Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης | Ο αιλουρίνας

© Brandt Bill

Leiden-sehn tut wohl, Leiden-machen noch wohler […] Ohne Grausamkeit kein Fest […] und auch in der Strafe ist so viel Festliches!

Friedrich Nietzsche

 

Ποτέ μου δεν μπόρεσα να νοήσω την ανιδιοτελή και γιομάτη αυτοθυσία αγάπη ενός ζώου που βρίσκει για πάντα μια θέση στην καρδιά ιδιαίτερα εκείνων που έχουν νιώσει την ψευτοφιλία των ανθρώπων. Ίσως γιατί ποτέ δεν βίωσα την αγάπη τούτη. Έπειτα, μου ήταν δύσκολο να δεχτώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που έφτασαν στο σημείο ν’ αγαπάνε τα ζώα περσότερο απ’ τους συνανθρώπους τους μόνο και μόνο επειδή προδόθηκαν επανειλημμένα απ’ αυτούς.

Είμαι τύπος που αποφεύγει τα πολλά-πολλά με τον κόσμο. Από κάποια στιγμή και μετά η απομόνωσή μου ήταν σχεδόν απόλυτη κι είχε προληπτικό χαραχτήρα: Επειδή είχα απογοητευτεί πολλάκις απ’ τις διάφορες συναναστροφές μου, που συνήθιζα στο παρελθόν, αποφάσισα να κλειστώ στον εαυτό μου και να ζήσω μόνος προκειμένου να μην βιώσω ξανά τη ζηλοφθονία, την κακία κι ένα σωρό άλλα ψυχοφθόρα αισθήματα τρίτων απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που διαφοροποιείται αισθητά, για συγκεκριμένους λόγους, απ’ τον όχλο. Όλ’ αυτά με φέρνανε σε δύσκολη θέση κι αισθανόμουν άβολα όταν διέκρινα ακόμα και στο βλέμμα τους τέτοιες διαθέσεις. Είχα κουραστεί κι έτσι η φυγή ήταν μια καλή λύση.

Μέσα στον αναχωρητισμό μου δεν σκέφτηκα ούτε μια στιγμή ν’ αποκτήσω ένα κατοικίδιο για συντροφιά, όπως συνηθίζουν κάποιοι στις μέρες μας. Δεν τo ‘χα ανάγκη γιατί ο νους μου, απορροφημένος όπως ήταν σ’ επείγουσες εργασίες κι υποχρεώσεις, δεν είχε το περιθώριο να σκεφτεί τη θέση στην οποία είχα περιέλθει και να λυπάται. Απ’ την άλλη, τα ζώα απαιτούν μια ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή την οποία δεν ήμουν διατεθειμένος να προσφέρω ακόμα και στο πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου. Ούτε κι η απογοήτευση μου απ’ τους ανθρώπους θα μ’ έκανε ν’ αλλάξω την πάγια στάση μου απέναντι στα ζώα· δεν τα μισώ αλλά ούτε και τ’ αγαπώ.

Ένα πρωί, γυρίζοντας στο σπίτι από μια υπόθεση, που με βασάνιζε καιρό, βρέθηκα μπροστά σ’ ένα ασυνήθιστο θέαμα. Το σπίτι στο οποίο κατοικώ τα τελευταία είκοσι χρόνια βρίσκεται στο ισόγειο ενός δίπατου ξύλινου χτίσματος, η πόρτα του οποίου ανοίγει κατευθείαν στον κεντρικό χωματόδρομο τής πόλης. Εκεί στο κατώφλι, δίπλα ακριβώς στον δρόμο καθόταν στα πίσω της πόδια μια κατάμαυρη γάτα και, τεντώνοντας τον κορμό της, μ’ ατένιζε όπως ερχόμουν απ’ το βάθος της συνοικίας. Το περίεργο ήταν ότι όχι μόνον τα μάτια της ήταν προσηλωμένα πάνω μου και τ’ αυτιά της αποκλειστικά και μόνον στραμμένα προς το μέρος μου, αλλά τίποτα δεν μπορούσε ν’ αποσπάσει την προσοχή της από μένα, ούτε οι πολυάριθμοι διαβάτες ούτε οι διερχόμενες άμαξες και τα ογκώδη κάρα που κάλλιστα θα μπορούσαν να την τρομάξουν και να την κάνουν να φύγει.

