Απόστολος Θηβαίος | Γερμανικό Νούμερο ή Σκοπιές στην Ιστορία

© W. Eugene Smith

…Οι μέρες έμοιαζαν
Ξεκληρισμένες.
Τον άφησαν να
Τιμωρείται ολομόναχος.
Και αν καμιά φορά
Τον άκουγαν
Να γελά,
Δεν θύμωναν, δεν θύμωναν.
Γιατί οι δικτάτορες
Πληρώνουν για πάντα|
Και κανένα όνειρο
Ποτέ δεν τους προσφέρει
Το έλεος…

 

Το δικό τους τροχόσπιτο βρίσκεται μακριά από τον καταυλισμό. Διαθέτει μια γιρλάντα πολύχρωμα φώτα στον ουρανό του. Μια φορά και έναν καιρό το χρώμα του ήταν με πιθανότητες μεταλλικό, κανείς δεν γνωρίζει τέτοια πράγματα.  Ωστόσο οι μέρες με την υγρασία τους  το κατέστρεψαν ολοσχερώς. Κάθε τόσο μπορείς να αντικρίσεις το φθαρμένο μέταλλο, τις εξαρθρωμένες ενώσεις . Όταν φυσάει οι λάμπες ταράζονται, χάνουν για λίγο το χρώμα τους και όλο επανέρχονται, ελεύθερα παραδομένες στους ανέμους. Τα λάστιχά του μοιάζουν με πεταμένα ποιήματα, με ανθολογίες που δεν τα κατάφεραν και τώρα πλανώνται στις βιβλιοθήκες με τις ελπίδες τους ρημαγμένες. Και όμως με τα λινά τους κατεστραμμένα στηρίζουν τον κόσμο των δύο γελωτοποιών, των παλαιότερων σε αυτό το καλλιτεχνικό μπουλούκι που διασχίζει την Μπρέσια, που την κυκλώνει και που την κατακτά.

Ο Τζέρι διαθέτει ένα πραγματικό αστείο σουλούπι. Ο Λίαμ φαντάζει ευθυτενής, με προσεγμένα χέρια, σχεδόν γυναικεία. Και οι δυο τους κατάγονται από τον αμερικάνικο νότο. Και οι δυο τους όταν κοιτάζονται στα μάτια τους μέσα κυματίζουν τα αρχαία ποτάμια με τους ατμοδρόμωνές τους και τα ρέστα μιας νύχτας. Ο Τζέρι έχει μια ωραία στολή, γεμάτη νότες και πεντάγραμμα. Την είχε διαλέξει για δέκα φράγκα σε ένα παριζιάνικο ατελιέ . Από τότε πέρασε καιρός, το ύφασμα άρχισε να χαλά. Μα θες η δουλειά του γελωτοποιού που επιθυμεί να υψώνεται παράξενος  και αστείος μες στο κοστούμι του, θέλεις τα πράγματα που γερνούν ανεπαίσθητα, δίχως θόρυβο, έφθειραν την στολή. Ο Λίαμ ντύνεται ένα καφετί κοστούμι με ένα υφασμάτινο μαντίλι που ΄χει χάσει την γυαλάδα του, μα του προσδίδει μια αίσθηση κύρους και σοβαρότητας. Ο Λίαμ με σιγουριά φαντάζει όμορφος μες στα καλοβαλμένα του ρούχα, ακόμη και όταν πιάνει τον χορό με τις σπαστικές φιγούρες και τις εκφράσεις του προσώπου. Τίποτε δεν στεριώνει δίχως μελέτη και εξάσκηση και ο Λίαμ γνωρίζει πως ετούτο συνιστά το χρέος κάθε αληθινού καλλιτέχνη.

