σχεδόν πρακτικής, καθόλου υψηλής, περασμένης πια μες στον λόγο. Πέρα για πέρα αληθινής, καθώς το μάτι του τεχνίτη προσέγγιζε το αντικείμενο της συγκίνησής του με αργές κινήσεις σκοπευτικές και το σώμα ερχόταν από μακριά, όλο και πιο ανάγλυφο, όλο και πιο λεπτομερές μες στην εμπύρετή του κλίση.».

Ήταν το τοπίο που θα ήθελε να αντικρίσει, είπε και πάτησε απαλά πάνω στις λέξεις προχωρώντας σε άλλα μήκη σωματικά. Παντού στάθηκε και προσευχήθηκε δίχως να μιλά, με το στόμα του αφοσιωμένο, προτού πιει από τα γλαυκά της μέλη. 

Ο ομιλητής έκανε ένα βήμα δεξιά, υποκλίθηκε ελαφριά, έλυσε την γραβάτα του και κατέβηκε. Μιλούσε είκοσι λεπτά τώρα και ειλικρινά αναρωτιόταν αν μπορούσε να θυμηθεί έστω μια λέξη. Ήταν φανερά κουρασμένος, όμως στο νου του είχε βαλθεί να αποδείξει την ύπαρξη φραγμών ηθικών, κανόνων καθωσπρεπισμού που επιβάλλονται στο προϊόν της τέχνης, το φιλτράρουν, μετατρέποντας όπως οι αλχημιστές κάθε ανθρώπινη επαφή σε μια μακριά, παρατεταμένη παύση, σαν ένα καθήκον που εννοείται, σαν φορτίο δυσβάσταχτο. Πριν και μετά τον έρωτα, έτσι χωρίζονται πια οι εποχές των ανθρώπων.   Μια δεσποινίς τον φίλησε τρυφερά και οι δυο τους φύγανε αγκαλιασμένοι. Κάποιος από το αντικριστό καφενείο στέκει και τους παρατηρεί και όλο φαντάζεται, όχι δίχως δαπάνη προσωπική, τους τρόπους των χεριών τους, τα γράμματα, τα φωνήεντα, την ώρα που πέφτουν οι έρωτες μες στα σαλόνια, σαν τις κουρτίνες στα  παράθυρα τα ορθάνοιχτα. Τα πάντα, γαλάζια.

Απόστολος Θηβαίος