Απόστολος Θηβαίος | Seconda possibilità

© Werner Bischof

Των στίχων
Είναι τα άστρα
Τάφοι,
Παραφράζοντας
Τον
Σπυρίδωνα Βασιλειάδη
Κληροδότη της
Αθηναϊκής σχολής


Να μια ιστορία μαζί παράξενη και σκοτεινή. Δεν πρόκειται για κάποιο διαμάντι λογοτεχνικό, όχι μην πιστέψετε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ξεχωριστή στιγμή της τέχνης που θα σωθεί μες στους αιώνες. Για την ακρίβεια πρόκειται για μια δειλή, παράδοξη ιστορία που τολμά και που ελάχιστα σημάδια θα αφήσει στην τέχνη που υπηρετεί. Μα, το δίχως άλλο, ας περάσουμε στην αφήγηση. Ήδη φαντάζομαι τον πρωινό αναγνώστη βαλμένο στην γωνιά του βαγονιού του να αισθάνεται την κόπωση ως το μεδούλι της ύπαρξής του. Έχει δίκιο και εγώ απολογούμαι, πρωτίστως επειδή ότι θα ακολουθήσει ελάχιστη σχέση διατηρεί με τα εξαίσια δείγματα του παρελθόντος που άφησαν να πλανώνται τομείς, όπως η ταξιδιωτική λογοτεχνία και ο σουρεαλισμός.

«Η Μπεά κλείδωσε την πόρτα, κατέβασε τα στόρια, πνιγμένη μες στο σκοτάδι φωτίστηκε εξαίσια μες στην έκτακτη λάμψη του ασθενοφόρου που παλεύει για την ζωή. Έπειτα ήρθε ο Ζαν με την μοτοσικλέτα του και οι δυο τους έγιναν τα άστρα που ομορφαίνουν την πόλη. Σε λίγες ώρες πρόκειται να χωρίσουν μες σε φριχτές κατηγορίες μα ετούτη εδώ είναι μια άλλη ιστορία και ο τρόπος που μια αγάπη τελειώνει ουδόλως αφορά αυτά που έχω να σας πω. Οι δυο τους χάθηκαν λοιπόν όπως ακριβώς το λέει εκείνο το ποίημα κάποιου εκπροσώπου της λεγόμενης αθηναϊκής σχολής. Όπως αύρα φαιδρά, ναι ακριβώς έτσι οι δυο τους λησμονήθηκαν, θύματα της μεγάλης πυρκαγιάς που φιλοτέχνησε ο Piero di Cosimo πριν από αιώνες. Μα από έρωτα.

Και έτσι το βιβλιοπωλείο της Μπεά απέμεινε ολομόναχο, σαν κάθε βράδυ. Οι περαστικοί λιγόστεψαν, τα φώτα τρεμόσβησαν, τα αυτοκίνητα χάθηκαν και όλα τέλειωσαν. Μα μες στο μαγαζί της Μπεά που απόψε χωρίζει για πάντα με τον Ζαν συμβαίνουν αλλόκοτα πράγματα, γεγονότα που αν μη τι άλλο θα μπορούσαν να καταχωρηθούν στο μεγάλο βιβλίο των θαυμάτων. Μες στο σκοτάδι ένα από τα βαριά μυθιστορήματα – θυμάμαι, εκείνος που μου αφηγήθηκε τούτη την ιστορία το απέδιδε στον Φώκνερ – έπεσε με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα. Το ακολούθησαν μερικές νουβέλες, ένα φωτογραφικό λεύκωμα, μια ιστορική μονογραφία. Η ποίηση έπεσε τελευταία, σαν κάστρο ή σαν προπύργιο ενός ολόκληρου κόσμου. Οι στίχοι χύθηκαν σαν νερό πάνω στο παρκέ, τα φώτα αναβόσβησαν, δυο εκτενείς βιογραφίες έσπευσαν κοντά της, μαζεύοντας με δυσκολία τους στίχους που παίζουν σαν παιδιά. Μια ιστορική μονογραφία, πήρε τον λόγο και έσκισε την σιωπή του μαγαζιού της Μπεά. «Περνιέστε για σπουδαίοι, και όμως σήμερα μόνο με ξεφύλλισαν καμιά δεκαριά άτομα. Πιθανότατα τρόμαξαν με την ρεαλιστική αναπαράσταση των γεγονότων, τις ημερομηνίες και με εγκατέλειψαν. Μα εγώ, το είδα στα μάτια τους πως είχαν πειστεί για την αξία μου.»

