Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος | Δημήτρης Τανούδης | Ο Μωβ Σκίουρος

«Περί αγάπης»

 […] Φαίνεται ότι είχα απορροφηθεί αρκετά απ’ τις παιδικές μου αναμνήσεις, γιατί άργησα να αντιληφθώ το φως που έλαμπε λίγα βήματα πιο πέρα, ανάμεσα στις φυλλωσιές. Μόλις συνειδητοποίησα την εικόνα άρχισα να ξεχωρίζω και τις φωνές. Άνθρωποι μιλούσαν χαμηλά, σαν έτσι να έκρυβαν κάτι που το ήθελαν μόνο δικό τους.

Προχώρησα με αργά βήματα, αποφεύγοντας ρίζες και φύλλα, ώσπου τους είδα καθαρά. Ήταν απλώς δύο γυναίκες και τρεις άντρες. Είχαν ανάψει φωτιά, στέκονταν γύρω της και ψιθύριζαν. Τίποτα δεν φαινόταν ανησυχητικό. Έτσι μάλιστα όπως ο ένας υπαγόρευε τα λόγια στους άλλους, έμοιαζαν με μια παιδαγωγική ομάδα που είχε υπνοβατήσει. Ίσως, σκεφτόμουν, να ήταν κάποια λειτουργία του μύθου. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν μιλούσαν για τη δημιουργία του κόσμου ή για το τέλος του. Θα μπορούσαν βέβαια να μιλούν και για τους βαρβάρους.

Τους είδα να σφάζουν έναν τράγο. Το στίγμα λαμπύρισε στο μάτι του ζώου καθώς οι άνθρωποι το πετσόκοβαν, ξορκίζοντας μάλλον έτσι όσα έπρεπε να ξορκίσουν. Έκανα μεταβολή και απομακρύνθηκα. Κοίταξα για λίγο το φεγγάρι και μετά έκλεισα τα μάτια. Ήξερα με κάθε λεπτομέρεια όσα θα επακολουθούσαν.

Όταν θα έμπαινα στον κοιτώνα, η Ζέλντα δεν θα ήταν εκεί. Θα καθόμουν στο κρεβάτι και θα την περίμενα με αγωνία, ώσπου η πόρτα θα άνοιγε κι εκείνη θα έμπαινε στο λουτρό, ενώ η καρδιά μου θα χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Θα την έβλεπα να πλησιάζει, ιδρωμένη, ζαλισμένη απ’ το κρασί. Θα στεκόταν μπροστά μου και θα μου έδινε ένα λευκό πανί. Θα της σκούπιζα μ’ αυτό το πρόσωπο. Θα έβγαζε έξω τη γλώσσα κι εγώ θα καθάριζα κι αυτό το κομμάτι του σώματός της. Θα μου έδειχνε ένα ακόμα σημείο, εκεί όπου το μάγουλο ενώνεται με τη μύτη, ενώ εγώ θα άρχιζα να σκέφτομαι ότι τα υγρά μπορεί να μην προέρχονταν από έναν μόνο άντρα. Ύστερα, μόλις θα καταλάβαινε ότι η στύση μου είναι αδύναμη, θα μου πρότεινε να τη σοδομίσω. Έτσι ο ελάχιστος όγκος μου θα μπορούσε να της προκαλέσει έναν πόνο, κάποιον πόνο, ένα πραγματικό ερέθισμα. Ούτε αυτό όμως θα ήταν εφικτό. Και τότε η Ζέλντα θα πήγαινε στο ερμάριο και θα επέστρεφε με τη λεκάνη της τυλιγμένη από εκείνο το δερμάτινο λουρί, στο κέντρο του οποίου εξέχει μια χοντρή ράβδος από καουτσούκ. Θα έτριβε τη ράβδο στο πανί λίγο προτού τη σπρώξει στην οπή μου. Τα λόγια της θα ήταν τρυφερά καθώς θα μου ταρακουνούσε το κεφάλι. Θα είχαν ακριβώς την τρυφερότητα που νιώθουν οι άνθρωποι όταν ξορκίζουν την ανία και τη δυστυχία τους μ’ έναν τρόπο που θεωρούν ξεχωριστό, έναν τρόπο που τους κρατάει δεμένους και που πλησιάζει αρκετά κοντά στην αγάπη, έστω για λίγες στιγμές. Θα την άκουγα να έρχεται σε οργασμό ενώ θα κρατιόμουν σφιχτά απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού. Κι ύστερα θα πήγαινα στο ερμάριο για να βρω τον καπνό που μου προμήθευε ο Σίφερ. Λίγες εισπνοές θα μας μούδιαζαν αρκετά για να μας πάρει ο ύπνος.

Θα ξυπνούσα. Θα έμπαινα στο λουτρό, θα φορούσα τον χιτώνα και θα άρπαζα το ρόφημα με τα άγρια βότανα. Το σώμα μου θα αντιστεκόταν και θα με ανάγκαζε να ξεκινήσω τον καθημερινό μου διάλογο μαζί του. Θα έφτανα αργοπορημένος στην αίθουσα και θα υπέμενα τις αγορεύσεις, ώσπου να ακουστεί το σήμαντρο. Θα έβγαινα τότε στον διάδρομο και θα έβλεπα τον Ζέλιγκ να με περιμένει. «Ψάχνετε έναν τρόπο για να εκπληρώσετε τις επιθυμίες σας» θα του έλεγα. «Όλοι όμως ψάχνουμε αυτό τον τρόπο, όλοι ζούμε για τις επιθυμίες μας. Κι ωστόσο, έχετε ποτέ την αίσθηση ότι οι επιθυμίες μας είναι απλώς ένα παιχνίδι; Θέλω να πω, κάτι που του λείπει η ουσία, κάπως σαν απ’ όλες τις επιθυμίες μας να απουσιάζει η αληθινή μας επιθυμία».

Ο Ζέλιγκ θα σούφρωνε παραξενεμένος το στόμα. «Στεκόμαστε εδώ», θα έλεγα, «και μας κατακλύζει η ενέργεια του κόσμου. Ο κόσμος φέρνει επιθυμίες και εμείς τις διοχετεύουμε μεταξύ μας. Πώς όμως να ξέρουμε αν είναι αληθινές; Πώς να ξέρουμε εάν δεν είναι μόνο ένα παιχνίδι; Εκτός βέβαια απ’ όταν ο κόσμος φέρνει την ίδια επιθυμία σε δύο ανθρώπους, την αμοιβαία και σπάνια αυτή ενέργεια που είναι η αγάπη».

 

Απόσπασμα από τις σελίδες: 76,77,78

Δημήτρης Τανούδης - Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος – Ο Μωβ Σκίουρος, 2021