Τζέρι, Λίαμ, σε πέντε λεπτά στην ράμπα! Ακούτε;Σε δέκα λεπτά Λίαμ! Το λέω σε σένα μια και ο Τζέρι δεν φημίζεται για το ενδιαφέρον του και είναι ένα ζήτημα της τύχης που δεν ξέμεινε σε κάποιο λασπωμένο χωράφι με έναν σωρό σπασμένες μουσικές μες στην καρδιά του. Ωστόσο, ετούτα είναι λόγια μα δεν κάνουν για την περίσταση. Σε δέκα λεπτά, στιγμή παραπάνω, στις ράμπες παιδιά! Ελάτε λοιπόν!

Ο Τζέρι τρεκλίζει από το πιοτό. Μοιάζει πιο λυπημένος και από το μακιγιάζ του, επειδή η στολή του διαθέτει από σήμερα μια ραγισμένη ραφή.

Τέτοιες ζημιές δεν αποκαθίστανται Τζέρι, μην λυπάσαι.

Ο Λίαμ βαδίζει αγέρωχος, ίσως επειδή τον αγαπούν όλα τα κορίτσια στην πόλη και ίσως επειδή μοιάζει να ανήκει σε μια ανώτερη τάξη. Ξανθός και όμορφος με γαλαζωπά μάτια σκέτο βυθό, ανήκει στις πιο σπάνιες φυλές αυτού του κόσμου. Στο όνομά τους χάθηκαν λέει, ολόκληροι λαοί.

Απόψε θα κάνουν το νούμερο του στρατιωτικού διοικητή. Θα τον υποδυθεί ο Τζέρι. Έχει μάθει απ΄έξω τις καλύτερες ατάκες του ρόλου. Ο Λίαμ θα παριστάνει τον κερδισμένο έμπορο που αγοράζει φθηνά και πουλάει ακριβά, καθώς πάντα. Το νούμερο ξεκινά με τον στυλιζαρισμένο λόγο του Τζέρι εμπρός στο μικρόφωνο. Τινάζει τον λαιμό και τα χέρια του, όλα επάνω του φαντάζουν σπασμένοι χαρταετοί, δεν βρίσκετε; Ζητά με στόμφο από τις κοινωνικές κάστες να σταθούν στο πλάι του, υπόσχεται όλα τα θαύματα του κόσμου. Για την ακρίβεια τα διατάζει να συμβούν. Και ο Λίαμ που εμπορεύεται χάλυβα και ανθρώπους και ένα σωρό όπλα στο βάθος του μαγαζιού του δεν τρομάζει, μονάχα χειροκροτεί με την ψυχή του, κοιτώντας στα μάτια τον δικτάτορα φίλο του. Ο Τζέρι τινάζεται από κάτι σαν ρεύμα, όλες του οι αξίες χάσκουν συγκεντρωμένες εμπρός στο άδειο του τροχόσπιτο.

 Ο χρυσός, κύριοι, ο χρυσός ταξιδεύει τις ψυχές στον παράδεισο.

Αυτή είναι η μόνη τιμή που μετριέται εδώ γύρω. Ο Λίαμ ενθουσιάζεται και με μια λαμπρή χορηγία εξασφαλίζει μια συνάντηση με τον δικτάτορα Τζέρι, τον καρδιακό του φίλο. Εκεί στην ράμπα καταστρώνουν οι δυο του τον τρόπο με τον οποίο κατακτιέται τούτος ο άρρωστος κόσμος.

Σε δύο λεπτά! Ελπίζω να είστε έτοιμοι, ο θεατρώνης δεν θα ανεχτεί άλλες προχειρότητες! Να, κοιτάξτε πέρα. Δεν υπάρχει καμιά σωτηρία για δυο γερασμένους γελωτοποιούς στην Μπρέσια, καμιά!

Ο Τζέρι χτυπά τα τακούνια του επάνω στο παλκοσένικο, ο Λίαμ αλλάζει το δέρμα του, αδιάκοπα αναρωτιέται ποιος πουλά και ποιος αγοράζει τούτο τον κόσμο. Μικρές ζωές στριμώχνονται, μεταμορφώνονται σε φαντασίες, ως την στιγμή που οι δυο τους βαδίζουν στα χνάρια της ράμπας. Το νούμερό τους δεν διαθέτει λογική και ίσως για αυτό, όλα τριγύρω τους μοιάζουν τερατώδη, άγρια πράγματα.