Ένα αφήγημα κάπως διστακτικά απάντησε. «Η ιστορία διαθέτει σπάνια γοητεία, και όμως δεν περιέχει τίποτε το αφάνταστο, λυπάμαι.» Το μυθιστόρημα χειροκρότησε την μονογραφία που εξέλαβε αυτήν την επιδοκιμασία μάλλον σαν όνειρο, τίποτε λιγότερο. Οι νουβέλες πλησίασαν το μυθιστόρημα και βάλθηκαν να αγγίζουν το chamois χαρτί του, το ανάγλυφο κορίτσι στο εξώφυλλο, τις λεπτομέρειες του εσωτερικού, όπως ας πούμε, το πρώτο, εκείνο καλλιγραφικό γράμμα στην εισαγωγή κάθε κεφαλαίου. Η ποίηση δεν μιλούσε, παρέμενε εκεί περιφρονημένη και αβοήθητη μες στο νυχτόραμα του μαγαζιού που δεν έχει σε τίποτε να ζηλέψει κάθε νύχτα από την νύχτα της Αμβέρσας.

Ένα ογκωδέστατο βιβλίο με παραλογές και τραγούδια δημοτικά προσγειώθηκε στο πάτωμα σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Το μυθιστόρημα φοβήθηκε πως τα τραγούδια θα του πάρουν τα αυτιά και έκλεισε ενοχλημένο τις σελίδες του. Τα τραγούδια πήγαν και στάθηκαν πλάι στην ποίηση, μάζεψαν σε μια άκρη τους στίχους που είχαν δραπετεύσει, χάιδεψαν τα μεταξένια, μεταφορικά μαλλιά της. Τι δόξα πικρή εκείνα τα τραγούδια, τι τέλος φριχτό που έχουν τα ποιήματα, τι θερμός που είναι ο εραστής της Μπεά, στα αλήθεια δεν το φανταζόταν κανείς πως οι δυο τους μπορεί και να -θε μου! – να χωρίσουν, τι παράξενες οι κλίμακες του Satie. Με τον καιρό όλα τα βιβλία έπεσαν από τα ράφια τους, πήραν να σέρνουν τις σελίδες τους τριγύρω, γνωρίζονταν μεταξύ τους. Τι χρυσή ευκαιρία για τις αυτοτελείς ιστορίες, όσες συμπεριελήφθησαν πρόσφατα στο υλικό του μαγαζιού και δεν γνώριζαν κανέναν και τίποτε. Κοιτούσαν με δέος το μυθιστόρημα που ΄χε μια όψη Αμερικάνου σταρ και σκόρπαγε παντού κύματα έκστασης και γοητευτικά στα αλήθεια αιφνιδίαζε τα άλλα βιβλία. Στο μαγαζί γινόταν χαλασμός και οι περαστικοί θα αργήσουν ακόμη να φανούν. «Αν αύριο κάποιος με αγοράσει, μην με ξεχάσετε, μήτε να πείτε πως δεν με αγαπήσατε πολύ. Επειδή θα ήταν ψέμα, έτσι δεν είναι;»

Η ποίηση που είχε πια μαζέψει τα κομμάτια της τίποτε δεν είπε, δεν αποκρίθηκε. Μόνο πήρε να τρέμει λίγο λίγο και ήρθε μια ώρα που ΄χε ολότελα λησμονήσει τον εαυτό της. Πρόλαβε μονάχα να πει, «αν κανείς γυρεύει να περάσει μια όμορφη νύχτα μπορώ να ανοίξω τα φύλλα μου, μπορώ να σας δείξω την καρδιά μου.» Τίποτε δεν ακουγόταν, θαρρείς και γκρεμίστηκε εκείνη η άλλη πλευρά που προσδίδει στα πράγματα την αίσθηση του αλλόκοτου. Το μυθιστόρημα κοίταξε την ποίηση με σκεπτικισμό, μια φιλοσοφική μελέτη πήρε θέση καθώς είθισται, το δοκίμιο μιλούσε στον καθρέφτη και ελάχιστα νοιαζόταν για τον μικρό χαμό του μαγαζιού. Ενώ ένα παιδικό βιβλίο μετεωριζόταν ήδη στην ατμόσφαιρα μαζί με το μπαλόνι του εξωφύλλου που διαθέτει άλικο χρώμα και μια ιδέα από ολόχρυσα αστέρια. «Είσαι μια του δρόμου!», απάντησε θυμωμένα το μυθιστόρημα, ενώ μια άλλη μονογραφία γύρισε το οπισθόφυλλό της, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο μια αίσθηση δυσαρέσκειας και αποτροπιασμού, ναι καλά διαβάσατε, αποτροπιασμού. Μια νουβέλα πλησίασε και άρχισε να σκίζει τις σελίδες των στίχων. «Δεν σου αξίζει να βρίσκεσαι εδώ!» και το εξώφυλλο να μοιράζεται για αντίδωρο στους ανέμους και τα γράμματα του τίτλου να φέγγουν αδέσποτα.  Ως το πρωί τίποτε δεν είχε απομείνει, μόνο κάτι τυχαίες αναφορές που περιέσωσε από την κακή τους τύχη η συλλογή με τα τραγούδια.

