Απόστολος Θηβαίος | Not so far west

© W. Eugene Smith

Όσα σώθηκαν από την μονογραφία
Της Ανέτ Πέιλ
Που έζησε ως το μεδούλι
Την άνοδο
Και
Την πτώση

 

 Το τραγούδι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» παίζει στην διαπασών. Πρέπει να δίνεται η εντύπωση ενός πραγματικού χαλασμού. Τα πράγματα θα πρέπει να ΄ναι ριγμένα χάμω, καρέκλες, τραπέζια, προτομές, σύνεργα του καπνού, πλαστικά λουλούδια, περίστροφα Smith, αλυσίδες και άλλα. Μια πελώρια, αμερικάνικη σημαία κυματίζει στο φόντο. Αλήθεια, θα χρειαστούμε τέσσερα, γερά παιδιά, μην σας βρίσκονται; Αν όχι, να ανεβάσουμε εκεί πάνω τους ακροβάτες. Ρωμανέ, Αλέξανδρε, Αρθούρε πάρτε τον δρόμο για τ΄αστέρια. Εσείς εκεί, στήστε το δίχτυ, μην τύχει καμιά κίνηση αδέξια. Ακούγονται φωνές από το βάθος, σαν κάποιοι να έρχονται φουριόζοι, με αναμμένες καρδιές, τσαλακωμένα ρούχα και ατημέλητο χτένισμα. Είναι δυο μεγάλοι άνδρες, καλλιεργημένοι, καθώς πρέπει. Πίσω τους ακολουθεί ένα τσούρμο παιδάκια όλο αθωότητα που πετούν στον άνεμο τις μπάλες τους και κάνουν επιδείξεις γυμναστικές, μαρτυρώντας την ασφάλεια του αυριανού καιρού που θα θρέψει τον πόλεμο, την αρρώστια και την πείνα. Σίγουροι εργάτες για την βιομηχανία, τον πόλεμο και το τάισμα του μύλου. Οι δυο άνδρες φθάνουν ως το μέσον της σκηνής. Μιλούν. Φανταστείτε!

Την αμέσως επόμενη στιγμή οι δυο άνδρες κυνηγιούνται ανάμεσα στα σκηνικά του ωραίου, μια φορά σαλονιού. Φωνάζουν, ανταλλάσσουν απειλές, κουνούν τα χέρια τους θυμωμένα, τα ρούχα τους σκίζουν ρωτώντας στον άνεμο τρία σπαρακτικά «γιατί.» Κάνουν να ξεφύγουν από τ΄αδιέξοδο μα όλοι οι δρόμοι είναι κλεισμένοι γι΄αυτούς.

 Άλλος τρόπος δεν υπάρχει από τον πατροπαράδοτο. Ένα παιδί, γύρω στα δεκαεπτά φέρνει από ένα όπλο. Εκείνοι γελούν και σημαδεύουν έναν ακροβάτη, έτσι για το κέφι τους. Μεμιάς η φλέβα στο μέτωπό τους χτυπά, κρύβονται πίσω από την αστερόεσσα, ταμπουρώνονται πίσω από τις κόπιες της Διακήρυξης που έφθασαν σήμερα, φτιαγμένες από καστανό χαρτί και ένα μυστικό, δεύτερο δέρμα. Σαν απαντούν κάποιο μελαγχολικό φροντιστή, του γυρνούν την πλάτη. Μισούν τα πλάσματα της νύχτας και σαν συναντούν κάποιο, αμέσως ανακαλούν την σκληρή τους μνήμη. Σκοτώνουν ένα, δύο, τρία γλυκά αγόρια από την Λουϊζιάνα, μα αυτό που τους χωρίζει δεν μερεύει. Ένας νέος, με τ΄όνομα Τζίμι λέει την ώρα κάτω από την λεύκα, μια ανάσα από τους μανδραγόρες.

Κάθε που περνούν από την μεγάλη σημαία με τα τέσσερα, γερά παιδιά, μήπως σας βρίσκονται; Κάθε που περνούν στέκουν προσοχή, ακούν τα δέντρα του Άρλιγκτον και φτιάχνουν πρόχειρα μια δήλωση για τους λυσσασμένους ρεπόρτερ που καραδοκούν, πληρωμένοι από την ιστορία και από αλλού. Ένας, δύο, τρεις βετεράνοι με διαλυμένη κορμοστασιά τοποθετούνται στην κάτω δεξιά γωνιά της σημαίας. Η κοπέλα που τους συνοδεύει διαθέτει τ΄άστρο της Τζίνα Ντέιβις και ένα υπόλευκο φουστάνι με ασορτί καπελάκι. Κάποιος από αυτούς αργότερα θα ποντάρει όλο του το βιος και το καλό του, ρεπουμπλικανικό πόδι μα πάνε χαμένα τα χρήματά του, αφού οι δυο άνδρες τώρα περνούν τα περιστύλια σφιχταγκαλιασμένοι, καθώς η γερουσία, συγκρατημένα, δίχως ζωή, καλά βαλμένη πίσω από μάσκες, τότε και τώρα, χειροκροτεί το φευγιό. Τι τα θες, αυτός είναι ο ρόλος της, ένας ερωτιδέας που κοιμήθηκε για πάντα. Η πάνω δεξιά φιγούρα στην αλληγορία του κεραμικού σε ένα έργο ζωγραφικό, διαστάσεων μυθικών.

Αυτό είναι όλο. Να έρθουν τώρα τα παιδιά να μαζέψουν τα σκηνικά. Κοστίζουν μια περιουσία. Έπειτα φροντίστε το ποδάρι αυτού του άμοιρου. Και μετά είστε ελεύθεροι και αν το θελήσετε θα έχετε όσο χρόνο χρειάζεστε για να συλλογιστείτε επάνω στην ηθική δέσμευση που τόσο πιστά υπηρετήσατε. Το μπέρμπον θα κάνει την δουλειά μες σε αυτήν την παγωνιά. Η βάρδια σας τελειώνει. Η δις Πένυ θα κανονίσει τις πληρωμές. Και όλα αυτά κάτω από την τρυφερή αστροφεγγιά της ωραίας μας σημαίας. Να δείτε την και προς Θεού, τίποτε μην ευχηθείτε γιατί είναι ετοιμόρροπα αυτά τ΄άστρα.

 Απόστολος Θηβαίος