Καλύτερα θα΄ταν να κάναμε εκείνο το σκετς με τις μπαγιαντέρες που διασκεδάζουν τους βρετανούς αξιωματικούς, λέει ο Τζέρι, καθώς η στολή του καταρρέει, αφήνοντας σημάδια πάνω στις λάσπες της Μπρέσια.

Όχι Τζέρι, τέτοια θέματα πάλιωσαν, δεν φαντάζουν αστεία πια. Φαντάσου, οι παράφρονες γυρολόγοι, οι πορτοφολάδες, οι πλανόδιοι μανάβηδες, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες δείχνουν παλιοί, τα λόγια και η ζωή τους αξίζει μονάχα για τα στερνά της λόγια. Καλύτερα το νούμερο με τον δικτάτορα, που δεν θα πάψει ποτέ να θυμίζει την σιδερένια γέφυρα ανάμεσα στην αιωνιότητα και τούτη εδώ την νύχτα. Καλύτερα Τζέρι.

Ακούγονται φωνές, ένα πλήθος νευρικό και ανεξερεύνητο τριγυρνά ανάμεσά τους. Ψεύτικοι βασιλιάδες, αιματοβαμμένες πριγκίπισσες, η Μόλλυ, το υπέργηρο άλογο που εκτελεί μερικές στροφές στην πίστα, με ένα καλοχτενισμένο λοφίο, ο θεατρώνης που αγοράζει και πουλά φτηνά τους ακροβάτες και όσους χτύπησε κάποτε η μοίρα, όλοι ψεύτικοι. Μονάχα ο Τζέρι φαντάζει αληθινός, έτσι όπως κλαίει βουβά ανάμεσα στην βροχή των φυλλάδων της μιας δεκάρας που πετά το πλήθος στην σκηνή, ζητώντας τα χρήματά τους ή μια ιδέα διασκέδασης.

Η ράμπα ανοίγει, τα φώτα πέφτουν σαν βροχή επάνω στα δυο τους πρόσωπα, τροπικά, σφριγηλά κορίτσια από τις Αρδέννες τριγυρίζουν σαν τις πεταλούδες της νύχτας που άλλη ζωή δεν έχουν. Ο Λίαμ σφίγγει το χέρι του Τζέρι, το όνειρο τους χαρίζει όση ελεημοσύνη χρειάζεται εκείνη η τρελή στιγμή.

Αυτό χρειάζονται απόψε Τζέρι, ψιθυρίζει ο Λίαμ στον ταραγμένο του φίλο. Οι δυο τους χαιρετούν στρατιωτικά το πλήθος, ο Τζέρι σκορπά διαταγές στον άνεμο. Σε κάθε του νεύμα το πλήθος σωπαίνει και βυθίζεται. Σε κάθε του νεύμα κοιτάζει τον Λίαμ που φαντάζει ψηλός κλίβανος βγαλμένος από τα εργοτάξια του Μπρικ Λέιν. Που φαντάζει με έναν Ισπανό μοναχό μες στην φάρσα του καιρού. Ο Λίαμ στρέφει το πρόσωπό του στον Τζέρι που απευθύνεται στο πλήθος και φαντάζει αληθινά υποβλητικός. Κάτι σώζεται ακόμη από το τρεμάμενο χέρι του όταν υψώνεται υπό γωνία, σκίζοντας το παραβάν που όλα τα κρύβει. Ο Λίαμ καρφώνει τα μάτια του στον Τζέρι.

Αυτό χρειάζονται απόψε φίλε, του λέει με τρόπο δίχως να αντιληφθούν τίποτε οι θεατές της πρώτης σειράς. Αυτό, συλλογίζεται ο Τζέρι, ενώ την ίδια στιγμή οι δεσμοφύλακες καραδοκούν στο τροχόσπιτό τους, όπως ο εφιάλτης πάνω στο όνειρο ενός καλού κάποτε, αγκυλωτού παιδιού.

Απόστολος Θηβαίος