Αφηρημένος όπως ήμουν και γιομάτος σκοτούρες που η υπόθεση, για την οποία μίλησα πιο πάνω, δεν έλεγε να διεκπεραιωθεί, πλησίασα την είσοδο του διαμερίσματός μου χωρίς να δώσω σημασία στην απροσδόκητη παρουσία του μαύρου τετράποδου. Με βιαστικές κινήσεις έκανα ν’ ανοίξω την πόρτα, όταν ένιωσα κάτι να μου γρατζουνάει ελαφρώς τ’ αριστερό μου πόδι χαμηλά. Η γάτα είχε σταθεί στα δύο της πισινά πόδια και στηριζόμενη πάνω μου είχε μπήξει τα νύχια της στο ύφασμα του παντελονιού. Προσπάθησα να την απωθήσω μ’ ένα μικρό λάκτισμα, αλλά είχε ήδη γαντζωθεί στον μηρό, αγκαλιάζοντάς τον με τα μπροστινά της πόδια, και δεν έλεγε να φύγει. Τότε έσκυψα και της χάιδεψα το κεφάλι για λίγη ώρα με την ελπίδα ότι θα έφευγε από πάνω μου κι έτσι θα την ξεφορτωνόμουν. Αυτή άρχισε να τρίβεται στο χέρι μου και να γουργουρίζει ρυθμικά κι έντονα. Ύστερα άφησε την καμπύλη τής απαλής ράχης της να γλιστρήσει με ηδονή κάτ’ απ’ το χάδι μου, το οποίο και κατέληξε με μια γρήγορη κίνηση στην ορθωμένη και χνουδάτη ουρά της. Δεν ξεκολλούσε από πάνω μου και τα χάδια είχαν τ’ αντίθετο απ’ το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Πόσο λίγο ήξερα τα αιλουροειδή!

Εκτός απ’ την πηχτή μαυρίλα τού τριχώματός της η γάτα τούτη ήταν ασυνήθιστα μεγαλόσωμη με ιδιαιτέρως αναπτυγμένα μούσκουλα, τόσο στον τράχηλο όσο και στα πόδια, ιδιαίτερα στα πίσω, και με πολύ πλατιά πέλματα. Δεν θυμόμουν νάχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή μια τέτοια γάτα που εκτός απ’ τα σπάνια φυσικά της χαραχτηριστικά, επεδείκνυε μια συμπάθεια και μια οικειότητα προς έναν ξένο αδιανόητη. Δεν έδωσα σημασία σ’ όλα αυτά γιατί ήμουν, όπως πάντα, απασχολημένος με τις προσωπικές μου υποθέσεις και βυθισμένος σε σκέψεις, πράγμα που δεν μου επέτρεπε να σπουδαιολογώ την καθημερινότητα.

Ανοίγοντας την πόρτα και πριν προλάβω ν’ αντιδράσω, η γάτα, με τη χαραχτηριστική σβελτάδα της, τρύπωσε στο διαμέρισμα και βιαστικά ανέβηκε μ’ ένα χαρίεν σάλτο πάνω στο γραφείο τού δωματίου, που έβλεπε στον δρόμο, εκεί όπου σχηματίζονταν δυό-τρείς πύργοι βιβλίων. Αφού ανίχνευσε την επιφάνεια τού επίπλου για λίγο, απλώθηκε σ’ όλο το πλάτος του ανάμεσα στις δύο στοίβες βιβλίων, παίρνοντας τη στάση του αιγυπτιακού αγάλματος τής Σφίγγας. Ήταν μια στάση που θα την έπαιρνε κι άλλες φορές μέσα στο διαμέρισμα, σε σημείο που αναρωτιόμουν αν είχα φιλοξενήσει μια γάτα ή την βαθυστόχαστη Σφίγγα.

