Νίκος Παπαδόπουλος | Επιστολή

© Νικόλας Περδικάρης

Του γράφει Αγαπημένε μου Γιώργο, δεν είναι αυτό το γράμμα που ήθελα να σου γράψω, σταματάει, δεν ξέρει πώς να συνεχίσει. Δεν ξέρω πώς να συνεχίσω για να σου πω αυτό, πως ήρθε το τέλος και τίποτε δεν μπορεί να μας ενώνει πλέον. Σκουπίζει τα μάτια της και πρέπει να τελειώνουμε με αυτή τη φθορά, να τελειώνουμε αυτό που άρχισε τη μέρα που δεν κατάφερες να πάρεις τα μάτια σου από την γυμνή γάμπα της που στηριζόταν πάνω στο γόνατο του άλλου ποδιού, ταλαντευόταν νευρικά και σε έφτασε να βρίσκεις ένα σωρό ψέματα για να είσαι μαζί της. Σηκώνει τα μαλλιά από το μέτωπο, εστιάζει στο γραφτό, συνεχίζει να του λέει για εκείνη τη βραδιά που σου χτύπησα το τζάμι στο ακινητοποιημένο αυτοκίνητο, σε είκοσι πόντους νερό και σου ζήτησα να με αφήσεις να μπω μέχρι να περάσει η μπόρα, να μη βρέχομαι, αν ήθελες, και μετά χνώτισαν τα τζάμια του αυτοκινήτου από τους δυό μας, και είπες, δε μας βλέπει κανείς, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Με το νερό να έχει φτάσει στις πόρτες μείναμε ώρες μέσα κει γράφοντας σχέδια, λέξεις και χαμογελαστά προσωπάκια στα (θαμπώνοντας υπέροχα τα) τζάμια. Πίνει μια γουλιά κρασί, ακουμπάει απότομα το ποτήρι, πιτσιλάει το γραφτό, κυκλώνει με το στυλό μια κόκκινη σταγόνα να μείνει εδώ, τουλάχιστον αυτή να μην πάει πουθενά, βλέποντάς την να ξέρεις με τι τρόπο γράφτηκε το γράμμα αυτό εδώ, πως ήξερα από την αρχή για εκείνην, που κάθε φορά που σηκωνόταν από την καρέκλα το μάτι σου κόλλαγε στην σάρκινη κοιλάδα στο πλάι του ποδιού της από το ύψος του γονάτου έως τους γλουτούς, του γυμνασμένου ποδιού της, ναι, και όταν μετά γύρναγες να με κοιτάξεις δεν ήσουν πιά εσύ. Χτυπάει το χέρι με το στυλό στο τραπέζι, μουγκρίζει. Όχι· βρυχάται, ενώ σκέφτεται το χέρι σου να διατρέχει το πλάι των ποδιών της από το γόνατο ως τους γλουτούς της, την ίδια ώρα που το εσωτερικό των ποδιών της διατρέχει τα πλευρά σου, όπως γινόταν και με μένα, που τώρα μόνον κάτι βιαστικό μπαίνει μέσα μου με σβηστό φως, ούτε καν με αναστατώνει, με κάνει μόνο να διαστέλλω τα ρουθούνια μου σε μικρές οσμές που δεν είχα αντιληφθεί, να απορώ για τον λόγο που δέχομαι ακόμα όλο αυτό. Μα εδώ και λίγο καιρό βλέπει κάποιον άλλο σε μια προσπάθεια να ανταποδώσει, θα πρέπει όμως να το μάθει, ειδάλλως δεν είναι εκδίκηση Γιώργο, όταν δεν το ξέρεις είναι απλώς σαν να βάζω και εγώ κάτι στην άλλη άκρη της ζυγαριάς για να μην πέσει όλη στη μεριά μου και με λιώσει μέσα σε κείνα τα μεσοβδόμαδα βράδια (αδιάφορα για την άλλη) που περνάς μαζί μου βλέποντας τηλεόραση ενόσω παρατηρώ τις τρίχες στα αυτιά σου, το δάχτυλο στη μύτη, το ρέψιμο που πνίγεις και ακούγεται σαν ρόγχος μέσα σου βαθειά, τα στραβοπατημένα παπούτσια, τον γιακά του πουκαμίσου, και τα μαζεύω αυτά, τα κάνω μια εικόνα που κοιτάζω όταν θέλω να σε χαμηλώσω για να μπορώ να σε φτύνω. Σβήνει αυτή την γραμμή, την σβήνει γιατί μάλλον δεν σε μισώ για όλο αυτό, απλώς, θέλω να ξέρεις πως κι’ εγώ μπόρεσα να έχω άλλον από εσένα, πως δεν δίστασα, και σταματάει για να σηκώσει το τηλέφωνο. Που μένει κρεμασμένο στο χέρι της γιατί ο Γιώργος με τη μηχανή του ξέφυγαν σε μια στροφή και διαλύθηκαν σε ματωμένα γυαλιστερά κομμάτια, και τώρα υποχρεώνομαι («υποχρεώνομαι!») να μην σε μισώ («και σε μισώ περισσότερο!»), απλώς γιατί σκοτώθηκες («πόσο βολικός θάνατος!»), να οργίζομαι κρυφά, ουρλιάζει, γιατί ήθελα να γράψω γράμμα αντί να στα πω κατάμουτρα («να δω τη φάτσα σου γυμνή, ολόγυμνη!»), ενώ έφυγες χωρίς να μάθεις πως τα ήξερα όλα («όλα, από την αρχή…») πως γαμήθηκα με άλλον («γαμήθηκα υπέροχα!»), και θα πρέπει να κλάψω μπρός στους άλλους («υποχρεωτικό, σιχαμερό συγχωροχάρτι») πάνω από τα μάρμαρά σου («μπροστά στη γελαστή φωτογραφία σου…»), και αυτό με κάνει να οργίζομαι («άτιμε παλιάνθρωπε!»), χτυπάει με τις γροθιές της τους τοίχους, γιατί κανείς δεν επιτρέπεται να ξέρει για την ώρα τίποτε («μπορώ να περιμένω όσο χρειαστεί όμως…») και τσακίζει το στυλό στη χούφτα της και σπρώχνει τα πάντα απ΄το τραπέζι και ουρλιάζει στον δεύτερο όροφο, την ώρα που από το απέναντι μπαλκόνι μια συνομήλική της βλέπει (της φαίνεται) κινήσεις νεόκοπης ηθοποιού που παιδεύεται σε αρχαίο δράμα δίχως επιτυχία, σαν καρικατούρα. Και γελάει μαζί της, την κοροϊδεύει· αυτήν που σε έντεκα μέρες από τώρα, καθώς θα βγαίνει με τσάντες κρεμασμένες στα χέρια χωρίς να κοιτάξει αριστερά της, ένα διερχόμενο φορτηγό θα την διαλύσει σε ματωμένα μουντά κομμάτια.
Στο μεταξύ διάστημα εκείνη θα φαντάζεται πως έχει τελειώσει με όλο αυτό.