 Το μακιγιάζ της Μπεά θα έχει στο μεταξύ γκρεμιστεί πια και η ίδια θα δονείται από την αίσθηση της στιγμής και τα εξαίσια δείγματα της πιο ερωτικής από τις τέχνες.

Η Μπεά έφτασε μόνη σήμερα. Ήρθε με το βαρύ, νυσταγμένο λεωφορείο που ταξιδεύει την ίδια γραμμή σαράντα και βάλε χειμώνες τώρα. Η Μπεά είναι μια σωστή κούκλα, μια ζαχαρένια κούκλα με το κοντό παλτουδάκι και τα γάντια και την βαλίτσα της που θαρρείς πως αν την ανοίξεις θα βρεις μέσα μαρτυρίες και χρονικά του Cornell. Σάστισε, ένα βαρύ μυθιστόρημα του Φώκνερ που βρώμαγε ποτό έχασκε με ορθάνοιχτες τις σελίδες του. Είχε απομείνει – τυχαία, ποιος ξέρει;- σε μια ειδυλλιακή περιγραφή της όχθης του ποταμού, μπολιασμένη με την σκληρή ανθρωπιά του νότου. Μια μονογραφία είχε χαθεί, εκεί εμπρός στα μάτια της Μπεά. Ίσως αγάπησε πολύ κάποιο από τα τραγούδια και τώρα τριγυρνά με στίχους πλεκτούς και ομοιοκαταληξίες σε μια αλλιώτικη σφαίρα.

Μόνο με την ποίηση κάπως ταράχτηκε. Έβαλε πρόχειρα τις σελίδες που είχαν δραπετεύσει και καταχώνιασε το λεπτό εγχειρίδιο στο επάνω ράφι. Εκεί κανείς δεν θα το βρει, κανείς. Κοίταξε τον Ζαν που είχε καρφώσει μετανιωμένος το πρόσωπό του στην βιτρίνα. Του έγνεψε «αργότερα, έλα αργότερα» και το χαμόγελό του άνθισε ξανά. Δεν ήταν πια εκείνο το μοναχικό παιδί στην όχθη μιας πόλης. Στο μεταξύ η Μπεά συνέχισε την δουλειά της, ο κόσμος συνέχισε να ψωνίζει τα βιβλία του, τα τροχοφόρα συνέχισαν να περνούν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Τίποτε δεν άλλαξε, μονάχα η Μπεά προσέθεσε μες στην ρίζα της ησυχίας την φωνή της που έλεγε, «φτωχή μου ποίηση, σε κάνανε κομμάτια.»

Τα τραγούδια τήρησαν ενός λεπτού σιγή και ένας λεπτός φόβος, που σχετίζεται με την λήθη όλα τα κυρίευσε. Ώστε ήταν ψέμα, ψέμα, ψέμα όσα μου ΄πε εκείνη η βιβλιοθηκονόμος με τα λεπτά χείλη και την αναγεννησιακή ματιά, πως τάχα τα βιβλία έχουν κάποτε μια δεύτερη ζωή. Η Μπεά αγάπησε τον Ζαν περισσότερο, ο Φώκνερ σάλεψε μες στο κιβούρι του, οι ποιητές γίναν ακρόπρωρα και χάθηκαν από την γειτονιά εκείνη.»

 Αυτό είναι όλο. Μια ιστορία φθόνου, επειδή τα ποιήματα ποτέ δεν γερνούν, λέει.

Απόστολος Θηβαίος