Αρχικά, σάστισα σ’ αυτήν την πρώτη είσοδό της στο σπίτι γιατί το ζωντανό δεν έδειξε κανένα σημάδι φόβου ή δισταγμού μέσα σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον γιομάτο αντικείμενα που ίσως να έβλεπε για πρώτη φορά. Αντιθέτως, μπαίνοντας μέσα φανέρωσε αμέσως μια άνεση και μια οικειότητα με τον χώρο που έφτανε στα όρια του θράσους. Είναι πολύ δύσκολο να δώσω στον αναγνώστη να καταλάβει ότι το πλάσμα αυτό έγινε μέσα σε λίγες στιγμές αναπόσπαστο κομμάτι του σπιτιού.

«Έβαλα μπελάδες στο κεφάλι μου», μουρμούρισα ενοχλημένος κι έκλεισα την πόρτα. Μετ’ από λίγο κατάλαβα ότι θα ήταν χάσιμο χρόνου αν επιχειρούσα να την διώξω, γιατί κάτι προσπάθειες που έκανα για να μ’ αδειάσει τη γωνιά έπεσαν στο κενό. Η γάτα το είχε βάλει πείσμα, ως φαίνεται, να κουρνιάσει για πάντα εδώ μέσα.

Αφού περιποιήθηκα όπως-όπως τις αμυχές που μου κατάφερε στα χέρια, την έδιωξα απ’ το γραφείο και στρώθηκα στο γράψιμο. Η γάτα χωρίς να χάσει χρόνο, θρονιάστηκε στην πολυθρόνα που ήταν ακριβώς απέναντι μου και με χάζευε όση ώρα δούλευα. Κατά διαστήματα σήκωνα το κεφάλι και την έβλεπα νάχει επίμονα καρφωμένο το βλέμμα της πάνω μου. Μέχρι να τελειώσω το γράψιμο και τις σχετικές διορθώσεις σε κάτι δύσκολα κείμενα, παρέμεινε προσηλωμένη σε μένα όπως ακριβώς την πρώτη φορά που μ’ αντίκρισε περιμένοντας με στο κατώφλι.

Μέσα στις επόμενες μέρες η στάση της γάτας δεν άλλαξε στο ελάχιστο κι η οικειότητά της ολοένα και μεγάλωνε. Έφτασα στο σημείο να πιστεύω πράγματα εξωφρενικά· ότι δηλαδή το πλάσμα που είχα μπροστά μου μπορεί να ήταν ενσάρκωση ανθρώπινης ψυχής, αναζητούσας εναγωνίως συντροφιά ή ότι ήταν μάγισσα αποφασισμένη να μου αναστατώσει τη ζωή. Δεν είμαι προληπτικός, ούτε πιστεύω στις μετενσαρκώσεις αλλά κάτι τέτοιες στιγμές ακόμα και το πιο αγύριστο κεφάλι μπορεί ν’ αλλάξει γνώμη επ’ αυτού.

Επειδή το μεγαλύτερο μέρος της μέρας μου το πέρναγα στο σπίτι λόγω της φύσεως των ενασχολήσεών μου, έπρεπε αναγκαστικά ν’ ανέχομαι την υπερβολικά φιλική συμπεριφορά τού νέου μουσαφίρη, ο οποίος όπου κι αν πήγαινα μ’ ακολουθούσε από πίσω. Με μεγάλη δυσκολία ξέφευγα απ’ την προσοχή του: Όποτε καθόμουν ερχόταν στα πόδια μου και κυρτώνοντας το τόξο τής ράχης του τριβόταν πάνω τους ή ανέβαινε στα γόνατά μου πεινασμένος για χάδια. Άλλες φορές απλωνόταν στο γραφείο πάνω στις σημειώσεις και τ’ ανοιχτά βιβλία και δεν μ’ άφηνε να δουλέψω. Όταν περπατούσα μπλεκόταν στα πόδια μου και γαντζωνόταν στο παντελόνι με τα αιχμηρά, σαν καρφίτσες, νύχια του σε μια προσπάθεια να σκαρφαλώσει πάνω μου.

