Federico García Lorca | Χίμαιρα | Μετάφραση: Ηλίας Οικονομόπουλος

Federico García Lorca

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
ΕΝΡΙΚΕ
ΓΕΡΟΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ
ΑΓΟΡΑΚΙ
Φωνές

Πόρτα.

ΕΝΡΙΚΕ – Αντίο.
ΕΞΙ ΦΩΝΕΣ – (Από μέσα.) Αντίο.
ΕΝΡΙΚΕ – Θα ’μαι πολύ καιρό στα βουνά.
ΦΩΝΗ – Έναν σκίουρο.
ΕΝΡΙΚΕ – Ναι, έναν σκίουρο για σένα κι ακόμη πέντε πουλιά που μέχρι τώρα δεν τα ’χε κανένα παιδάκι.
ΦΩΝΗ- Όχι, εγώ θέλω μια σαύρα.
ΦΩΝΗ – Κι εγώ έναν τυφλοπόντικα.
ΕΝΡΙΚΕ – Είσαστε πολύ ξεχωριστά παιδιά. Θα κάνω τα θελήματα όλων σας.
ΓΕΡΟΣ- Πολύ ξεχωριστά.
ΕΝΡΙΚΕ – Τι λες;
ΓΕΡΟΣ – Μπορώ να σου κουβαλήσω τις βαλίτσες;
ΕΝΡΙΚΕ – Όχι.

(Ακούγονται γέλια παιδιών.)

 
ΓΕΡΟΣ – Είναι παιδιά σου;
ΕΝΡΙΚΕ – Και τα έξι.
ΓΕΡΟΣ – Εγώ ξέρω εδώ και πολύ καιρό τη μάνα τους, τη γυναίκα σου. Δούλευα αμαξάς στο σπίτι τους· αν και για να σου πω την αλήθεια, τώρα είμαι καλύτερα σαν ζητιάνος. Τ’ άλογα, χα, χα, χα! Κανένας δεν ξέρει τον φόβο που μου προκαλούνε τ’ άλογα. Φωτιά να πέσει να τα κάψει. Είναι πολύ δύσκολο να οδηγείς άμαξα. Ω, είναι τόσο δύσκολο! Αν δεν φοβάσαι, δεν καταλαβαίνεις, κι αν καταλαβαίνεις, δεν φοβάσαι. Καταραμένα να ’ναι τ’ άλογα!
ΕΝΡΙΚΕ – (Σηκώνοντας τις βαλίτσες.) Άσε εμένα.
ΓΕΡΟΣ – Όχι, όχι. Εγώ, για λίγες δεκαρούλες, για ό,τι έχεις, θα στις κουβαλήσω. Η γυναίκα σου θα σ’ ευγνωμονεί. Αυτή δεν φοβόταν τ’ άλογα. Είναι τυχερή αυτή.
ΕΝΡΙΚΕ – Πάμε γρήγορα. Πρέπει να πάρω το τραίνο των έξι.
ΓΕΡΟΣ – Α, το τραίνο! Άλλο πράμα αυτό. Το τραίνο δεν είναι τίποτα. Κι εκατό χρονών να έφτανα, δεν θα το φοβόμουν το τραίνο. Το τραίνο δεν είναι ζωντανό. Περνάει κι αυτό ήταν, πέρασε. Αλλά τ’ άλογα… Κοίτα.
ΓΥΝΑΙΚΑ – (Στο παράθυρο.) Ενρίκε μου. Ενρίκε. Μην ξεχάσεις να μου γράψεις. Μη με λησμονήσεις.
ΓΕΡΟΣ – Α, το κορίτσι! (Γελάει.) Θυμάσαι πώς πήδαγε τη μάντρα, πώς σκαρφάλωνε στα δέντρα μόνο και μόνο για να σε δει;
ΓΥΝΑΙΚΑ – Θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω.
ΕΝΡΙΚΕ – Κι εγώ.
ΓΥΝΑΙΚΑ – Θα σε περιμένω. Αντίο.
ΕΝΡΙΚΕ – Αντίο.
ΓΕΡΟΣ – Μη στεναχωριέσαι. Γυναίκα σου είναι και σ’ αγαπάει. Κι εσύ την αγαπάς. Μη στεναχωριέσαι.
ΕΝΡΙΚΕ – Αλήθεια είναι, αλλά με βαραίνει αυτός ο χωρισμός.
ΓΕΡΟΣ – Άλλα είναι τα χειρότερα. Χειρότερο είναι να προχωράνε όλα και να κοιμάται το ποτάμι. Χειρότερο είναι να ’ρθει κυκλώνας.
ΕΝΡΙΚΕ – Δεν έχω όρεξη γι’ αστεία. Πάντα είσαι έτσι.
ΓΕΡΟΣ – Χαχαχα! Όλος ο κόσμος, και πρώτος εσύ, πιστεύετε ότι το χειρότερο σ’ έναν κυκλώνα είναι οι καταστροφές που προκαλεί, ενώ εγώ πιστεύω ακριβώς το αντίθετο. Το χειρότερο σ’ έναν κυκλώνα…
ΕΝΡΙΚΕ – (Εκνευρισμένος.) Πάμε. Από στιγμή σε στιγμή θα είναι έξι.
ΓΕΡΟΣ – Κι η θάλασσα;… Στη θάλασσα…
ΕΝΡΙΚΕ – (Οργισμένος.) Πάμε, είπα.
ΓΕΡΟΣ – Μήπως ξέχασες τίποτα;
ΕΝΡΙΚΕ – Όλα τα ’χω κανονισμένα στην εντέλεια. Κι επιπλέον, εσένα τι σε νοιάζει; Το χειρότερο στον κόσμο είναι ένας υπηρέτης γέρος, ένας ζητιάνος.
1η ΦΩΝΗ – Μπαμπά.
2η ΦΩΝΗ – Μπαμπά.
3η ΦΩΝΗ – Μπαμπά.
4η ΦΩΝΗ – Μπαμπά.
5η ΦΩΝΗ – Μπαμπά.
6η ΦΩΝΗ – Μπαμπά.
ΓΕΡΟΣ – Τα παιδιά σου.
ΕΝΡΙΚΕ – Τα παιδιά μου.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ – (Στην πόρτα.) Εγώ δεν θέλω τον σκίουρο. Αν μου φέρεις τον σκίουρο δεν θα σ’ αγαπάω. Μη μου φέρεις τον σκίουρο. Δεν τον θέλω.
ΦΩΝΗ – Ούτε εγώ τη σαύρα.
ΦΩΝΗ – Ούτε εγώ τον τυφλοπόντικα.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ – Θέλουμε να μας φέρεις μια συλλογή από ορυκτά.
ΦΩΝΗ – Όχι, όχι, εγώ θέλω τον τυφλοπόντικά μου.
ΦΩΝΗ – Όχι, ο τυφλοπόντικας είναι για μένα…

