Αθανάσιος Πάσχος | Το γράμμα

Η  λάμπα από το διάδρομο του νοσοκομείου φώτιζε αμυδρά το μικρό δίκλινο δωμάτιο. Το λιγοστό φως έπεφτε στα ζωάκια που υπήρχαν στους τοίχους ζωγραφισμένα για να κάνουν παρέα στα παιδιά. Αυτά τα πολύχρωμα ευγενικά ζώα ποτέ δεν κοιμούνταν. Άγρυπνοι φίλοι και φύλακες των παιδικών ψυχών. Αλλά και των γονιών που κακοκοιμούνταν στην καρέκλα.    

Είχε πέσει ο πυρετός μετά τη χορήγηση του αντιπυρετικού. Ο μικρός κοιμόταν ήσυχα. Αν και εξαντλημένος από την ταλαιπωρία της ασθένειας και των εξετάσεων, το αγγελικό πρόσωπό του έβγαζε ένα απίστευτο κουράγιο και πλήρη ηρεμία. Η μητέρα ξάπλωσε στα πόδια του κι ο πατέρας στην πολυθρόνα.

Δεν κυλάει ο χρόνος. Δε φεύγει εύκολα το σκοτάδι. Τον πλακώνει και του τρώει τα σωθικά. Για να περάσει η ώρα, δεινοπαθεί. Κάθε λεπτό κι αγώνας με τον εαυτό του και τη σάρκα του. Δε τον χωράει ο τόπος, ούτε το δέρμα που φορά. Δειλία, αμφιβολία, απογοήτευση. Οργή και πόνος. Ξυράφια που τον κόβουν και ματώνει.

Οι νέον επιγραφές της λεωφόρου αναβοσβήνουν ρυθμικά στο ψυχοπλακωτικό ταβάνι. Η πόλη κοιμάται. Είναι η ώρα μια χοάνη. Κάποιοι γεννιούνται, κάποιοι πεθαίνουν. Άλλοι συμφιλιώνονται, μερικοί φυγομαχούν. Κάποιοι μετανιώνουν, άλλοι χάνουν το δρόμο τους. Κανείς δεν ξέρει τι θα του τύχει. Απρόβλεπτη η ζωή κι ο άνθρωπος έρμαιο της μοίρας του.

Το παιδί του άρρωστο και δεν ξέρει τι έχει. Άλλα παιδιά γεννιούνται σε χειρότερες συνθήκες και είναι υγιή. Σκέφτεται αυτά ο πατέρας και παρανοεί.

Γύρισε να το κοιτάξει. Ο μικρός έβγαλε έναν αναστεναγμό σαν παράπονο. Έκλαιγε όλη τη μέρα, καθώς τον τρυπούσαν για να του πάρουν αίμα ακόμα και ούρα. Πόσο να αντέξει αυτό το κορμάκι λίγων μηνών ζωής; Κλαίει και ζητάει ασφάλεια. Απλώνει τα χέρια στη μάνα να το προφυλάξει από τον πόνο.

«Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Είναι για το καλό σου». «Πρέπει…». «Για να γίνεις καλά…».

Τότε μπαίνει η αμφιβολία. Για το Θεό, για την πανσοφία Του, την παντοδυναμία Του και την απόλυτη δικαιοσύνη.

«Θεέ, δεν τα έκανες καλά. Τι έφταιξε το μωρό; Μήπως δε νοιάζεσαι για όλους τους ανθρώπους το ίδιο;».

Σήκωσε πυρετό στις 04:00 το πρωί. Άρχισε να τρέμει από το ρίγος και το κορμάκι έκαιγε. Τα μάτια κλειστά. Αρνείται να δει τον κόσμο. Μόνο ένα μικρό παραπονιάρικο κλάμα βγάζει από τα μπλάβα χείλη.

«Πού είσαι, μαμά; Πού είσαι, μπαμπά; Γιατί αφήσατε τον πυρετό να ξανάρθει;».

Έπιασε πανικός τους γονείς. Η μητέρα έστειλε τον πατέρα να φέρει ένα υπόθετο, γιατί ο μικρός δε δέχεται να πιει φάρμακο. Πάει στις νοσοκόμες αυτός αγχωμένος και παίρνει το αντιπυρετικό. Από την ταραχή δεν μπορεί να το ανοίξει. Το παλεύει αποδώ, το τραβά αποκεί, λιώνει στα χέρια του. Ξαναπάει πίσω στις νοσοκόμες.

Του έδωσαν άλλο και μάλιστα, άνοιξαν το προστατευτικό κάλυμμα και το έδωσαν έτοιμο.

Ο πυρετός δεν υποχωρούσε εύκολα. Οι γονείς πάνω από το κεφάλι του παιδιού. Κομπρέσες, φιλί στο μέτωπο, χάιδεμα στα μαλλιά, προσευχή. Πόσα παιδιά πονάνε και οι γονείς είναι αδύναμοι να βοηθήσουν. Κι απλά περιμένουν το θαύμα.

Ξημέρωνε, όταν ο πυρετός υποχώρησε. Ανακουφισμένη η μητέρα κοιμήθηκε μαζί με το παιδί, ενώ ο πατέρας μετρά τα σύννεφα που περνούν στον κοκκινωπό ουρανό. Περιμένει το χρώμα που θα έχει ο ουρανός όταν βγει ο ήλιος, μήπως έχει κάποιο μήνυμα φέρει από τη μακρινή ανατολή. Μια απάντηση. Αναζητά ένα άλλοθι για να περάσει η μέρα που έρχεται.

Έξω από το διάδρομο, μια φωνή τού τράβηξε την προσοχή:

«Ό,τι έρθει καλοδεχούμενο. Το λογαριάζεις και το φέρνεις στα μέτρα σου. Δικαιολογείς την ύπαρξή σου».

«Τι να κάνω;».

«Η πιο εύκολη λύση είναι να μουντζώνεσαι και να αναθεματίζεις τις επιλογές του παρελθόντος. Η πιο δύσκολη είναι να σηκώσεις ψηλά το κεφάλι και να πνίξεις τον εγωισμό. Να πάρεις ανάσα από το βούρκο που σε σκεπάζει και να βρεις την πίστη ή τη δύναμη εκεί που κρύβεται. Σ’ ένα μικρό κεφαλάκι, σε δυο μάτια που θα σε κοιτάξουν το πρωί και σε δυο μικρά χέρια που θα σε πάρουν αγκαλιά το βράδυ. Εκεί είναι η απάντηση. Αλλά θέλει αποκωδικοποίηση. Χρόνια δουλειάς με τον εαυτό σου. Να σκάψεις βαθιά έως το DNA, για να βρεις ποιος είσαι. Να σκεφτείς το παρελθόν σου, για να αποδεχθείς το παρόν και να ετοιμαστείς για το μέλλον. Τότε μόνο θα πάρεις απάντηση και δε θα σε απασχολεί πώς ζουν οι άλλοι. Και θα πάρεις την απάντηση. Στο γράμμα που είναι το ίδιο το παιδί σου. Άκουσες, πατέρα;».

— Καλημέρα… Θ’ αλλάξω τον ορό, είπε η πρωινή νοσοκόμα.

Πετάχτηκε ο πατέρας από την πολυθρόνα. Είχε αποκοιμηθεί.

Το διήγημα προέρχεται από το βιβλίο του Αθανάσιου Πάσχου, «Θεριστές της νύχτας», εκδόσεις Ιωλκός.

https://iolcos.gr/eshop/titlos/theristes-tis-nychtas/