Εκείνο όμως που μου προξενούσε τη μεγαλύτερη έκπληξη ήταν οι επισκέψεις που μου έκανε κάθε πρωί στο υπνοδωμάτιο. Καθόταν στα πίσω πόδια δίπλα ακριβώς απ’ το κρεβάτι και κοιτώντας με επίμονα, περίμενε ν’ ανοίξω τα μάτια. Ύστερα, κι αφού με χόρταινε με το βλέμμα της, πήγαινε και μπαστακωνόταν στην είσοδο της τουαλέτας γιατί ήξερε ότι εκεί ήταν ο πρώτος σταθμός που έκανα αφότου σηκωνόμουν.

Ενώ σ’ άλλους ανθρώπους μια τέτοια συμπεριφορά κατοικίδιου θα ήταν πηγή ευχαρίστησης και σε κάποιες περιπτώσεις παρηγοριάς, σε μένα αυτή η παρουσία του ήταν αρχικά αδιάφορη αλλά μέρα με τη μέρα γινόταν ενοχλητική, μετά δυσάρεστη και στο τέλος μού προξενούσε σιχασιά. Ιδιαίτερα όταν αναζητούσε τα χάδια μου κι έπρεπε να τ’ ακουμπήσω. Ένιωθα ότι αυτή του η οικειότητα και το άκρατο ενδιαφέρον του με καταπίεζε κι ότι η αγάπη που μου έδειχνε γινόταν σιγά-σιγά στραγγαλιστική.

Άρχισα να αισθάνομαι τη βαθιά και ζεστή ανάσα τού ζωντανού στο πρόσωπό μου και το βάρος του μεγάλου σώματός του να πιέζει την καρδιά μου ακόμα κι όταν ήμουν εκτός σπιτιού. Τον καιρό εκείνο ένιωθα ελαφριές ενοχλήσεις στο στέρνο, σαν μικρές βελονιές αλλά δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι η δύσκολη εργασία μου που με γέμιζε υποχρεώσεις κι οι πιεστικές απαιτήσεις του εργοδότη μου, που έφταναν ενίοτε στον παραλογισμό, ίσως ευθύνονταν γι’ αυτές τις ενοχλήσεις. 

Τη δουλειά που έκανα για βιοποριστικούς και μόνον λόγους – γιατί  πρέπει να πω εδώ ότι όχι μόνον δεν με ενθουσίαζε αλλά μου στερούσε και τη χαρά τής δημιουργίας – μου την βρήκε η μάνα μου χάριν στην γνωριμία της με τον εργοδότη. Όταν μετά το θάνατό της ανοίχτηκε η διαθήκη, υπήρχε όρος που έλεγε ότι για να κρατήσω στην κατοχή μου το σπίτι όπου έμενα, έπρεπε να παραμείνω σ’ αυτή τη δουλειά. Σ’ αντίθετη περίπτωση το έχανα. Η μάνα μου θεωρούσε ότι η δουλειά τούτη ήταν καλά αμειβόμενη κι ότι θα μου ενίσχυε το κύρος μέσα στην κοινωνία. Για να βεβαιωθεί, λοιπόν, ότι και μετά θάνατον θα συνέχιζα να εργάζομαι εκεί, έβαλε τον σχετικό όρο στη διαθήκη. Ήμουν κατά κάποιο τόπο δεσμώτης αυτής τής επιθυμίας της και μετά το θάνατό της. Επιπλέον, η εύρεση εργασίας είχε γίνει στις μέρες μου ένα δύσκολο έως αδύνατο κατόρθωμα κι άρα με βόλευε κι απ’ αυτή την πλευρά να κάνω το κορόιδο και να συνεχίζω να δουλεύω γι’ αυτόν τον εργοδότη.

Οι σχέσεις μου πάντως με δαύτον είχαν φτάσει τα τελευταία χρόνια στ’ απροχώρητο. Πέρ’ απ’ τις παράλογες απαιτήσεις του, ασκούσε συχνά πάνω μου λεκτική βία και μάλιστα μπροστά σ’ άλλους συναδέλφους. Υπήρχαν φορές που είχε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού μου, ενώ εγώ αντίστοιχα έ χ α ν α  τ ο ν  ε α υ τ ό  μ ο υ, συνθλιμμένος κάτ’ απ’ το αδυσώπητο βάρος τής τυραννικής του συμπεριφοράς.

