Απόστολος Θηβαίος | λ΄

© William Albert Allard

γαλαζωπές ιστορίες
από το φημισμένο μπαρ
«Rhapsody»
Στο φίλημα
Δυο δρόμων

Απέναντι από το γαλάζιο μου στενό λειτουργεί αδιαλείπτως το μπαρ «Rhapsody.» Διαθέτει μια παλιά βιτρίνα με σκαμπό για να ατενίζεις πίσω από το τζάμι το πλήθος που περνά και χάνεται και επιστρέφει. Και πεθαίνει. Θυμίζει ισπανικό ατελιέ, ας πούμε του 17ου αιώνα, ντυμένο με κόκκινο βελούδο στους τοίχους βυθισμένο στο ημίφως, σαν κατάστημα του έρωτος. Τα γκαρσόνια είναι ντυμένα με πάλλευκες ποδιές και παπιγιόν και στριφογυρίζουν ακατάπαυστα ικανοποιώντας τα γούστα της πελατείας. Το μαγαζί δουλεύει κυρίως με θαμώνες. Άλλωστε πρέπει κανείς να έχει συνηθίσει τον καπνό και τα λερωμένα καλύμματα και τα γκαρσόνια που γερνούν απαράλλαχτα μες στις πάλλευκες ποδιές τους. Πρέπει κανείς να έχει συνηθίσει το τζιν και τα σκληρά πρωινά, με πάγο ή χωρίς. Οι πελάτες επισκέπτονται το «Rhapsody» από τις έντεκα και μετά. Μπαίνουν πάντα λαμβάνοντας κάθε προφύλαξη, καθώς συνιστούν σεβάσμια πρόσωπα της κοινότητας. Ο δικαστής κύριος Τ., η σύζυγος του βιομηχάνου Α.Δ. , ο Μ. ο λογιστής με τα μανίκια του λερωμένα και τον νου του φορτωμένο με υπολογισμούς, προσθέσεις, νόμους και λογαριασμούς. Οι θαμώνες δεν μιλούν μεταξύ τους. Πίνουν το ένα ποτό μετά το άλλο και όσο καιρό διαρκεί η κατάνυξή τους ο κόσμος έξω παίρνει αναστολή. Άμα ξεχάσουν τους καημούς τους, σιγά, σαν να τ΄αρνούνται παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής για τα γραφεία, τα σπίτια, τα ιατρεία, τις φωλιές τις ερωτικές τους. Μα έχουν στο νου τους το ξημέρωμα, όταν από την αρχή θα μετράει ο χρόνος και όλοι τους θα γυρέψουν μια στάλα λήθη στο παλιό και αυθεντικό μπαρ «Rhapsody.» Εκεί δεν θα αγγίξει κανείς την αγιότητά τους που πνίγεται μες σε τρία δάχτυλα καλό ουίσκι. Και όταν πέσει στο νου τους εκείνη η υγρή ομίχλη, όλα θα έχουν φτιάξει και ο κόσμος θα έχει βρει τον δρόμο του. Οι θαμώνες θα βουλιάξουν μες στον εαυτό τους όσο παίζει διακριτικά, σχεδόν ανεπαίσθητα, η ίδια πάντα μπαλάντα. Αυτό το τραγούδι, έτσι όπως επαναλαμβάνεται φαντάζει ατέλειωτο. Μα αυτή είναι η ζωή εκεί απέναντι, στο μπαρ «Rhapsody» στην γωνιά της λεωφόρου, στο φίλημα δυο δρόμων. Τους κοιτάζω να μεθούν πίσω από το βρώμικο τζάμι και θαρρώ πως κάθε μέρα αποκτούν μια όψη πνευματικότερη. Σε όλο τον κόσμο χρωστούν με ενέχυρο τον εαυτό τους. Και αυτό τους συντρίβει.
Την συνήθεια στο μπαρ διέκοψε μια μέρα η απροειδοποίητη εμφάνιση ενός καινούριου πελάτη. Η αλήθεια είναι πως δεν τον είχα ξαναδεί σε τούτα τα μέρη. Φορούσε ένα παλιό τριμμένο κοστούμι και η γενειάδα του ήταν γεμάτη αλμύρα. Ο ήλιος είχε καψαλίσει το δέρμα του και έμοιαζε σαν τους ηθοποιούς των πλανόδιων θιάσων που διατρέχουν τις επαρχίες. Ράγισε τον υαλώδη αέρα που πάγωνε την πολιτεία και μπήκε στο μπαρ διστακτικός. Κανείς δεν γύρισε. Και όταν μίλησε, πάλι κανείς δεν μίλησε. Ανάμεσα σε εκείνους τους ανθρώπους είχε απλωθεί μια ολόκληρη θάλασσα, ανάμεσά τους ένα φράγμα όλα τα εμπόδιζε. Ο άγνωστος πλησίασε στην μπάρα, δυο τρεις τον άκουγαν με τα μάτια προσηλωμένα στ΄άδειο. Μονάχα όταν έσπρωξε το μπουκάλι του τζιν στα παλικάρια που είχαν ριζώσει πίσω από το τζάμι, μονάχα τότε οι άλλοι γυρίσανε και τον κοίταξαν. Ένας έβαλε το χέρι στην καρδιά του, δηλώνοντας ευγνωμοσύνη. Έπειτα όλοι τους παρατάχθηκαν πίσω από το ολοκαίνουριο μπουκάλι του τζιν που όλο και λιγόστευε. Ακόμη του δείξανε μια πόρτα στο βάθος του μαγαζιού.