(Τσακώνονται.)

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ – (Μπαίνοντας.) Αλλά τώρα ο τυφλοπόντικας θα ’ναι για μένα.
ΕΝΡΙΚΕ – Φτάνει! Θα μείνετε ευχαριστημένα!
ΓΕΡΟΣ – Είπες πως είναι πολύ ξεχωριστά.
ΕΝΡΙΚΕ – Ναι, πολύ ξεχωριστά. Ευτυχώς.
ΓΕΡΟΣ.- Πώς είπες;
ΕΝΡΙΚΕ.- (Δυνατά.) Ευτυχώς.
ΓΕΡΟΣ.- (Λυπημένος.) Ευτυχώς.

 
(Φεύγουν.)

ΓΥΝΑΙΚΑ – (Στο παράθυρο.) Αντίο.
ΦΩΝΗ – Αντίο.
ΓΥΝΑΙΚΑ – Να γυρίσεις γρήγορα.
ΦΩΝΗ – (Από μακριά.) Γρήγορα.
ΓΥΝΑΙΚΑ – Θα σκεπάζεται καλά το βράδυ. Κουβαλάει τέσσερις κουβέρτες. Όμως εγώ θα είμαι στο κρεβάτι μοναχή. Θα κρυώνω. Έχει υπέροχα μάτια· όμως αυτό που αγαπάω εγώ είναι η δύναμή του. (Γδύνεται.) Με πονάει λίγο η πλάτη. Αχ, να μπορούσε να με περιφρονήσει! Θέλω να με περιφρονεί… και να μ’ αγαπάει. Θέλω να το βάζω στα πόδια και να με προφταίνει. Θέλω να με φλογίζει… να με φλογίζει. (Δυνατά.) Αντίο, αντίο… Ενρίκε. Ενρίκε… Σ’ αγαπάω. Σε βλέπω μικρό. Πηδάς ανάμεσα σε βράχια. Μικρό. Τώρα θα μπορούσα να σε καταπιώ σαν να ’σουνα ένα κουμπί. Θα μπορούσα να σε καταπιώ, Ενρίκε…
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ – Μαμά.
ΓΥΝΑΙΚΑ – Μη βγαίνεις. Έχει σηκωθεί κρύος αέρας. Είπα όχι! (Μπαίνει.)

 
(Το φως χάνεται από τη σκηνή.)

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ – (Γρήγορα.) Μπαμπάαα! Μπαμπάαα! Να μου φέρεις τον σκίουρο. Δεν θέλω τα ορυκτά. Τα ορυκτά θα μου σπάσουν τα νύχια. Μπαμπάαα.
ΑΓΟΡΑΚΙ – (Στην πόρτα.) Δεν-σε-α-κού-ει. Δεν-σε-α-κού-ει. Δεν-σε-α-κού-ει.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ.- Μπαμπά, θέλω τον σκίουρο. (Ξεσπώντας σε κλάματα.) Θέ μου! Εγώ θέλω τον σκίουρο!

 


Ο Ηλίας Οικονομόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Έχει σπουδάσει Ισπανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, μεταπτυχιακό στην καταλανική, γαλικιανή και βασκική λογοτεχνία, και είναι διδάκτωρ μεσαιωνικής καταλανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Alicante. Ασχολείται με τη διδασκαλία και μετάφραση ισπανικών, πορτογαλικών, καταλανικών και αγγλικών, και έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις του στην Ισπανία, όπου πρόκειται σύντομα να εκδοθεί ένα βιβλίο του. Κατά καιρούς ασχολείται με την επιμέλεια βιβλίων και άρθρων στα ελληνικά και τα ισπανικά. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί κατά το παρελθόν σε περιοδικά και ιστοσελίδες. Αγαπημένες του ασχολίες το ερασιτεχνικό θέατρο και το σκάκι (προπονεί μαθητές από το 1997).