Ένα απόγευμα επέστρεψα απ’ τη δουλειά σωστό ερείπιο γιατί είχε προηγηθεί ένας από εκείνους τους βασανιστικούς διαπληκτισμούς μου με τον εργοδότη. Μόνον που αυτή τη φορά η ένταση του ήταν κατεδαφιστική για μένα. Ένιωθα ντροπή κι  ε ξ ε υ τ ε λ ι σ μ ό για μια ακόμα φορά, ένιωθα τον εαυτό μου απολύτως  α δ ύ ν α μ ο.

Καταρρακωμένος όπως ήμουν μπήκα στο σπίτι και σωριάστηκα στην πολυθρόνα αμέσως. Η γάτα έσπευσε να τριφτεί πάνω μου, ως συνήθως, κι ήταν έτοιμη ν’ ανέβει στα πόδια μου για το καθιερωμένο χουχούλιασμα. Ενώ κάθε άλλος στη δική μου άθλια θέση θ’ αποζητούσε την τρυφερότητα και τα καταπραϋντικά χάδια του κατοικίδιου, εμένα μου κυρίευσε την ψυχή αίφνης μια σατανική επιθυμία να του κ ά ν ω  κ α κ ό. Μ’ όλη μου τη δύναμη την κλώτσησα στην κοιλιά κι η γάτα εκσφενδονίστηκε στο έπιπλο τού γραφείου, πάνω στις στοίβες βιβλίων πούχα παρατήσει το προηγούμενο βράδυ. Με την πρόσκρουση τα βιβλία σκορπίστηκαν στο πάτωμα ενώ η γάτα, έντρομη, εξαφανίστηκε κάτ’ απ’ το έπιπλο της βιβλιοθήκης που ήταν τοποθετημένο πίσ’ απ’ το γραφείο.

Μια δαιμονική ορμή είχε κυριεύσει κάθε ίνα τής ύπαρξής μου κι ένιωσα ότι θα κόπαζε μόνον αν προξενούσα μεγαλύτερη βλάβη στο τετράποδο. Παρά τις προσπάθειές μου να την πιάσω, αυτό κατέστη αδύνατο γιατί η γάτα είχε κολλήσει στον τοίχο, στο βάθος του επίπλου, κι όσο κι αν τέντωνα το χέρι δεν μπορούσαν να την φτάσω. Αμέσως πήρα ένα ξύλινο κοντάρι που βρήκα δίπλα στο γραφείο κι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο πάτωμα άρχισα πότε να την σπρώχνω και πότε να την βαράω προκειμένου να την αναγκάσω να φύγει απ’ την κρυψώνα της. Η γάτα πηγαινοερχόταν σαν τρελλή, προσπαθώντας ν’ αποφύγει το κοντάρι, και νιαούριζε με παράπονο κάθε φορά που την έβρισκε στο πρόσωπο ή στο σώμα. Άρχισα να βλέπω αυτό το κυνήγι με τη γάτα σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι, α υ ξ η τ ι κ ό  τ ή ς   δ ύ ν α μ η ς  μ ο υ και της κ υ ρ ι α ρ χ ί α ς  μ ο υ  π ά ν ω  σ τ ο ν  ε α υ τ ό  μ ο υ που μου την είχε στερήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια ο εργοδότης μου με τη καταδυναστευτική στάση του.

Κάποια στιγμή κουράστηκα μ’ όλο αυτό το μάταιο κυνηγητό και ξαναθρονιάστηκα στην πολυθρόνα λαχανιάζοντας· αυτή τη φορά όμως δεν ένιωθα καταρράκωση όπως πριν αλλά ι κ α ν ο π ο ί η σ η  γ ι α  τ ο ν  τ ρ ό μ ο που είχα προκαλέσει στη γάτα.

