Απόστολος Θηβαίος | Γαλάζια Αννετώ μου

© Robert Frank

Ιδείν, και κατανοήσαι και άψασθαι
Και δοκιμάσαι του έρωτος
Το σώμα,
Ναι,
Του έρωτος
Και της πικρής ζωής.

Θα μπορούσα να το περιγράψω σαν ένα ρομαντικό, πένθιμο δρομάκι. Όμως όχι, είναι πολλά περισσότερα. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος που επαναλαμβάνει καθημερινά την τροχιά του. Εργάτες, δικηγόροι, συνεργεία οδοποιίας, κορίτσια θελκτικά με κατακόκκινα σαν μήλα πρόσωπα, παράξενοι διαβάτες, ξένοι, φοιτητές, μες σε ένα καταιγισμό από φιλιά και παρεξηγήσεις και έρωτες εφήμερους. Μιλώ για το γαλάζιο μου στενό, για αυτό μιλώ.
Θα μπορούσα να πω τόσα πολλά περισσότερα μα έτσι θα αποκάλυπτα το πιο τρομερό από τα μυστικά αυτού του κόσμου.
Για αυτό τίποτε δεν λέω και αρκούμαι στην γαλάζια τεχνοτροπία που ανανεώνεται αιωνίως. Οι χαρακτήρες της είναι ότι μου απέμεινε. Πρόσωπα χαραγμένα από την μοίρα, με ρίζες βαθιές, εργάτες στα μεταλλεία της δικής τους μνήμης, στρατιώτες ενός πολέμου που χάθηκε. Μονάχα μάχες, μικρές και εφήμερες, απαλλαγμένες από κάθε δραματουργικό κανόνα, από κάθε υψηλό ιδανικό μένουν πια.
Μορφές αρχαγγελικές, σφυρηλατημένες στην Αθήνα, τα Σεπόλια, τα Πατήσια, την Ακαδημία του Πλάτωνος, σε νησιά που βουλιάζουν κάθε μέρα και περισσότερο μες στα επτά χαμένα τους στρώματα. Άνθρωποι αποφασισμένοι να μην παραδοθούν στον χρόνο, άνθρωποι που μια φορά και έναν καιρό την ζωή δάμασαν και τώρα με ένα θραύσμα της κρατιούνται ζωντανοί μες στο στημένο της παιχνίδι.
Πρόσωπα σαν τον γερό Ιορδάνη με τα Βουρλά βαθιά μες στα μάτια του, σαν την Αννετώ και την Όλγα και κάποια Ντόρα που ποτέ δεν ένιωσε στα αληθινά τι σόι πράγμα είναι αυτή η μοναξιά. Χαρακτήρες βγαλμένοι από δρώμενα λαϊκά, κιονόκρανα της πόλης που συγκρατούν ό,τι μας απέμεινε από τον παλιό, εκκωφαντικό εκείνο ουρανό. Ένας θίασος νεοελληνικός, ένα κουρασμένο μπαλέτο με μάτια τραγικά και ακρωτηριασμένα, έρημοι βωμοί μες στην θλιβερή μας εποποιία. Παλιοί φαντάροι, μητέρες που ήσαν μια φορά, θεοί ξεθεμελιωμένοι.
Περνούν και χάνονται από το γαλάζιο μου στενό, φορώντας διαφωτιστικά στρας και μια ανάπηρη καρδιά. Σαν σταματούν διαβάζουν την εφημερίδα που σταλάζει αίματα και έπειτα ξεχύνονται όπως η ζωή, η γεμάτη εντυπώσεις και παράξενα φαινόμενα. Η συναινετική ζωή εξακολουθεί να ξοδεύεται εκεί κάτω, πάντα αφηρημένη, πάντα εύπιστη και πάντα προδομένη.
Και αργότερα τους φαντάζομαι, εμπρός από το σκρίνιο με τις φτηνές πορσελάνες και τις φωτογραφίες των γερόντων, ντυμένους όλα τα χρόνια, βαθιά πίσω από τις βροχές που δεν γνώρισαν ποτέ ηλικίες.
Είναι τα πρόσωπα μιας αυλής, εκείνης των θαυμάτων που ζωγράφισε ο Ιάκωβος Καμπανέλης. Είναι η θητεία στην ζωή και οι ρόλοι οι πιο εμβληματικοί που ζωγραφίζουν εκείνη την παλιά ιστορία. Κάθε τους μέρα είναι παρμένη από τον θάνατο, κάθε τους αναλογία αναμετράται με την Ελλάδα ενός κάποιου καιρού. Πολύ αργότερα είναι αυτοί που θα σχηματίσουν τους κύκλους της σιωπής.
Τους δόθηκε ένα πρόσωπο και με αυτό διαβαίνουν το ποιητικό μου στενό, γεμάτοι κεραυνό και μαύρη λύπη.
Και ακούω τα άδυτα της ζωής μου που ριγούν, και βλέπω την ρυτίδα στα χέρια του ποιητή, στην καρδιά του ήρωα που γερνά. Με τον αχυρένιο τον έρωτα και μια παλιά σελήνη, να ξέρεις, μπορεί να κρατηθεί κάποτε η ζωή.

Απόστολος Θηβαίος