Ειρήνη Ποντίκη | Αναμονή

© Robert Doisneau

Ήταν λίγο πριν μπει η άνοιξη. Τίποτα όμως δεν την θύμιζε. Λίγο το χιόνι στις σκεπές των σπιτιών, λίγο ο πάγος που καταρράκωνε την καρδιά της. Ζούσε σε μια πόλη μουντή, ψυχρή, σχεδόν αποπνικτική. Όλα τής έμοιαζαν ανούσια. Δεκάδες άνθρωποι περνούσαν απ´ τα μάτια της, μα εκείνη δεν έβλεπε κανέναν. Βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην αέναη θλίψη της. Γιατί της έλειπε «εκείνος». Ο «εκείνος», που πρωταγωνιστεί στην ζωή της από όταν ήταν παιδί. Νοσταλγεί μια βόλτα μαζί του, από εκείνες που έκαναν στα βόρεια προάστια της Αθήνας, το βλέμμα του, που της έκοβε την αναπνοή κάθε φορά που την κοιτούσε στην αρχή, τα λόγια του, τα χαρτάκια που έβαζε μέσα στη χούφτα της προσέχοντας να μην τους καταλάβει κανένας. Την παρατηρώ, την αφουγκράζομαι με προσοχή, την συμβουλεύω και την μαλώνω κάθε φορά που ξεπερνά τα όρια. Μα ποιος ορίζει τα όρια; Ποιος ορίζει το σωστό και το λάθος;

  Οι μέρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, φαίνονταν αιώνες. Αιώνες πνιγμένοι στη σιωπή και τον φόβο. Τον φόβο γι’ αυτό που θα έρθει  ή που δεν θα έρθει ποτέ ξανά. Ίσως αυτό την τρόμαζε περισσότερο. Το «ποτέ ξανά». Το πρωί ξυπνούσε ευχόμενη να φτάσει γρήγορα το βράδυ, για να κοιμηθεί και πάλι. Ο ύπνος. Σου χαρίζει ξεγνοιασιά. Δεν σκέφτεσαι. Δεν αναλύεις. Δεν φοβάσαι. Δεν ελπίζεις. Κάθε πρωί οι αισθήσεις βρίσκονταν σε πλήρη ύφεση. Φορούσε τα μαύρα της ρούχα, τα μαύρα της αρβυλάκια με τα κόκκινα κορδόνια, που τόσο πολύ αγαπούσε, έπιανε μια σφιχτή αλογοουρά τα μαλλιά, έφτιαχνε έναν ζεστό καφέ και κατέβαινε πάντα από τις σκάλες της καινούργιας της πολυκατοικίας. Η μέρα κυλάει, μα πιο αγάλια από ποτέ. Η σκέψη της πάντα σ ‘ εκείνον. Ποτέ δεν έπαψε να περιμένει. Την τσάκιζε αυτή η αναμονή, την απορύθμιζε, την πάγωνε. Κι έφτανε πάλι το βράδυ. Σκοτείνιαζε νωρίς, καλά-καλά από τις 6, έπεφτε το σκοτάδι. Αυτή η ώρα… Πόσους βασανίζει εκεί έξω; Γυρνάει στο σπίτι μαραζωμένη~  αυτή ήταν η ώρα που τον συναντούσε. Χτυπούσε η καρδιά της σαν μικρού παιδιού, μετά από ατελείωτο παιχνίδι στην γειτονιά. Λαχταρούσε να τον δει και να τον σφίξει στην αγκαλιά της. Κι ενώ έφτανε εκεί, έξω από την πόρτα του, κοντοστεκόταν, έφτιαχνε λίγο τα μαλλιά της, πείραζε τα χείλη της και χτυπούσε το κουδούνι.

Όμορφος…Τι όμορφος που ήταν! Τον κοιτούσε πάντα με θαυμασμό, τον άκουγε με προσοχή. Συγκρατούσε κάθε λέξη, κάθε φράση που έβγαινε από τα χείλη του. Τα χείλη του… τα πιο αισθησιακά χείλη ενός άντρα. Αγαπάει  την μουσική, τον χαλαρώνει, τον εκφράζει, τον βγάζει από την μιζέρια αυτού του ανιαρού κόσμου. Καπνίζει πολύ, μα εκείνη ερωτεύεται ακόμη και τον τρόπο που κρατάει το βιομηχανικό του τσιγάρο. Λατρεύει τα χέρια του, τα δάχτυλα του και τα γένια του.

Ξαπλώναν πάντα στον καναπέ. Έμπλεκαν τα πόδια τους και χάζευαν στην τηλεόραση. Κάθε βράδυ «εκείνος», λίγο πριν κοιμηθεί, γέμιζε το κόκκινο παγούρι του με νερό και το άφηνε στο πάτωμα, δίπλα του. Διάλεγε πάντα το πιο σκληρό μαξιλάρι και η μεριά του ήταν από την έξω πλευρά του καναπέ. Κι εκείνη κοιμόταν. Τόσο ήρεμη, τόσο ήσυχη και τόσο ασφαλής. Μα που πήγαν όλα αυτά; Πως χάθηκαν; Έτσι απλά σε μια μέρα γκρεμίστηκαν; Αλλοιώθηκαν; Αντικαταστάθηκαν από αλλά πρόσωπα; Ποιος ξέρει; Ποιος έχει τις απαντήσεις;

  Γράφει τις σκέψεις της σε ένα χαρτί, αποτυπώνει με όση δύναμη της έχει απομείνει, δυο λέξεις που την εκφράζουν. Βρίσκει σ´ένα συρτάρι μια παλιά φωτογραφία τους – την μοναδική φωτογραφία που είχαν μαζί – τυλίγει το χαρτί δυο φορές και περιμένει. Πλησιάζει στο σπίτι του. Ανοίγει αργά και αθόρυβα την καγκελόπορτα μέχρι την μέση. Είναι λίγο πριν ξημερώσει. Δεν ξέρω γιατί το διάλεξε τώρα. Ρίχνει κάτω από την πόρτα του το γράμμα της και την φωτογραφία. Τρέχει γρήγορα μήπως την δει κανείς. Μπαίνει στο αυτοκίνητο της και παίρνει μια ανάσα. Μια ανάσα διαφορετική. Ανάσα ανακούφισης. Έφυγε από πάνω της λίγο βάρος. Το βάρος των συναισθημάτων που τόσο καιρό ήθελε να φωνάξει.

Και τώρα; Ξανά αναμονή… Για μια απάντηση. Ένα ναι ή ένα όχι… Μια ευκαιρία. Για εκείνους… Για την σχέση τους… Για την ζωή τους… Για τον ανεκπλήρωτο έρωτα τους… Για όσα δεν πρόλαβαν να ζήσουν μαζί…

***


Η Ειρήνη Ποντίκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τριπολη, Αρκαδίας. Σπούδασε εκπαιδευτικός μηχανολόγος μηχανικός στην Αθήνα. Αποτυπώνει κάθε της σκέψη στο χαρτί, με λίγη υπερβολή. Θα μπορούσε να εκφράζει όλα της τα συναισθήματα μέσα από την ποίηση και την λογοτεχνία.