Οι επόμενες μέρες υπήρξαν για το δύσμοιρο ζώο εφιαλτικές γιατί η συμπεριφορά τού εργοδότη δεν άλλαξε στο ελάχιστο κι έτσι η δική μου στάση απέναντί της συνεχίστηκε απαράλλαχτη. Τόχα βάλει πλέον σκοπό να κουρελιάσω την ψυχή της, να την εκμηδενίσω με τον πιο φρικτό τρόπο που μπορεί να σκεφτεί ποτέ ανθρώπινο ον.

Αποφάσισα να προφασιστώ ασθένεια και να μην εμφανιστώ ξανά στη δουλειά για κάμποσες μέρες μέχρι να φέρω εις πέρας την απαίσια αποστολή μου. Η απουσία μου απ’ τη δουλειά θα μου έδινε όλο τον χρόνο και την άνεση να επικεντρωθώ αποτελεσματικά σ’ αυτό που ξεκίνησα. Η ανάμνηση αυτού του πρωτόγνωρου για μένα αισθήματος που βίωσα προ λίγων ημερών, όταν βασάνιζα τη γάτα κάτ’ απ’ το έπιπλο της βιβλιοθήκης, επανερχόταν στον νου μου πεισματικά και μεγάλωνε την επιθυμία μου να το ξαναβιώσω.

Η γάτα, όμως, ύστερα απ’ το σοκ που είχε υποστεί βρισκόταν καλά κρυμμένη κάπου στο διαμέρισμα, πράγμα που έκανε ιδιαιτέρως δύσκολη τη συνέχιση τού ζοφερού μου έργου. Σκέφτηκα να την τραβήξω απ’ τη σωτήρια κρυψώνα της με δόλο. Τοποθέτησα στο καθιστικό, σε σημεία που ήξερα ότι της άρεσε να ξαπλώνει, την αγαπημένη της τροφή: pâte κοτόπουλο. Επειδή είχα να την ταΐσω τουλάχιστον τρεις μέρες, η πείνα θα την έκανε να βγει σύντομα προς αναζήτηση τροφής.

Κρύφτηκα πίσ’ απ’ την κουρτίνα του βορεινού παραθύρου που έβλεπε προς τον δρόμο και περίμενα. Οι ώρες πέρναγαν βασανιστικά αργά κι άρχισε να με πονάει η μέση απ’ την ορθοστασία. Η γάτα, όμως, δεν έλεγε να εμφανιστεί. Αλλά επειδή      ο  π ό θ ο ς  γ ι α  δ ύ ν α μ η  κ ι  ε ξ ο υ σ ί α απάνω στη γάτα μ’ είχε καταλάβει εξ’ ολοκλήρου, υπέμεινα αυτή την επίπονη δοκιμασία για την σπονδυλική μου στήλη αγόγγυστα.

Κάποτε η γάτα έκανε την εμφάνισή της και μ’ αργά και προσεκτικά βήματα μπήκε στο καθιστικό κουνώντας εταστικά το κεφάλι της αριστερά και δεξιά. Είχε μυρίσει την τροφή και παρά τον φόβο που την είχε καταβάλει, προχώρησε διστακτικά προς το δεξί πόδι τής πολυθρόνας, όπου είχα τοποθετήσει μια μπουκιά κοτόπουλου κι άρχισε να την καταβροχθίζει. Τότε βρήκα την ευκαιρία να βγω απ’ την κουρτίνα κι αθόρυβα να την πλησιάσω. Με μια απότομη κίνηση την άρπαξα απ’ τον κορμό και πριν προλάβει να με τραυματίσει, την πέταξα με δύναμη σ’ ένα μπαούλο, πούχα ετοιμάσει για την περίσταση, και κλείνοντας τό καπάκι κάθισα πάνω του. Η γάτα νιαούριζε δυνατά και γρατζουνούσε, με λύσσα, τα τοιχώματα τής ξύλινης φυλακής.