Εκεί θα βρεις ότι γυρεύεις. Ο άγνωστος με τα κοχύλια στην πλάτη του καρφιτσωμένα, προχώρησε. Μα πριν από αυτό κέρασε εκείνα τα παλικάρια ένα ακόμη μπουκάλι τζιν. Όλοι τους τον χειροκρότησαν, λες και ήθελαν να του δώσουν κουράγιο για εκείνο που θα συναντήσει πίσω από την πόρτα, στο βάθος του μαγαζιού. Γύρισε πίσω και κοίταξε τα διάφανα τους πρόσωπα. Το φως του μεσημεριού τα έκανε όλα κομμάτια, ανθρώπους, σπίτια, αυτοκίνητα, λεωφόρους, τίποτε δεν απέμεινε. Και εκεί μες στα αρνητικά των καινούριων του φίλων, έφερε στο νου το σπίτι του. Ο καιρός έπεσε σαν μολύβι στις πλάτες του και ένας ολόκληρος κόσμος έσβησε για πάντα.
Άνοιξε την πόρτα, το φως ξεσήκωνε το πρώτο στρώμα της ζωής Δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αλήθεια. Κουλουριασμένη στο βάθος εκείνης της εσοχής η μητέρα, με μια αίσθηση ανείπωτης δίψας. Τα χείλη της ήταν λευκά, χαραγμένα θαρρείς με το μαχαίρι. Είχε τον κόσμο της σκεπασμένο με κατάμαυρο λουστρίνι, έτσι την έλεγε την νύχτα. Άγγιξε το πρόσωπό του με τα ακροδάχτυλά της. Είπε μερικές προσευχές για καλό κατευόδιο και έπεσε στα κλάματα και τις φθορές.
Μάνα, κατόρθωσε και είπε. Στο μεταξύ οι θαμώνες στην βιτρίνα είχαν παλιώσει και τα γκαρσόνια βαλσαμωμένα θα κρατούσαν τον δίσκο τους αιώνια. Η πορφύρα από το βελούδο είχε κυριεύσει τους τοίχους και όλα θύμιζαν το όνειρο που θυμόμαστε καλύτερα από κάθε τι άλλο. Όλα τα σπάραξε το κόκκινο βελούδο, φωτιστικά και πρόσωπα και περγαμηνές και ακόμη το μέσα δέρμα του «Rhapsody.»
Επανέλαβε, μάνα μα εκείνη του έγνεψε πως δεν ακούει. Έξω η νύχτα που έπεφτε σαν καταιγίδα ηλεκτρική, με φόνους και μυστήρια και δοξασίες για εραστές που δεν ζουν πια εδώ.
Όταν βγήκε από εκείνο το δωμάτιο το μπαρ ήταν έρημο και τα φώτα του σβησμένα. Ένας άνδρας ντυμένος χορευτής και ένα κορίτσι ντυμένο τα μάγια του κόσμου αγαπιόντουσαν παθιασμένα. Αν δεν ήταν όλα σταχτιά θα έλεγα πως εκείνο το κορίτσι φέρνει πολύ στην Τζένη από την σκηνή του χαμαιτυπείου στην δεύτερη πράξη μιας όπερας μα αδιευκρίνιστο ακόμη τίτλο. Πλησίασε, κατάλαβε πως είχαν περάσει τα χρόνια. Το ζευγάρι παραμέρισε και έπεσε ξανά στους έρωτες.
Αν πάρεις τον δρόμο στα ανατολικά θα σε βγάλει στο λιμάνι. Σε περιμένουν οι φίλοι σου του είπε το κορίτσι με την κορδέλα Μις Αλαμπάμα, όλο γράμματα χρυσά, καλλιγραφικά περασμένη χιαστί, σαν τελαμώνα. Μια σφαίρα των πενήντα millimeter είχε κόψει τα μακρόσυρτα νιάτα. Αν μείνεις λίγο ακόμη θα ξεχάσεις τα πάντα. Έσκυψε και με φίλησε και στ΄απλό της φύσημα το μπαρ «Rhapsody» έγινε συντρίμμια.
Κάτω στο λιμάνι οι σύντροφοί του έκλαιγαν και φώναζαν. Πάει χαθήκαμε, δεν θα την ξαναδώ ποτέ, σκοτώστε τον θεοί. Μα σαν τον ξεχώρισαν μες στο αγοραίο το πλήθος λύσανε τα πανιά και γελάσανε από ευτυχία. Ο άνεμος φύσηξε και ο θίασος πέρασε στην άλλη όχθη του καθρέφτη.
Ποιους συνάντησες εκεί, ρώτησε κάποιος νεαρός.
Τους παλιούς φίλους, απάντησε δίχως να πάρει το βλέμμα του από την μακρυσμένη βιτρίνα του μπαρ «Rhapsody» που ανάβει τα πλευρικά του και βγαίνει νύχτες ολόκληρες, στα ανοιχτά της πόλης.
Ώστε το μπαρ ήταν αληθινό και οι θαμώνες του γκρεμισμένοι και εκείνος ο άγνωστος, κάποιος ταξιδιώτης που ΄χει κουραστεί από την μακριά πορεία. Κάποιος μάντεψε την ώρα που περνούσαν το ακρωτήρι. Τώρα πια το μπαρ είχε σβηστεί και οι παλιοί φίλοι έθαβαν τα χρόνια κάτω από την σκόνη. Φοβήθηκα πως ίσως ξεχάσω κάποτε και εγώ. Με μια κιμωλία στο πλακόστρωτο ζωγράφισα τα πρόσωπα των παλιών μου φίλων.

Απόστολος Θηβαίος