Το σχέδιο απόλυτου ελέγχου πάνω στη γάτα είχε ήδη μπει σ’ εφαρμογή. Αφού σιγούρεψα το καπάκι, κατέβηκα στο υπόγειο και πήρα έναν γερό σπάγκο. Επιστρέφοντας στο καθιστικό άκουγα τη γάτα να ωρύεται και να χτυπιέται σαν μανιασμένη. Πλησίασα κι άνοιξα αργά το καπάκι μέχρι που το άτυχο πλάσμα τοποθέτησε τα δύο μπροστινά του πόδια στο χείλος τού μπαούλου κι ίσα που πρόλαβε και ξεπρόβαλε το κεφάλι. Τότε βρήκα την ευκαιρία με το δεξί μου χέρι να της πιάσω τα δύο της πόδια και να την τραβήξω απ’ το μπαούλο. Με μια ενστικτώδη κίνηση η γάτα έμπηξε με δύναμη τα δόντια της στο χέρι που την κρατούσε, ξεσκίζοντάς το, σε μια προσπάθεια να ελευθερωθεί. Μια δαιμονισμένη οργή με κατέλαβε αμέσως ενώ η επιθυμία μου να της κάνω κακό ήταν τόσο μεγάλη που κανένας πόνος και καμμία πληγή δεν θα μ’ εμπόδιζε να ολοκληρώσω το σχέδιό μου.

Με γρήγορες κι επιδέξιες κινήσεις ακινητοποίησα τη γάτα, που προσπαθούσε να με κατακομματιάσει όπου κι όπως μπορούσε, δένοντας με τον σπάγκο και τα τέσσερα πόδια της κι ύστερα πιέζοντας με το γόνατο το κεφάλι της στο πάτωμα. «Τώρα δεν πρόκειται να με ξανά τραυματίσεις, βρομόγατο», ψιθύρισα και με μια τανάλια, που έβγαλα απ’ την τσέπη τού παντελονιού μου, άρχισα να ξεριζώνω πρώτα τα νύχια της, τ’ ανυπόμονα να μπηχθούν στη σάρκα, κι ύστερα τους μεγάλους και κοφτερούς κυνόδοντές της απ’ τους οποίους έτρεχε ακόμα το αίμα μου απ’ την τελευταία επίθεσή της. Κάθε που έβγαζα ένα νύχι ή ένα δόντι, έβγαινε ταυτόχρονα απ’ το στόμα μου κι ένας απαίσιος γέλωτας, ενώ το πρόσωπό μου εσυσπάτο με μορφασμούς ειδεχθούς τέρατος.

Τα τσιριχτά πόνου που έβγαζε η γάτα ακούστηκαν σίγουρα σ’ όλα τα γειτονικά σπίτια. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που έμενε στο δεύτερο πάτωμα τού κτίσματος πρέπει να κυριεύτηκε απ’ τον τρόμο, που διαλύει το νευρικό σύστημα, γιατί κατέβηκε στο ισόγειο άρον-άρον και χτυπούσε την πόρτα μου επίμονα και δυνατά. Εξυπακούεται ότι δεν θα τους άνοιγα ποτέ. Μέσα στ’ αυτιά μου τα τσιριχτά τής γάτας ακουγόντουσαν σαν τις κραυγές των καταραμένων εκπεσόντων της κολάσεως συνοδευόμενες απ’ τ’ απαίσια ουρλιαχτά των δαιμόνων-βασανιστών τους. Είναι δύσκολο να περιγράψω τη βαθιά κι ευδαίμονα αίσθηση α ν α κ ο ύ φ ι σ η ς       κ ι  η δ ο ν ή ς που πλημμύριζε τα στήθια μου, ύστερα απ’ αυτό που είχα κάνει στην γάτα.

Όταν ολοκλήρωσα τ’ αποτρόπαιο έργο μου ορθώθηκα μπροστά της, σαν στρατηγός που μόλις κατέκτησε μιαν αυτοκρατορία. Η γάτα μέσα σ’ ανεκδιήγητους πόνους απομακρύνθηκε όπως-όπως, σαν μαλλιαρή δυστυχία, απ’ το κτήνος που ήμουν αφήνοντας ξωπίσω της κόκκινες γραμμές αίματος να βάφουν το πάτωμα. Αισθανόμουνα ότι είχα τον πλήρη έλεγχο της κι αυτό μ’ έκανε τον π ι ο  ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο άνθρωπο του κόσμου.

Την ίδια νύχτα η ταπεινωμένη γάτα συνέχισε τ’ οξύ και σπαραχτικό κλαψούρισμα πληγωμένου ζώου, αλλά για μένα κάθε της κραυγή εκείνο το βράδυ ήταν μια ιδανική αφορμή για νανούρισμα! Ωστόσο οι βελονιές που ένιωθα προ καιρού στο στήθος, και στις οποίες αναφέρθηκα στην αρχή, είχαν αυξηθεί τόσο σ’ ένταση όσο και σε συχνότητα που δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ. Λίγο πριν το ξημέρωμα πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι με μια αφόρητη πίεση στο στέρνο και με μια αποπνιχτική αίσθηση απώλειας ανάσας.

Για πολλές μέρες ο ιδιοκτήτης τού διαμερίσματος στο ισόγειο τού ξύλινου κτίσματος ήταν άφαντος. Στη δουλειά ο εργοδότης του αναφερόταν σ’ αυτόν με τις πιο ανήκουστες ύβρεις επειδή δεν είχε εμφανιστεί ούτε μια φορά από τότε που έληξε η άδεια του. Το ηλικιωμένο ζευγάρι του δεύτερου πατώματος αναγκάστηκε να καλέσει την αστυνομία για να γίνει έρευνα στο διαμέρισμά του. Όταν έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα περίεργο και συνάμα αποκρουστικό θέαμα. Ο ιδιοκτήτης τού διαμερίσματος ήταν νεκρός και ξαπλωμένος μπρούμυτα στη μέση του καθιστικού, ενώ η ταλαιπωρημένη γάτα ήταν απλωμένη πάνω του έχοντας πάρει την αγαπημένη της στάση τής βαθυστόχαστης Σφίγγας!

Βλέποντας την πόρτα ν’ ανοίγει και ταυτόχρονα ν’ ανοίγει ο δρόμος προς την ελευθερία, που ως όνειρο διέλαυνε τους μεγάλους πλην τσιμπλιασμένους και σκοτεινούς οφθαλμούς του, το κακουχημένο τετράποδο, με το ψόφιο μαδημένο δέρμα, τη νεκρή ουρά και την τσακισμένη περηφάνια, μ’ ένα άλμα βρέθηκε απ’ τον Άδη ανάμεσα στα πόδια των αστυνόμων κι από κει πιλαλώντας χάθηκε για πάντα στους σκονισμένους δρόμους τής πόλης.

Μέσα σε μια αναγουλιαστική αποφορά σήψης οι αστυνόμοι πλησίασαν το πτώμα τού ιδιοκτήτη. Ο θόρυβος για τον θάνατό του έκανε αμέσως τον γύρο της γειτονιάς. Οι γείτονες έσπευσαν να δουν τι συνέβη κι έκαναν τις δικές τους διαπιστώσεις, ενώ το ηλικιωμένο ζευγάρι τού δεύτερου πατώματος εξέθετε σε κάθε περίεργο επισκέπτη τις δικές του απόψεις επί του θανάτου του.

Σύμφωνα με την έκθεση τής νεκροψίας, που έγινε λίγες ώρες αργότερα, ο ιδιοκτήτης πέθανε από οξύ έμφραγμα τού μυοκαρδίου. Αυτό, όμως, που παραξένεψε τους γιατρούς ήταν οι βαθιές αυλακιές στο στήθος του που μοιάζαν να είχαν γίνει απ’ τα μεγάλα και γαμψά νύχια ενός άγριου αιλουρίνα!

 


Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης είναι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκε στα Χανιά – σ’ ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Όλη του την ζωή την πέρασα στην Κρήτη. Στην νεανική του ηλικία έζησε υπέρ τα τρία έτη στο Manchester της Αγγλίας. Διέμεινε και στην Αθήνα. Η τελευταία του εργασία είναι καθηγητή σε σχολεία εξαρτώμενα απ’ το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας. Ξέρει Αγγλικά και Γερμανικά.